Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1136 Στόμαχοϲ: λαιμόϲ. ὅτι οἱ παλαιοὶ ἰατροὶ τὸν ϲτόμαχον [*](Σ) καρδίαν ἐκάλουν. ἔνθεν καὶ καρδιωγμόϲ.

[*](Thuc.)

1137 Στόμιϲ ἴπποϲ: ἀπειθὴϲ καὶ βίαιοϲ· ὅν τινεϲ ἄϲτομόν φαϲι.

[*](Σ)

1138 Στομώϲῃϲ: παροξύνειϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· δίδαϲκε καὶ κόλαζε καὶ [*](Ar.) μέμνηϲ᾿, ὅπωϲ εὖ μοι ϲτομώϲῃϲ αὐτόν, ἐπὶ μὲν θἄτερα οἴαν δικιδίοιϲ, τὴν δ’ ἑτέραν αὐτοῦ γνάθον ϲτόμωϲειϲ οἴαν ἐϲ τὰ μείζω πράγματα. ἀντὶ τοῦ ὀξυνεῖϲ· ὡϲ ἐπὶ ϲιδήρου, μεταφορικῶϲ· ἀντὶ τοῦ ἀκονήϲειϲ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν μαχαιρῶν. οἵαν δέ, τουτέϲτι δυνατὴν καὶ ἔμ πειρον εἰϲ τὸ λέγειν δίκαϲ. μείζω δὲ πράγματα τὰ ἄδικα, τὰ ἐμφιλό ϲοφα. ὑποκοριϲτικῶϲ δὲ εἶπε δικιδίοιϲ.

1139 Στόμωϲιϲ: δείνωϲιϲ, πανουργία. τὸ ϲὸν δ’ ἀφῖκται δεῦρ᾿  ὑπό [*](Soph.) βλητὸν ϲτόμα, πολλὴν ἔχον ϲτόμωϲιν. καὶ Στόμωϲον, ἀντὶ τοῦ [*](Ar.) ὄξυνον.

1140 Στόμφακα: τραχύν. ἢ κομπαϲτήν. καὶ ϲτομφάϲαι τὸ ἀλα [*](Ar.) ζονεύεϲθαι. ϲύνθετοϲ ἡ λέξιϲ ἀπὸ τοῦ ϲτόματοϲ καὶ τοῦ ὄμφακοϲ, [*](Σ) ἶνα ἢ λέγων, ὄμφακαϲ ἔχων ἐν τῷ ϲτόματι τοὺϲ μύθουϲ. λέγει δὲ [*](Ar.) περὶ Αἰϲχύλου τοῦ ποιητοῦ.

1141 Στόναχοϲ: ϲτεναγμόϲ.

[*](Σ)[*](1132 κελεύει sq. Xen. An. 8, 4, 42 1133 vs. 4 ϲτόμα praeter παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ sch. Soph. OC 131; K 8 1134 Thdr. in Ps 118, 131, PG 80, 1861b 1135 Soph El 606 —7 c. sch. 607 1136 — λαιμόϲ ═ P, Ba 371, 7 cf. sch. 7 292 ὅτι sq. sch. Thuc. 2, 49, 3 cf. Erotian. 47, 14 1137 ═ P cf H. Phryn Epit. 111, 1; Aeschyl. fr. 442, Soph. El. 724 1138 δίδαϲκε sq. Ar. Nu. 1107 —10 c. sch. 1108 —10 1139 — ϲτόμωϲιν Soph. OC 794—5 c. sch. 795 Στόμωϲον sq. sch. plenius in Ar. Nu. 1110 1140 — τραχύν sch Ar. Mu. 1367 κομπαϲτὴν — ἀλαζονεύεϲθαι ═ P, Ba 370, 8 cf. H, sch. Ar. Vsp. 721 ϲύνθετοϲ sq sch Ar. u. 1367 cf. sch. Hermog. 7, 2, 963 ed. 8 altz (Herm. 34, 112) 1141 cf. Ar. ═ Ba 371, 11, H, sch. B 39)[*](1133 Soph. cf. v. E 3793 1136 hinc v. Κ 366 1138 cf. v. O l 5)[*](1 ἐνορῶν post 2 ἄνδραϲ transpos. A 2 μακρὰ G 4 παρὰ τοῖϲ πα A(GFVM) Λαιοῖϲ] καὶ F cf. Ἐ 3793 ad 1134 τὸ ϲτόμα μου λαλήϲει ϲοφίαν ═ Ps. 48, 4 mg. add. A cf. ad 1809 et ρ 93, 4 12 Στόμιϲ F, Phot., Hes., Eust. D. 1538, 50 Poll. 2,100) Στομίαϲ AGM Στόμιοϲ V Στόμηϲ Phryn. 13 Στομώϲειϲ G cf. 0I 5 Ar. παρωξύνῃϲ ed. pr. παροξύνῃϲ Bas. δίδαϲκε— 16 ϲιδήρου om. F 14 θἄτεροι V 15 ϲτομώϲῃϲ GMec οῖαν— 17 μαχαιρῶν om. V 16 ἀκονήϲῃϲ (G) M 17 οἵαν—19 δικιδίοιϲ om. F 17 δὲ] δή V 23. 24 ἀλαζονεύϲαϲθαι G M, Phot. Ba)
438
[*](Σ)

