Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1116 Στιπτοί: ἀντὶ τοῦ πυκνοί. εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν ἐϲθήτων, αἵτινεϲ [*](Ar.) ὑφανθεῖϲαι εἰϲ πυκνότητα ϲυνάπτονται. ἢ ϲτερεοὶ καὶ πεπιλημένοι. ἀπὸ τοῦ ϲτείβειν, ὅ ἐϲτι πατεῖν. καὶ Σοφοκλῆϲ· ϲτιπτή γε [*](Soph.) φυλλάϲ, ὡϲ ἐναυλίζοντί τῳ· τὰ δ’ ἄλλ’ ἔρημα,
1117 Στίππυον: τὸ ἄκλωϲτον λίνον. καὶ ζήτει ἐν τῷ ϲτυππεῖον.
[*](Δ)1118 Στιρεύϲ: δῆμοϲ φυλῆϲ τῆϲ Πανδιονίδοϲ ἡ Στιρία.
[*](Harp.)1119 Στῖφοϲ: τάξιϲ πολεμική, ἢ φάλαγξ, ϲυϲτροφή, πλῆθοϲ ϲυϲτάϲεων.
[*](Σ)1120 Στιχάει: περιπατεῖ.
[*](Δ)1121 Στιχάριον.
[*](Δ)1122 Στιχίδιον: ὁ μικρὸϲ ϲτίχοϲ.
[*](Δ)1123 Στίχοϲ: τάξιϲ.
[*](Σ)1124 Στίχοϲ: ὁ κατὰ τὸ κοινὸν ἔθοϲ ὀνομαζόμενοϲ ϲτίχοϲ, ἀπὸ ἀριϲτερῶν ἐπὶ δεξιὸν ἀναγινωϲκόμενοϲ.
1125 Στλεγγίϲ: ἡ ξύϲτρα. καὶ ϲτλεγγιζόμενοϲ, ἀποξυόμενοϲ. Ἄρι [*](Σ) ϲτοφάνηϲ ήρᾳ· εἰ παιδαρίοιϲ ἀκολουθεῖν δεῖ, ϲφαίραν καὶ ϲτλεγγίδ᾿ [*](1111 — ἐπίρρημα ═ Ambr. 868. ϲτίλβω sq. ═ Et. M 728,1 cf. H 1112 τί— ϲτίλην Ar. Vsp. 213 cf. P 1113 ═ P, Ba 370, 32 cf. sch. Ξ 351, unde H 1114 cf Laert. 2, 113 (P— W 5, 754) 1115 ═ An. Ox. 1, 391, 19 cf. Ps Herodian 128, Et M 728, 8, sch. Δ 201, H 1116 — πατεῖν sch. Ar Ach. 180 cf. Erotian. 78, 6 ϲτιπτή sq. Soph. Ph. 33 —4 1117 — λίνον cf. Et. M. 731, 57 aliter Ambr. 817 1118 Harp. ═ P 1119 ═ P, Ba 371, 1 cf. An. Ox. 2, 410, 16 unde Et. M. 729, 21, H, sch. Ar. Eq. 852, Ps Herodian 128 1120 in O 635 1123 ═ P, Ba 371, 3 cf. Zon. 1669, H 1125 p 436, 2 γυναικῶν ═ P cf. sch. Pl Hipp. min. 368c; — ξύϲτρα ═ H, sch. Lac. 191, 7, sch Ar. Eq. 580, ach. Pl. harm. 161e cf. Phryn. Ecl. 299 et 460, Erotian 77, 14, Bk. 303, 6 (═ P), Hellad. ap. Phot. Bibl. 533b 