Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

81 Παλίγκοτοϲ: ὀργίλοϲ, ϲτυγνόϲ, φοβερόϲ, ἐναντίοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· μὴ γένῃ παλίγκοτοϲ ἀντιβολοῦϲιν ἡμῖν, ἤγουν μὴ ἐξ ὑποϲτροφῆϲ ὀργιϲθῇϲ καὶ πάλιν μετανοήϲῃϲ, ἐφ᾿  οἷϲ ἡμᾶϲ εὐεργετεῖν διέγνωϲ. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Κύπριϲ γὰρ τὰ μὲν ἄλλα παλίγκοτοϲ· ἓν δέ τι καλὸν ἔλλαχεν, ἐχθαίρειν τὰϲ ϲοβαρευομέναϲ.

[*](Δ.)

82 Παλίγκυρτοϲ: ἁλιευτικὸν ἀγγεῖον. Πολύβιοϲ· τῶν γὰρ πολεμίων [*](Ε) αὐτομάτωϲ καθάπερ ἐϲ παλίγκυρτον αὑτοὺϲ καθεικότων, δυνάμενοϲ κρατῆϲαι τῶν ἐχθρῶν τούτουϲ παρέλιπε.

[*](Σ)

83 Παλίλλογα: παλιϲύλλεκτα.

[*](Σ)

84 Παλιλλογία: ταυτολογία.

[*](Σ Δ )

85 Παλιμβαλήϲ: ὁ ἀνάταυρα πεϲών. ὁ ὕπτιοϲ.

[*](Σ)

86 Παλίμβιοϲ: ὡϲ ἐξ ἀναβιώϲεωϲ.

[*](Σ)

87 Παλιμβολία: ἡ εὐμετάβλητοϲ γνώμη. Ἀγαθίαϲ· τῶν δὲ ϲτρατηγῶν [*](Ε) πολλὴ μὲν ὑπῆρχε παράταξιϲ, πολλαὶ δὲ φρουραὶ καὶ ἀγρυπνίαι καὶ ἀνὰ τὰ πλήθη περινοϲτήϲειϲ, ἐλπὶϲ καὶ δέοϲ καὶ παλιμβολία.

[*](x + EL)

88 Παλίμβολον: ἀβέβαιον, ἄπιϲτον. τὸ γὰρ Σκυθικὸν εἶναι παλίμβόλον.

[*](Σ)

89 Παλίμβολοϲ: ἀδόκιμοϲ, εὐμετάβολοϲ, ἀνελεύθεροϲ. Κλήμηϲ. δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβολοϲ ἐναντιόβολοϲ, ἐναντιογνώμων, ὡϲ καὶ παλίνδηϲ ὄνομα.

[*](Σ)

90 Παλιμπετήϲ: ὀπιϲθόρμητοϲ.

[*](Σ)

91 Παλίμφημα: δύϲφημα, κακά, ἐναντία.

[*](Σ)

92 Παλινάγγελοϲ: ὀπίϲω ἐπανελθὼν ἄγγελοϲ.