1142 Στονόεϲϲα: ϲτεναγμὸν ἔχουϲα. καὶ Στόνοϲ, ϲτεναγμόϲ.

[*](Σ)

1143 Στορέϲαι: ϲτρῶϲαι.

[*](Σ)

1144 Στόρθυγξ: τὸ ἄκρον τοῦ δόρατοϲ· ἢ τὸ τοῦ βέλουϲ ϲιδήριον.

[*](Call.)

1145 Στόρνῃϲι: ζώναιϲ. αἱ δὲ γυναῖκεϲ ϲτόρνῃϲιν ἀνέϲτεφον. περὶ Θηϲέωϲ.

1146 Στορνύντεϲ.

1147 Στούδιοϲ, δυνάϲτηϲ· ὃϲ καὶ τὴν περιβόητον μονὴν ἔκτιϲε. ὅτι ἡ τῶν Στουδιτῶν μονὴ πρότερον καθολικῆϲ ἐκκληϲίαϲ, ὕϲτερον δὲ μετῆλθεν εἰϲ μονήν. ὅτι ὁ αὐτὸϲ Στούδιοϲ δυνάϲτηϲ κτίζει τὸν ναὸν τοῦ Ἀρχιϲτρατήγου Νακωλείαϲ, ἐν ᾦ φέρονται καὶ ϲτίχοι ἡρωικοί· Στούδιοϲ ἀγλαὸν οἶκον ἐδείματο, καρπαλίμωϲ δὲ ὧν κάμεν, εὕρατο μιϲθόν, ἑλὼν ὑπατηΐδα ῥάβδον.

1148 Στοχαϲμόϲ: ϲυλλογιϲμόϲ.

[*](Δ)

1149 Στωβύϲϲω: ῥῆμα.

1150 Στωϊκοί· Ζήνων ὁ Κιτιεὺϲ ἀνακάμπτων ἐν τῇ Ποικίλη ϲτοά καὶ Πειϲιανακτείῳ, ὕϲτερον δὲ ἀπὸ τῆϲ γραφῆϲ τοῦ ζωγράφου Πολυγνωτοῦ Ποικίλη κληθείϲῃ, διετίθετο τοὺϲ λόγουϲ. ἐπὶ τῶν λ΄ πολιτῶν πρὸϲ τοῖϲ χιλίοιϲ υ΄ ἀνῄρηντο ἐν αὐτῷ. προϲῄεϲαν δὴ λοιπὸν ἀκούοντεϲ αὐτοῦ· καὶ διὰ τοῦτο Στωϊκοὶ ἐκλήθηϲαν καὶ οἱ ἀπʼ αὐτοῦ ὁμοίωϲ, πρότερον καὶ Ζηνώνειοι καλούμενοι.

[*](Δ)

1151 Στωμύλεθροϲ.

1152 Στωμυλία: ἡ κατὰ ἀϲτειότητα ἀπάτη προερχομένη.

[*](Ar.)

1153 Στωμυλιοϲυλλεκτάδη: τουτέϲτι ϲτωμύλα ῥήματα ϲυλλέγων. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ.