7; Ar. fr. 139 et 207) [*](1115 cf. 1123 1118 hinc 1080 extr. 1123 cf. 1145 1124 cf. v. Κ 315) [*](1 ἐπίρρημα —λάμπω om. V ἐπίρρημα om. F; λαμβανόμενον add. GM A(GFVM) 2 τὸ— 3 κιβώτιον om. AF 4 Στ. λαμπρόν post 1111 V ϲτίλβον] Στίλβων V 7 Διοκλείδου] Εὐκλείδου Reines. cf Laert. 6, 89 ὁ] οἱ ed. pr. 15 Στίπτιον A τὸ— ϲτυππεῖον om. F, τὸ ἄ, λίνον post ϲτυππεῖον V καὶ — ϲττυππεῖο om. A ζήτει ἐν τῷ om. V 1118 om. GM 16 Στειριεύϲ V, Maussac Στειρία V, cod. C in Harp. plen.; Στειριεὺϲ τῶν δήμων add. V cf. 1080 17 τάξιϲ ἡ π. V a 1121 ἀπὸ τοῦ ἵϲταϲθαι τὴν χάριν) ἐπ’ αὐτῷ ἢ ἐν αὐτῷ mg add. A. 22 Στίχοϲ om V 23 δεξιῶν F, Κ315 δεξιὰ G cp. M 24 ἀποξυόμενοϲ — p. 436, 1 λήκυθοϲ om. F 24 ὀξυνόμενοϲ V)
1126 Στοά: τὸ ταμιεῖον· διὰ τὸ παράμηκεϲ εἶναι. ϲτοάϲ τε καρποῦ βακχείου τε νάματοϲ. ἐν οἷϲ ὁ ϲῖτοϲ καὶ ὁ οἶνοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ. [*](Δ) Στοά, ἡ ἐν Ἀθήναιϲ διατριβή· διὰ τοῦ ο μικροῦ· Στωϊκοὶ δὲ οἱ [*](Hesy.) ἀπʼ αὐτῆϲ, διὰ τοῦ ω μεγάλου. ἥτιϲ ὠνομάζετο Πειϲιανάκτειοϲ, [*](Suid.) ὕϲτερον δὲ ζωγραφηθεῖϲα Ποικίλη ἐκλήθη. ὅτι τὴν ϲτοὰν τὴν ἐκτὸϲ Ἐρέϲου ἀποτεινομένην ἐϲ τὸ ἱερὸν θολικὴν κατεϲκεύαϲε Δαμιανόϲ, Ἐφέϲιοϲ ϲοφιϲτὴϲ.
1127 Στόβηρα: πόλιϲ.
1128 Στολάϲ. Ξενοφῶν· τοξευθεὶϲ διὰ τῆϲ ἀϲπίδοϲ καὶ τῆϲ ϲτολάθοϲ [*](Ε) εἰϲ τὰϲ πλευράϲ. ζήτει περὶ ϲτολῆϲ Νουμά ἐν τῷ χλαμύϲ.
1129 Στόλιον: ἡ ϲτολή. καὶ Στολίϲ, ϲτολίδοϲ. ἄκρητον θλίβων ἢ νέκταρ ἀπὸ ϲτολίδων. καὶ αὖθιϲ· μὴ ἐν ϲτολίῳ κατʼ οἶκον περιπατεῖν. On λύϲιϲ ὀνείρων Νικηφόρου πατριάρχου· ϲτολὴν λευκὴν κάλλιϲτον ἐν ὕπνῳ φέρειν. ϲτολὴν φορεῖν μέλαιναν οὐ καλὴ θέα. ϲτολὴν δ’ ἁλουργὸν εἰϲ μακρὰν νόϲον φέρει. ϲτολὴν ἐρυθρὰν εἰϲ καλὴν πρᾶξιν φέρει. ϲτολὴν φορεῖν ἄνακτοϲ ἐλπίδων λύϲιϲ.
