Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

101 Παλίνορϲοϲ: ὀπιϲθόρμητοϲ.

[*](Σ)

102 Παλινοϲτήϲαϲ: ἐπανελθών.

[*](Σ)

103 Παλίνωρον: παλινόρμητον. διπλοῦν ἐποίηϲε τὸ ἀνάπαλιν ὁρμώμενον [*](Ar.) ποιεῖν. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸ ϲφυρὸν παλίνωρον ἐξεκόκκιϲε.

104 Παλίνϲκιον: Ἰϲαῖοϲ μὲν ἀντὶ τοῦ ϲύϲκιον, Ἀρχίλοχοϲ δὲ ἀντὶ [*](Harp.) τοῦ ϲκοτεινόν. καὶ Σοφοκλῆϲ· χειμῶνι παλινϲκίῳ. ἀντὶ τοῦ ζοφερῷ.

[*](93 ὑϲτερόληπτον ═ P, Ba 326, 25 cf. sch. Α 526, unde Et. M. 648, 25; Ap S 127, 3, unde H 94 ═ P, Σa cf. sch. Ar. Pl. 1156; H ═ Et. M. 648, 49 95 — δίκην ═ P, Ba 326, 26, H 97 ═ P, Ba 326, 27 cf. H, Zon 1516 98 ═ P cf. H 99 Harp ═ P; Dinarch. fr. ll 4, Pind. fr. 84 100 — προτέροιϲ ═ P, Σa cf. Ba 326, 28 et 32; H ═ Et. M. 648, 38; sch. Pl. Phaedr. 243b Παλινῳδῶ ═ Ambr. 303 Ἄδων sq. cf. Paroem. ed. Leutsch. II, p. 766 n. 47 101 ═ P, Ba 326, 29, An. Ox. 1, 356, 32 (unde Et. M 648, 30) cf. H, sch. Γ 33 102 ═ P, Σa cf. H 103 Ar. Ach. 1179 c. sch. plenior. 104 Harp. ═ P cf. sch. Oribas. ed Bussemaker. ll p. 745, H; Isae. fr 112, Archil. fr. 34, Soph. fr. 267)[*](1 Παλινέγρετον A ἢ—2 διεγερθῆναι om. AF 3 Παλινκάπηλοϲ S; gl. Ar(in mg.) GFSM extra ord. cf. Phot. 4 καὶ— 5 καταδικαϲθεῖϲι om. A 6 πέμψαϲ— 8 ὑπο— ϲτρέφω om A; 6 πέμψαϲ—7 ἀπέλαβε om. F 98 om. S 9 ἐπιϲκευαϲμένα A οὐ— 19 λέξει om A 12 μήποτε— 19 λέξει om. F 12 αἱρετὰ GM 17 ἀλλὰ— ἄρχειν om. S 18 ἐπὶ— 19 ἀνοικοδομηθέντων om. S 20 ἡ 22 παλιῳδίαν om. A 22 καὶ— παλινῳδίαν om. F καὶ GM; om. S 25 Παλίνορον GM, contra prd.; v. Α 1646 et Hes. contulit Bhd. διπλοῦν— 26 ἐξεκόκκιϲε om. A 26 ποιεῖν] corruptum sec. Bhd. παλίνορον SMac 27 Ἰϲαῖοϲ— τοῦ, Ἀρχίλοχοϲ— 28 τοῦ, 28 καὶ— p. 12, 2 παλίμπρατοϲ om. A)
12
[*](Σ)

105 Παλινϲκίῳ: ϲκοτεινῷ· τὸ γὰρ πάλιν ἐπίταϲιν δηλοῖ, ὡϲ πα [*](Rhet. (?)) λιγκάπηλοϲ καὶ παλίμπρατοϲ. ἡ κοινὴ ϲυνήθεια παλίνϲκια λέγει τὰ μὴ ὑπὸ τοῦ ἡλίου θερμαινόμενα πεδία.

[*](Σ)

106 Παλιντράπελον: ἀντίϲτροφον, ἐναντίον, ἀντεϲτραμμένον.

[*](Soph.)

107 Παλιντριβῆ· Σοφοκλῆϲ· πῶϲ οὐδὲν κακὸν ἀπώλετο. ἀλλ’ εὖ περιϲτέλλουϲιν αὐτὰ δαίμονεϲ, καί πωϲ τὰ μὲν πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ χαίρουϲ᾿ ἀναϲτρέφοντεϲ ἐξ ᾅδου, τὰ δὲ δίκαια καὶ χρήϲτ’ ἀποϲτέλλουϲʼ ἀεί.

108 Παλίντροποϲ: ὀπιϲθόρμητοϲ. γυμνὸν ἰδοῦϲα Λάκαινα παλίντροπον [*](Anth.) ἐκ πολέμοιο παῖδ’ ἑὸν ἐϲ πάτραν ὠκὺν ἱέντα πόδα.

[*](Δ)

109 Παλίουροϲ: εἶδοϲ φυτοῦ ἀκανθώδουϲ.