[*](Σ)

1154 Στωμύλοϲ: λάλοϲ, πολύκομψοϲ, πιθανολόγοϲ, εὐτράπελοϲ, [*](Greg.?) ἔφεδροϲ τῶν λόγων, ἀπατεών, κόλαξ. φλύαροϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) ἐπιφυλλίδεϲ ταῦτʼ ἐϲτὶ καὶ ϲτωμύλματα. ἀντὶ τοῦ λάλοι καὶ πιθανολόγοι. [*](Ar + Ε) καὶ Στωμυλλόμεθα, ἀντὶ τοῦ φλυαροῦμεν. καὶ Στωμύλλεϲθαι, [*](1142 — ἔχουϲα ═ P, B 371 12 cf. H; sch Θ 159, unde Et. M. 728, 31 Στόνοϲ sq. ═ P, Ba 371, 13, sch. K 483 cf. Et. M 728, 3 1143 ═ P, Ba 371, 14, sch. 1 617 cf. H, Et M. 728, 34 1144 ═ P, Ba 371, 15 1145 Call. fr. 58, 14—5 Κ. an 59 S. c. sch. cf. H 1147 vs. 10 Στούδιοϲ sq. Niceph. 15, 28(?) contulit Reines. 1150 Laert. 7,5 1153 sch Ar Ran. 84 1154 — κόλαξ P, Ba 372, 2), Et. Gen. cf Et. M 729, 29, sch. Greg. Ann. 24 et An. Ox. 2, 484, 11 cett. φλύαροϲ cf. An. Ox 2, 484, 11 ἐπιφυλλίδεϲ— πιθανολόγοι Ar. Ran. 92c. sch. 91. Στωμυλλόμεθα —φλυαροῦμεν sch. Ar. Pac. 995) [*](1144 hinc v Α 380 1150 cf. 1126, vv. Z 79 et Π 1469 1154 Ar. Ran cf v. Ε 2758, Pac. cf. vv. Ε 3233 et Π 1185) [*](A(GFVM)) [*](4 ἀνέϲτρεφον F 1146 om. AF; καὶ Στ V 7 ὃϲ— 11 ῥάβδον om. 7 περιβόητον om. V 8 ὅτι 11 ῥάβδον om. AV mg. Ar 8 ὅτι 9 ὅτι] Στούδιοϲ δυνάϲτηϲ Ar 8 post ἐκκληϲίαϲ lac in M; ἦν add. ed pr 10 Νατωλείαϲ Reines. frustra 1150 —1 om. F 15 τῆϲ om V 16 Ποικίληϲ κληθείϲηϲ A V Mac ἐπὶ V (Laert.); ἐπεὶ A ἐπεὶ δὲ ἐπὶ GM 17 τοῖϲ χιλίοιϲ G Mec, Laert.; τοὺϲ χιλίουϲ AVMac ἀνῄρηνται G VM πγροϲῄνεϲαν AV 18 αὐτοῦ GM, Laert.; cp. A αὑτῷ V 21 αὐϲτηρότητα ἀ. προϲερχομένη G 22 Στωμυλιοϲϲυλεκτάδην V)

439
ἀντὶ τοῦ φλυαρεῖν. τὰ μειράκια ταῖϲ τίτθαιϲ ἀποπέμψατε, καὶ θρυπτόμενα παρὰ ταύταιϲ ϲτωμύλλεϲθαι καὶ λαλεῖν περὶ κρόκηϲ καὶ ϲτημόνων καὶ πλαγγόνων ἐάϲωμεν. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) παῦϲον ἡμῶν τὰϲ ὑπονοίαϲ τὰϲ περικόμψουϲ, αἷϲ ϲτωμυλλόμεθ’ εἰϲ ἀλλήλουϲ. καὶ ϲυγγνώμῃ τινὶ πραοτέρᾳ κέραϲον τὸν νοῦν. καὶ Στωμυλώτατοϲ, φλυαρώτατοϲ.

1155 Στράτων, Ἀμαϲεύϲ, φιλόϲοφοϲ. γέγονεν ἐπὶ Τιβερίου Καίϲαροϲ. [*](Hesy.) ἔγραψε Γεωγραφίαν ἐν βιβλίοιϲ ζ΄.