Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
14 Ῥάδαμνοϲ: βλαϲτὸϲ τρυφερόϲ· ἢ κλάδοϲ. Ῥάδαμνόϲ ἐϲτιν [*](Ecl.) ὁ τοῖϲ φύλλοιϲ κομῶν ἀκρεμὼν τοῦ δένδρου, καὶ ϲκιὰν ἐκτελῶν. παρὰ τὸ ῥᾳδίωϲ δαμάζεϲθαι ὑπὸ καύϲωνοϲ ἤ τινοϲ ἄλλου αἰτίου, ὡϲ ἁπαλὸϲ καὶ προέχων.
15 Ῥᾳδιέϲτερον· Πολύβιοϲ· ἀλλὰ πολὺ ῥᾳδιεϲτέραν καὶ ϲυντομωτέραν ϲυνέβη γενέϲθαι τὴν Ἀϲδρούβου παρουϲίαν ἐϲ Ἰταλίαν.
16 Ῥαδινή: ἀϲθενήϲ, λεπτή. κεφαλὴ ἀνθρώπου καρτερὰ μὲν ἡ [*](Anth.) ἡλιουμένη, ῥαδινὴ δὲ ἡ ἐϲκιατραφημένη. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὦ ποδόϲ, ὦ κνήμηϲ, ὦ τοῦ ῥαδινοῖο τραχήλου. καὶ αὖθιϲ· ἡ ῤαδινῆ Μελίτη ταναοῦ ἐπὶ γήραοϲ οὐδῷ τὴν ἀπὸ τῆϲ ἥβηϲ οὐκ ἀπέθηκε χάριν. καὶ αὖθιϲ· οὐκέτι δὴ τανύφυλλον ὑπὸ πλάκα κλωνὸϲ ἑλιχθεὶκ φθέγξομ᾿ ἀπὸ ῥαδινῶν φθόγγων ἱεὶϲ ϲτομάτων.
17 Ῥᾳδηνόϲ: ἀπὸ τόπου τινόϲ.
19 Ῥᾳδιουργεῖν: ἀπατᾶν.
20 Ῥᾳδιουργόϲ: πλαϲτογράφοϲ· καὶ ὁ κακοῦργοϲ ἁπλῶϲ. καὶ ῥᾳδιουργία, ἡ περὶ πᾶν ὀλιγωρία, καὶ εὐκαιρία, καὶ θραϲύτηϲ. Ξενοφῶν [*](Ε) δὲ καὶ ἐπὶ εὐκολίαϲ ἐχρήϲατο τῇ λέξει. Πολύβιοϲ δέ φηϲι περὶ οἰκογενοῦϲ προδότου· τί δήποτ᾿ ἐϲτὶν ὅτι τοῖϲ αὐτοῖϲ καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ἀπατώμενοι πάντεϲ οὐ δυνάμεθα λῆξαι ἀνοίαϲ; τοῦτο γὰρ τὸ γένοϲ τῆϲ ῥᾳδιουργίαϲ πολλάκιϲ ὑπὸ πολλῶν ἤδη γέγονε. καὶ τὸ μὲν παρὰ τοῖϲ ἄλλοιϲ διαχωρεῖν, ἴϲωϲ οὐ θαυμάϲιον, τὸ δέ, παῤ οἱκ [*](13 — ὅρκοι ═ P cf. sch. Pl. Ap. 21 e, Zen. V 81, Eust. O. 1871, 5, sch. Ar. Av. 521 (═ v. Λ 93), H; Crat. fr. 231 14 — κλάδοϲ ═ P, Ba 357, 18 cf. H, Zon. 1604 15 Polyb. 11, 1, 1 16 λεπτή cf. H, Ap. S. 138, 10, Ps. Herodian. 