Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
123 Σαρδάνιοϲ γέλωϲ: ὁ προϲποίητοϲ. καλεῖϲθαι δὲ αὐτὸν ἀπὸ [*](Σ) τοῦ ϲεϲηρέναι τοῖϲ ὀδοῦϲι φαϲίν.
124 Σαρδάνιοϲ γέλωϲ: παροιμία ἐπὶ τῶν ἐπʼ ὀλέθρῳ τῷ ϲφῶν [*](Σ) αὐτῶν γελώντων· ἣν Δήμων μὲν διαδοθῆναι, ὅτι οἱ Σαρδόνα κατοικοῦντεϲ αἰχμαλώτων τε τοὺϲ καλλίϲτουϲ καὶ πρεϲβυτέρουϲ ὑπὲρ ο ἔτη τῷ Κρόνῳ ἔθυον, γελῶνταϲ, ἕνεκα τοῦ τὸ εὔανδρον ἐμφῆναι (τουτέϲτιν ἀνδρεῖον). Τίμαιοϲ δέ, τοὺϲ ἱκανὸν βεβιωκόταϲ χρόνον ἐν Σαρδοῖ ϲυνωθουμένουϲ ϲχίζαιϲ ὑπὸ τῶν υἱῶν εἰϲ ὃν ἔμελλον θάπτεϲθαι βόθρον γελᾶν. οἱ δέ, ἀπὸ τοῦ ϲεϲηρέναι μετὰ ἀνίαϲ. καί φαϲιν ἄλλοι τε καὶ Κλείταρχοϲ, ἐν Καρχηδόνι ἐν ταῖϲ μεγάλαιϲ εὐχαῖϲ παῖδα ταῖϲ χερϲὶ τοῦ Κρόνου ἐπιτιθένταϲ (ἵδρυται δὲ χαλκοῦϲ, προβεβλημέναϲ ἔχων τὰϲ χεῖραϲ ὑφʼ ᾧ κρίβανοϲ), ἔπειτα ὑποκαίειν· τὸν δὲ ϲυνελκόμενον ὑπὸ τοῦ πυρὸϲ δοκεῖν γελᾶν. Σιμωνίδηϲ δὲ Τάλων τὸν ἡφαιϲτότευκτον Σαρδωνίουϲ οὐ βουλομένουϲ περαιῶϲαι πρὸϲ Μίνῳα, εἰϲ πῦρ καθαλλόμενον, ὡϲ ἂν χαλκοῦν, προϲτερνιζόμενον ἀναιρεῖν ἐπιχάϲκονταϲ. Σιληνὸϲ δὲ ἐν δ΄ τῶν περὶ Συρακούϲαϲ λάχανον εἶναι παρὰ Σαρδωνίοιϲ ἡδύ, ϲελίνῳ ἐμφερέϲ· οὗ τοὺϲ γευϲαμένουϲ τάϲ τε ϲιαγόναϲ καὶ τὰϲ ϲάρκαϲ ἑαυτῶν ἀποδάκνειν. ἔνιοι δὲ τοὺϲ ἐπὶ κακῷ γελῶνταϲ· ὡϲ καὶ Ὀδυϲϲέα φηϲὶν Ὅμηροϲ· μείδηϲε δὲ δῖοϲ ώδυϲϲεὺϲ Σαρδώνιον. καὶ ἐν ἄλλοιϲ· ἡδὺ γέλαϲϲε χείλεϲϲιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ᾿ ὀφρύϲι κυανέῃϲιν ἰάνθη.
125 Σαρδαῖοϲ: ἀπὸ πόλεωϲ Σάρδεων. καὶ Σάρδειϲ, πόλιϲ. αἱ [*](Δ) Σάρδιεϲ.