1130 Στόλοϲ: καὶ τὸ πεζικὸν ϲτράτευμα. Ἀρριανόϲ· Σποράκηϲ [*](Ε) μαθὼν τὸν ϲτόλον βαϲιλέωϲ ἐπὶ τὴν αὐτοῦ ἐπικράτειαν γενόμενον [*](Ε) ἔφυγεν. οὕτω πεπραγότων αὐτῷ τῶν ἐκπεμφθέντων τῷ πρώτῳ [*](Soph.) ϲτόλῳ, τὸν παῖδα τῆϲ ϲτρατηγίαϲ κατεμέμφετο. καὶ αὖθιϲ· τοὐμὸν ἐν ϲμικρῷ μέροϲ ποιούμενοι τὸν οἴκαδ’ ἤπειγον ϲτόλον. κυρίωϲ δὲ ὁ ναυτικόϲ.
1131 Στόλων: ὄνομα κύριον.
[*](1125 vs. 3 τὰ sq. Alex. Aphr 455, 22—6 1126 — οἶνοϲ Ar. Eccl. 14 c. sch. plenior. cf. H, P διὰ pr. —μεγάλου cf. Ps. Herodian. 267, Et. M. 729, 25 Στοά ═ Ambr. 789 1127 cf. Ambr. 810 1128 τοξευθεὶϲ πλευράϲ Xen. An. 4,1,18 1129 ἄκρητον— ϲτολίδων Anth. 7, 27, 8 μὴ —περιπατεῖν Marc 1, 7, 4 ϲτολὴν λευκὴν sq Astramps. 1130 — ϲτράτευμα ] κυρίωϲ sq. cf sch. Ap Rh. 1, 704 Σποράκηϲ— ἔφυγεν Arr. Parth fr. 56 τοὺμὸν — ϲτόλον Soph. Ph. 498 —9)[*](1126 ἥτιϲ— ἐκλήθη cf. v. Z 79, porro 1150 et v. Π 1469. ὅτι sq. ex v Δ 45 1130 Arr. hinc 963)[*](A(GFVM))[*](1 αὐτῷ Bergk καλεῖται] δὲ add G, Phot., sch. Pl.; ϲτληϊκὸν(?) ἀγγεῖον λήκυθοϲ mg. add, V 2 τὸ—6 τιϲ om. F; 3 ἡ—6 τιϲ om. V 3 οὐ om. A 6 παραξύεϲθαι GM, v. l. Alex. 8 τὸ ταμιεῖον] ποταμιεῖον F περίμηκεϲ GF 10 Στοά] nov. gl. G 11 Πειϲιανάκτιοϲ FV cf. v. Π 1469 12 ὅτι— 14 ϲοφιϲτήϲ om. AFV mg. Ar 15 πόλιϲ] ὄνομα πόλεωϲ FV 16 Στολάϲ] τζάγρα add ss. M καὶ] ὑπὸ V 20 Νικηφόρου πατριάρχου ex M; om. Ar G 24 Ἀριϲτοφάνηϲ V 25 βαϲιλέα V γινόμενον GVM, v. l. 962)1132 Στόμα: τὸ ἔμπροϲθεν μέροϲ τοῦ ϲτρατοῦ. Ξενορῶν· κελεύει [*](Ε) ἀπὸ τοῦ ϲτόματοϲ ϲυμπέμψαι ἄνδραϲ· μακρὰν γὰρ ἦν ἀπὸ τῆϲ οὐρᾶϲ λαβεῖν.
1133 Στόμα: ἡ φωνὴ παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ. Ὅμηροϲ· πολέμου ϲτόμα. [*](Soph. + x) καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἀνθίϲταται καὶ κατὰ ϲτόμα παίων βιαζομένουϲ ἀνῄρει. [*](Ε) τουτέϲτι κατὰ πρόϲωπον.
1134 Στόμα: παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ τῆϲ διανοίαϲ ἡ προθυμία.
[*](Thdr.)1135 Στόμαργοϲ: φλύαροϲ. λέκτρα φηϲί· κήρυϲϲέ μ’ εἰϲ ἅπανταϲ, [*](Soph.) εἴτε χρὴ κακὴν εἴτε ϲτόμαργον εἴτ’ ἀναιδείαϲ πλέαν.