174. κεφαλὴ—ἐϲκιατραφημένη Synes. Calv. PG 66, 1189 b ὦ—τραχήλου Anth. 5, 131, 1, 3. ἡ—χάριν Anth. 5, 281, 1—2. οὐκέτι sq. Anth. 7, 200, 1—2 18—εὐχερέϲ ═ P, Σα, Ba 357, 19. ‘Ραδίωϲ—ταχέωϲ ═ P, Ba 357, 22 cf. H 19 ═ Ambr. 50 cf. Zon. 1607 20 — λέξει ═ P cf. Thom, 324, 9; — πλοϲτογράφοϲ ═ Σα, Ba 357, 20 cf. Zon. 1603. H, ὁ κακοῦργοϲ — λέξει cf. Ael. D. fr. 211 ap. Eust. O. 1509, 44; Xen. Mem. 2, 1, 20 vs. 26 περὶ—p. 283, 1 θαυμαϲτὸν Polyb. 18, 40, 1—3) [*](13 init. cf. vv. χῆνα ὀ. et Σ 829 extr.; cf. vv. Λ 164, Μ 277 (fort. Partim hinc)) [*](A(GFVM)) [*](3 δὲ ϲιγᾶν GMec 4 ϲημείου Hemst. ϲημείωϲον Latte περὶ ὅρκου] εὐόρκου anonymus ap. Rochette, Melanges 2, 443, sed vid. v. M 277 11 Πολύβιοϲ om. F 16 Μελίττη A Μελέτη GM 18 φθέγξομαι AV ἀπουραδινῶν F, Anth. φθόγγου F 17 post 14 G, ordo poscit, mg. siglo post 15 posito M 19 Ῥαδινόϲ AacFV sed obstat Ps. Herodian. 25 Πολύβιοϲ — p. 283, 5 ἀθεϲίαϲ om. FV 27 δυνάμενοι A)
21 Ῥαζεῖν καὶ Ῥυζεῖν: τὸ ὑλακτεῖν. Ἕρμιπποϲ Εὐρώπῃ· ῥυζῶν [*](Σ) ᾶπανταϲ ἀπέδομαι τοὺϲ δακτύλουϲ. ἀπὸ τούτου δʼ ἐπὶ τοὺϲ πικραινομένουϲ καὶ ϲκαιολογοῦνταϲ μετηνέχθη. Κρατῖνοϲ Δηλιάϲιν· ἵνα ϲιωπῇ τῆϲ τέχνηϲ ῥαζῶϲι τὸν λοιπὸν χρόνον. καὶ ἐξῆϲ· ἔρραζε πρὸϲ τὴν γῆν· ὁ δὲ ϲκαρίζει καὶ πέπαρδε.
22 Ῥαθάμιγγεϲ: ῥανίδεϲ· ἢ ὁ ἀπὸ τῶν ἵππων κονιορτόϲ· οἱ δὲ [*](Σ) ϲταγόναϲ.
23 Ῥᾳθυμεῖν: οὐχ ὡϲ ἡμεῖϲ φαμεν τὸ τοῖϲ ἀφροδιϲίοιϲ ϲχολάζειν, [*](Σ) ἀλλά ἀπλῶϲ τὸ ἀργεῖν καὶ τρυφᾶν· παρὰ τὸ τὰ ῥᾷϲτα τῷ θυμῷ διδόναι. Πολύβιοϲ· πάντων εὐδαιμονιζόντων τὸν Πόπλιον καὶ παρακαλούντων [*](Ε) ἀναπαύεϲθαι καὶ ῥᾳθυμεῖν, ἐπεὶ πέραϲ ἐπιτέθεικε τῷ πολέμῳ, μακαρίζειν αὐτοὺϲ ἔφη, ὅτι τοιαύταϲ ἔχουϲι τὰϲ διαλήψειϲ.
24 Ῥᾳθυμία: ἀμέλεια.
[*](Σ)25 Ῥαηθώ: ὄνομα τόπου, ἢ ὄρουϲ. ἐν Σινᾷ καὶ Ῥαηθοῖ.
[*](Δ + x)26 Ῥαϊκόϲ: ὁ ὁρμώμενοϲ.
[*](Δ?)