[*](123 cf. Zen. V 85;— προϲποίητοϲ cf. Tim.; ἀπὸ sq. cf. Ap. S. 140, 12 (unda H v. Σαρδόνιοϲ); Ba 361, 29 ═ Σa 124 (praeter τουτέϲτιν ἀνδρεῖον) ═ P cf. sch. Pl. Rep. 1, 337a, Zen. V 85, H, sch. υ 302, sch. Lyc. 796; Timae. fr. 29 FHG 1, 199, F Gr Hist 137, 9, Simon. fr. 202a, FGrHist 175, 5, υ 301. Ο 1013 125 Σαρδαῖοϲ cf. Longibard. ap. Reitz. Gesch. d. Et. 334; Σάρδειϲ cf. Ambr. 98 Steph. Byz.)[*](124 hinc Apostol. XV 35)[*](1. 2 πεπυρπολημένου δὲ τοῦ οἴκου Bas., v. l. ςch. 2 εὑρεθεὶϲ] αἱρεθὶϲ A(GFVM) Blaydes εὐωχηθεὶϲ M Schmidt μεθυϲθεὶϲ Latte γράφει — 4 ἐξῆϲ om. G 2 δὲ AM: δὲ καὶ V 5 Σαρδώνιοϲ FV , Tim. (Σa) cf. Prov., contra ord. 7 Σαρδώνιοϲ FV (ω et deinde ο ss. M cf. Ph0ot. Hes.) cf. Prov.; contra ord. τῷ] τῶν FV 8 ἣν— 25 ἰάνθη om. F 8 Δήμω V; εὔανδροϲ ss. M cf. vs. 10 διαδοθῆναί ⟨φηϲι⟩ Müller Σαρδῶνα AV 9 τε post καλλίϲτουϲ transpos. G 10 ἔθυον] εὐθὺ A 13 ἀνοίαϲ V, Phot. 17 δοκεῖ V Τάλων GM cf. sch. Pl., Zen.: τοὺϲ ἰάλων A τοῦ ϲιαλον Phot. om. V 18 Σαρδονίουϲ Mec, Phot. Σαρδανίουϲ G πρὸϲ] εἰϲ A 20 ἐν δ΄] ἔνδον V Συρακούϲϲαϲ A Συρακόϲϲαϲ Phot. Σαρδωνίουϲ VM Σαρδονίουϲ G 21 ϲιαγόναι ⟨ϲεϲηρέναι⟩ Jacoby 22 αὑτῶν G, Phot. καλῷ GM 22. 23 καὶ ἐν Ὀδυϲϲείᾳ G 23 Σαρδάνιον GM Σαρδόνιον Phot. 24 γέλαϲε GVM 26 πόλεων V Σάρδαιων F 26. 27 αἱ Σάρδιεϲ mg. add. M et mg. ante 130 Ar, ante 130 V)127 Σάρδιοι λίθοι, ἐναργῶϲ διαφανεῖϲ, λευκοὶ ὄντεϲ κατὰ τὸ βάθοϲ· οἵτινεϲ δοκοῦϲι μέχρι βάθουϲ τῷ αὐτῷ χρώματι κεχρῶϲθαι, ἅτε δὴ μὴ ἀντιλαμβανομένηϲ τῆϲ ὄψεωϲ τοῦ βάθουϲ.
128 Σαρδόθεν: ἀπὸ πόλεωϲ Σάρδεων.
129 Σαρδόνιον πέλαγοϲ· καὶ Σαρδονικὸν πέλαγοϲ. Σαρωνικὸν δὲ πέλαγοϲ.
130 Σαρδώ· νῆϲοϲ ἐϲτι μεγίϲτη ἡ Σαρδὼ πρὸϲ τῇ Ἰταλίᾳ· ἐν ἧ γίνονται προφύραι διάφοροι καὶ ὀξύταται. καὶ παροιμία· βάμμα Σαρδιανικόν, ἀντὶ τοῦ ἐρυθρόν, φοινικοῦν.
131 Σαρδῷον.
132 Σάριϲϲα: εἶδοϲ ἀκοντίου Ἑλληνικοῦ. δόρυ μακρὸν παρὰ Μακεδόϲι.
133 Σαρκάζων: μετὰ πικρίαϲ καὶ θυμοῦ γελῶν. καὶ Σαρκάζοντεϲ, [*](Ar.) ὑποϲεϲηρότεϲ καὶ ἀνοίγοντεϲ, ὥϲπερ κυνίδια, ὅταν προϲλιπαρῇ τινα καὶ ἀφέλκῃ τοῖϲ ὀδοῦϲιν. ἢ ϲαρκάζοντεϲ, ἀντὶ τοῦ ἐξιϲχνούμενοι καὶ ἠτονηκότεϲ καὶ διὰ τὸν λιμὸν ἕλκοντεϲ μόλιϲ· ἢ ἕλκοντεϲ κατὰ τὸν τῶν κυνιδίων τρόπον, οἳ τὰ ὀϲτέα περιτρώγουϲι, καὶ οὐκ ἔχοντεϲ ἐμφορηθῆναι ὑπʼ αὐτῶν, τῷ δοκεῖν ἐϲθίουϲι. ϲαρκάζειν δὲ κυρίωϲ, τὸ τὸν κύνα πεινῶντα τὰ λεπτὰ τῶν ϲαρκῶν τοῦ ὀϲτέου ἀπογλύφειν. On. λύϲιϲ ὀνείρων Νικηφόρου πατριάρχου· ϲάρκαϲ μελαίνειν οὐ καλὸν πᾶϲι τόδε. λευκὰϲ ὁρᾶν τὰϲ ϲάρκαϲ εὔθετον λίαν. ὅλον καθαίρειν φροντίδων δηλοῖ λύϲιν.