[*](Σ)

110 Παλίωξιϲ: ἡ ἐξ ἐπιϲτροφῆϲ δίωξιϲ· ὅταν οἱ φεύγοντεϲ μεταβαλλόμεοι [*](Ε) διώκωϲιν. Ἀγαθίαϲ· οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ϲφᾶϲ αὐτοὺϲ ἐξελίξαντεϲ ὑπηντίαζον τοῖϲ διώκουϲιν ἀντιμέτωποι καὶ παίοντεϲ ἀφειδῶϲ ἀντώθουν, καὶ ἐϲ παλίωξιν τὰ τῆϲ φυγῆϲ μετεχώρει.

[*](Σ)

111 Παλιρρόθιον: εἰϲ τοὐπίϲω ἐφωρμηκόϲ.

112 Παλίρροια.

[*](Suid)

113 Παλμικὸν οἰώνιϲμα· ὅπερ Ποϲειδώνιοϲ ϲυνεγράψατο· οἷον ἐὰν πάλλῃ ὁ δεξιὸϲ ὀφθαλμόϲ, τόδε ϲημαίνει.

[*](Δ)

114 Παλμουλάριοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

115 Παλλόμενον: ἁλλόμενον, πληρούμενον.

[*](Σ)

116 Πάλοϲ: κλῆροϲ. ὁ δὲ Δαρεῖοϲ τούτουϲ κελεύει πάλλεϲθαι· [*](Ε) παλλομένων δέ, λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖοϲ.

[*](Σ)

117 Παλμόϲ: τρόμοϲ, ϲειϲμόϲ.

[*](Σ)

118 Παλτά: τὰ δόρατα. ὁ δὲ Κῦροϲ ἀναβὰϲ ἐπὶ τὸν ἵππον τὰ παλτὰ [*](E) ἐπὶ τὰϲ χεῖραϲ ἔλαβε. καὶ Ἀρριανόϲ· ἐξηκόντιζον εἰϲ τοὺϲ προμαχομένουϲ [*](Ε) τοῦ τείχουϲ, οἱ μὲν παλτά, οἱ δὲ λίθουϲ, οἱ δὲ τοξεύματα. [*](105 cf sch Oribas. ed. Bussemaker ll p. 745. — παλίμπρατοϲ ═ P cf. H 106 ═ P, Ba 326, 30 cf. sch. Pind. O. 2, 68 f 107 Soph. Ph. 446—450 108 γυμνὸν sq. Anth. 9, 61, 1—2 110— διώκωϲιν ═ P, Ba 327, 4 cf. Et. M. 648, 41, H, Ambr. 146, sch. Ο 69 οἱ sq. Agath. 1, 22 p. 61,19 111 ═ P, Σa, Ba 327, 3 cf. H, sch. ε 430 112 cf. Ambr. 154 ═ Zon. 1507 115 ═ P, Σa, Ba 327, 6 cf. H (in O 191) 116 — κλῆροϲ ═ P, Ba 327, 8, Et. Gen. cf. Zon. 1497, H ὁ sq. Hdt 3, 128, 1 117 ═ P, Ba 327, 7 cf. B 118 — δόρατα ═ P, Ba 327, 9 ὁ— ἔλαβε Xen. An. 1, 8, 3 ἐξηκόντιζον— τοξεύματα Arr. Parth. fr. 100) [*](113 ex 2110 vel ex v. Ὀἰώνιϲμα 115 cf. 76 116 cf. v. B 12) [*](A et Ar in mg (GFVSMB)) [*](2 παλίμπρακτοϲ F ἡ κοινὴ ϲυνήθεια om. S 106 inc. vetus maananus in A; 106—117 etiam Ar mg. 4 ἐναντίον om. Ar ἀντεϲτραμμένον om. A et Ar 107 om. Ar 5 πῶϲ AS; ὡϲ GM πρὸϲ F πω Soph. κακὸν om. G 6 αὐτὸ A 7 καὶ om. G 7, 8 ἀπεγγέλλουϲ᾿  G ἀπαγγέλλουϲ᾿  B 11 ἀκανθώδουϲ om. A (hab. Ar) 12 ἐπιϲτροφῆϲ A ArGM, Phot.; ὑποϲτροφῆϲ FSM Ba, Σa, Hes., Et. ὅταν — 15 μετεχώρει om. Ar 16 Παλιρρόθιοι F ἐφορμηκόϲ GSM, Σa ἐφορμηκώϲ Ar ἐφορμηκότεϲ F 112—3 om. AF; 113 mon nov. gl. ArS; 18 οἶον— 19 ϲημαίνει post 144 S 17 Παλλίρροια Ar S 18 οἷον] ὅτι S 20 Παλμουκόριοϲ F 21 κληρούμενον Ba, Port cf. Hes. 22 ὁ — 23 Βαγαῖοϲ om Ar 23 λαγχάνει] τυγχάνειν S 117 extra ord. 25 ἐπὶ om. G τὸν] inc. rursus V)

13
ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἔχων παλτὸν ὡϲ ἑξάπηχυ, ἔμπροϲθεν μὲν λόγχην [*](Ε) ἔχον, ὄπιϲθεν δὲ αὐτοῦ τοῦ ξύλου ϲφαιροειδέϲ.

119 Παλτάρια: ϲεμίδαλιϲ.

[*](Σ)

120 Παλυνομένηϲ: λευκαινομένηϲ. τῆϲ χώραϲ τῶν Σκυθῶν θαμὰ [*](Ar. + EL) νιγετῷ παλυνομένηϲ.