[*](81— ὀργίλοϲ cf. H ἐναντίοϲ— διέγνωϲ Ar. Pac 389 —90 c. sch. 389 Κύπριϲ sq Anth. 5, 279, 7 —8 82 τῶν sq. Polyb fr. 65 83 ═ P, Ba 326, 15, H, sch. A 126 Et. Gen. cf. Et M. 648, 52 84 ═ P, Ba 326, 16, H, Zon. 1507 85 — πεϲών ═ P, Ba 326, 17 cf. Call. fr. 52 an. S. 86═ P, Σᵃ, H, Ba 326,18 87 — γνώμη ═ P, Ba 326, 19 τῶν sq. Agath. 2, 6 p. 75—6 88 — ἀβέβαιον cf. H. τὸ sq. Mem. Prot. fr. 18, FHG 4, 225b═ EL 450, 32 —3 89 ═ P cf. Ba 326, 20, Et. M. 648, 55 porro Cohn, Jb Suppl. 13, 797, 1 90 ═ P, Ba 326, 22 cf. H, Zon. 1511 (═ Et. Gen ) 91 ═ P, Ba 326, 23, Et. M. 648, 51 cf. H 92 ═ P, Ba 326, 24 cf. H.)[*](Ar (in mg.) GFSM( C))[*](2 κατὰ GM; ἢ κατὰ S 3 λίθον G 5 Παλίκρατοϲ F ἐναντίοϲ — 9 ϲοβαρευομέναϲ om. A Ἀριϲτοφάνηϲ—B ἡμῖν om. F post vs. 7 διέγνωϲ S 6 ἤγουν om. FS ἐξ ὑποϲτροφῇ F 7 ὀργιϲθεὶϲ et μετανοήϲαϲ S 8 καὶ — 9 ϲοβαρευομέναϲ om. F 8 γὰρ] μὲν S 10 Πολύβιοϲ — 13 παλιϲύλλεκτα m. A; τῶν 12 παρέλιπε om. F 12 τῶν ἐχθρῶν del. Kust. 14 Παλλιλογία GF, Ba 85—7 om. A 17 τῶν—19 παλιμβολία om. F 20 τὸ — 22 ἀδόκιμοϲ om. A 22 ἄδικοϲ S εὐμετάβολον et ἀνελεύθερον (cf. vs. 20) A εὐμετάβλητοϲ G Κλήμηϲ— 24 ὄνομα om. A 23 καὶ pr. om. C παλίμβολοϲ coll. v ζάλην (ll p. 500, 4) del. Bhd. ἐναντιόβολοϲ om. F 24 παλινῳδίαϲ temere Bhd. ὄνομα] ὄνοϲ Phot.)
11

93 Παλινάγρετον: πάλιν καὶ αὖθιϲ ὑϲτερόληπτον. ἤ ἀφ’ οὖ δύναταί [*](Σ) τιϲ πάλιν διεγερθῆναι.

[*](Etym.)

94 Παλιγκάπηλοϲ: ὁ μεταπράτηϲ.

[*](Σ)

95 Παλινδικεῖ: ἐπιϲυνάπτει δίκην. καὶ παλινδικίαν διδοὺϲ τοῖϲ [*](Σ) ἀδίκωϲ καταδικαϲθεῖϲι.

96 Παλίνδρομοϲ: ὀπιϲθόρμητοϲ. πέμψαϲ αὐτῷ μνᾶϲ εἴκοϲι παλινδρόμουϲ ἀπέλαβε.

[*](Ε)

97 Παλινδρομῶν: ὑποϲτρέφων.

[*](Σ)

98 Παλιναίρετα: τὰ ἐπεϲκευαϲμένα, καὶ οἷον ἐπίγναφα· οὐ καινὰ [*](Σ) δέ, οὐδὲ ὑγιῆ.

99 Παλιναίρετοϲ· Δείναρχοϲ ἐν τῇ κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντοϲ [*](Harp.) ἐνδείξει. μήποτε δὲ αἱρετὸν λέγει ὁ ῥήτωρ τὸν Πολύευκτον, ἐπειδήπερ ϲυκοφαντῶν τιναϲ, ἔπειτα λαμβάνων δῶρα, τούτοιϲ αὐτοῖϲ ἐβοήθει· ἢ ὅτι ϲυκοφάντηϲ ἁλοὺϲ ἐζημιοῦτο καὶ διὰ τοῦτο ἐκωλύετο λέγειν πρὶν ἀποτῖϲαι τὴν ζημίαν, ἣν ὤφειλεν, ἔπειτα ἀποτίϲαϲ τὴν ζημίαν πάλιν ἔλεγεν. ἐκάλουν δὲ τοὺϲ τοιούτουϲ παλιναιρέτουϲ· ἀλλὰ καὶ τοὺϲ ἀποχειροτονηθένταϲ ἀρχήν τινα ἄρχειν καὶ πάλιν χειροτοηθένταϲ. Πίνδαροϲ δὲ ἐν Διθυράμβοιϲ ἐπὶ τῶν καθαιρεθέντων οἰκοδομημάτων καὶ ἀνοικοδομηθέντων ἐχρήϲατο τῇ λέξει.

100 Παλινοδία: ἐναντία ὁδόϲ. Παλινῳδία δὲ ἐναντία δή, ἢ [*](Σ) τὸ τὰ ἐναντία εἰπεῖν τοῖϲ προτέροιϲ. καὶ ῥῆμα Παλινῳδῶ. [*](Δ) καὶ παροιμία· Ἄδων παλινῳδίαν.

[*](Prov.)