134 Σαρκαϲμόϲ: εἶδοϲ εἰρωνείαϲ.
135 Σαρκαϲμοπιτυοκάμπται· Ἀριϲτοφάνηϲ φηϲί, ἀντὶ τοῦ μεγάλοι. ὡϲ ἁρπάζονταϲ καὶ προϲποιουμένουϲ τὰ πολεμικά, οὐκ ἀληθῶϲ δὲ τοιούτουϲ, ἰϲχύοϲ δὲ ἐπιμελομένουϲ. διὸ καὶ τὸν Μεγαίνετον Μάνην εἶπεν, οὐ πάντωϲ βάρβαρον, ἀλλ᾿ ἀναίϲθητον. ἐπιτηδὲϲ δὲ ἐχρήϲατο τοῖϲ ϲυνθέτοιϲ, διὰ τὸ Αἰϲχύλου ἦθοϲ.
136 Σαρκίδηϲ: ὄνομα κύριον.
137 Σαρκικὸϲ ἄνθρωποϲ· ζήτει ἐν τῷ ψυχικόϲ.
[*](126 cf. Steph. Byz., Et. M. 708, 29 127 Philop. 321, 10 — 13 129 cf. Nicet. 655—6, Zon. 1629 et 1631; — πέλαγοϲ pr. ═ Ambr. 122. Σαρδονικὸν sq. cf. Ambr. 117 132 — Ἑλληνικοῦ ═ P, Ba 362, 8, Et. M. 708, 35 cf. H, Choer. An. Ox. 2, 236, 10 δόρυ sq. cf. H, sch. Lac. 263, 9, 283, 26 133 — γελῶν ═ P, Ba 362, 9 cf. H, Zon. 1631 Σαρκάζοντεϲ pr. — ἀπογλύφειν sch. Ar. Pac. 482—3 ϲάρκαϲ sq. Astramps. 135 sch. Ar. Ran. 966)[*](130 ex v. Β 89 133 init. cf. 120; Astraumps. cf. 835)[*](A(GFVM))[*](1 Σαρδειανόϲ G 4 ἀντιλαμβανομένουϲ G 5 πόλεωϲ om. G 6. 7 Σαρωνικὸν δὲ πέλαγοϲ om. AF καὶ Σαρωνικὸν GV 7 δὲ πέλαγοϲ om. V 130 om. AF mg. Ar post 133 V 9 ὀξύτατοι V 10 φοινικόν V 12 δόρυ — Μακεδόϲι om. AFV mg. Ar 14 καὶ θυμοῦ post γελῶν transpos. FV 16 ϲαρκάζουϲιν Aac 17 τὸν alt. om. FV 21 λύϲιϲ— 22 λύϲιν om. AFV mg. Ar 21 λύϲιϲ—πατριάρχου om G; Νικηφόρου π. om. Ar ὀνείρου Ar 22 ὅλον] ϲάρκαϲ Arac ὅλμον Astramps. 26 ἐπιμελουμένουϲ G, sch. plerique 30 ζήτει GM: καὶ ζήτει Ar)138 Σαρκίον: ἡ ϲάρξ. καὶ Σάρκινοϲ προπαροξυτόνωϲ, ὡϲ κρίθινοϲ. [*](Δ) ὅτι ἀπὸ τῶν πτηνῶν ἡ νυκτερὶϲ μόνη ϲαρκοτίκτει, τῶν λοιπῶν ᾠοτοκούντων, ὥϲπερ πάλιν καὶ ἐπὶ τῶν τετραπόδων ἡ χελώνη μόνη ᾠοτοκεῖ.
139 Σαρκοφαγία: ἡ κρεωφαγία. ἐδεῖτο μὲν γάρ οἱ τὸ ϲῶμα [*](Δ?) ϲαρκοφαγίαϲ, ἀθύτου δὲ οὐκ ἠνέϲχετο μεταλαβεῖν, τὸ παλαιὸν παράγγελμα θνηϲειδίων ἀπέχεϲθαι τοῦτο ϲημαίνειν ὑπολαμβάνων.
140 Σαρμυδηϲϲόϲ: τόποϲ Θρᾴκηϲ.
[*](Δ)141 Σάρξ· ὅτι Ἀριϲτοτέληϲ αἰϲθητήριον λέγει τὴν ϲάρκα καὶ λέγει [*](Phil.) ὅτι ἡ ἁπτικὴ αἴϲθηϲιϲ μία, καὶ μεταξύ.
142 Σάροϲ: ποταμόϲ.
[*](Δ)