Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
781 Πάταικοι· θεοὶ οἱ Πάταικοι Φοινικικοὶ ἐν ταῖϲ πρύμναιϲ ἱδρυμένοι. [*](Hdt.) χρυϲίαιϲ ἄπεφθα τοῖϲ Παταίκοιϲ ἐμφερῆ.
[*](Suid.)782 Πατήϲαϲ: καταφρονήϲαϲ. Ἀρριανόϲ· δεξιάϲ τε παραβάϲ, ἃϲ [*](Δ + Ε) βαϲιλεῖ ἔδωκε, καὶ ὅρκουϲ πατήϲαϲ οὓϲ ὤμοϲε.
783 Πατῆϲαι: ἐνδιατρίψαι, ἀφικέϲθαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀμαθὴϲ ἔφυϲ [*](Ar.) κοὐ πολυπράγμων, οὐδ᾿ Αἴϲωπον πεπάτηκαϲ. ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν.
784 Πατῖνοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)785 Πάτοϲ: ὁδόϲ. πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων. Ὅμηροϲ.
[*](Σ |)786 Πατούμενοι: ὑβριζόμενοι.
[*](Ar.)787 Πατραλοίαϲ: πατροτύπτηϲ. καὶ Πατρολῴαϲ, ὁ αὐτόϲ.
[*](ΣΔ)788 Πατρεύϲ: ὁ ἀπὸ Πατρῶν. ἡ δοτικὴ Πατρεῖ· ὡϲ Μυρεύϲ, ὁ [*](Δ) τῶν Μύρων, καὶ ἡ δοτικὴ τῷ Μυρεῖ.
789 Πάτρηϲ: ἡ ἐκ τοῦ πατρὸϲ γέννηϲιϲ. Πατρὶϲ δὲ ἡ φυλή.
[*](ΣΔ)[*](777 πλήττει ═ P, Ba 334, 22 cf. H (in Ν 282) ὁ sq. Iambl. fr. 10 778 ἦν sq. FGrHist 100 fr. 39 779 Προφήτηϲ les. 11, 4; Gen. 11, 1 et 18, 27 Sirac. 10, 9 780 φυλάττει ═ Ambr. 73 ὄνομα sq. Harp. ═ P v. Πατεκίων 781 — ἱδρυμένοι gl. Hdt. 3, 37 cf. H 782 — καταφρονήϲαϲ cf. H v. πατεύϲουϲι δεξιάϲ sq. Arr. Parth. fr. 49 783 Ar. Av. 471 c. sch. 785 ὀδόϲ ═ P, Ba 334, 23, Zon. 1505 cf. H ═ sch. Ζ 202 πάτον sq. Ζ 202 cf. Et. M. 656, 15 786 sch. Ar. Eq. 69 787 — πατροτύπτηϲ ═ Ba 334, 24, P (in Ar. Nu. 911) cf. H πατρωλοίαϲ, Zon. 1505 788 Πατρεῖ cf. Ambr. 26, 119, 127 789 — γέννηϲιϲ cf. P ═ Ba 334, 25; H, sch. Ν 354 Πατρὶϲ sq. cf. H)[*](779 hinc v. χεῖλοϲ 781 χρυϲίαιϲ sq. ex v. Α 3097 782 Arr. cf. v. Δ 233 783 cf. v Α 1470 788 cf. v. Μ 1433)[*](780—1, 779, 777—8 ordo in GM 778 om. A 3 κλονουμένου FV Δέξιπποϲ—6 ὀφθαλμοῖϲ om. F 5 μὲν om. V 7 ἐλπιζόντων F τοῖϲ — ArF( GVM) χρήϲεται om. F 779 om. mg. V 9 δὲ et τὴν γῆν om. V 10 τῆϲ γῆϲ G καὶ om. GV 12 δὲ om. GV πάλιν] αὖθιϲ A 13 γαϲτέρα] αὐτοῦ add. G 14 Παταικίων M, Harp. cf. p. 66, 26 φυλάττει ss. M; om. rell. cf. v. Σ 896 καὶ τοιχωρύχου om. F τοιχωρύκτου GVM 15 οἱ Πάταικοι om. A Φοινικοὶ FV 16 χρυϲίαιϲ—ἐμφερῆ om. AF mg. V χρύϲια GM cf. v. Α 3097 17 Ἀρριανόϲ—20 ἰδιωτῶν om. F (et fort. interpol.) δεξμάϲ—18 καὶ om. A 20 ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν om. A 21 Παϲῖνοϲ coni. Bhd. 24 Πατρολῳαϲ] Πατραλῴαϲθ G 26 καὶ om. G τῷ om. F 27 Πατρὶϲ— Φυλὴ post 791 iterat V)790 Πατριάρχηϲ· καὶ Πατριαρχεῖον.
791 Πατριαί: χῶραι, φυλαί, τοπαρχίαι.
792 Πατρίκιοϲ· οὗτοϲ ἤκμαϲεν ἐπὶ Ἰοβιανοῦ βαϲιλέωϲ. ἦν δὲ ἐκ Λυδίαϲ· ὅϲτιϲ τῆϲ ἀπὸ τῶν φαινομένων ἢ καὶ παρατρεχόντων ϲημείων τεκμάρϲεωϲ ἀκριβὴϲ ἦν ἐξεταϲτήϲ.
793 Πατρίκιοϲ: πατὴρ τοῦ κοινοῦ. ὁ δὲ πέμπει πρεϲβευτὰϲ τοὺϲ [*](EL) ἐν τῇ κορυφαίῳ τῆϲ ϲυγκλήτου βουλῆϲ τελοῦνταϲ ἄξια. πατρίκιοι δ᾿ [*](Ε) ἄρα ὄντεϲ ἐτύγχανον. ὁ βαϲιλεὺϲ Θεοδόϲιοϲ ὁ μικρὸϲ ὀργῇ τῇ πρὸϲ Ἀντίοχον τὸν πραιπόϲιτον, διαβληθέντα εἰϲ καθοϲίωϲιν ἐξερώνηϲε διάταξιν, εὐνοῦχον ἐν τοῖϲ πατρικίοιϲ μὴ τελεῖν. διὸ καὶ καθῃ ρέθη ὁ πραιπόϲιτοϲ τῆϲ τιμῆϲ καὶ ἐδημοϲιεύθη καὶ τοῖϲ ἱερεῦϲι κατετάγη.
794 Πάτριοϲ θεόϲ.
795 Πατροκλῆϲ: ὄνομα κύριον. καὶ παροιμία· ἐκ Πατροκλέουϲ. ἐπὶ τῶν ῥυπώντων καὶ αὐχμηρῶν· Πατροκλῆϲ γὰρ ἐγένετο Ἀθηναῖοϲ. πλούϲιοϲ ϲφόδρα, ἄλλωϲ δὲ κακόβιόϲ τιϲ καὶ φιλοχρήματοϲ καὶ ϲκνιπόϲ· ὅϲτιϲ ἕνεκεν τῆϲ φειδωλίαϲ οὐδένα εἴα προϲίεϲθαι, φυλακῆϲ ἕνεκα τῶν χρημάτων καὶ γλίϲχρου βίου. ὁ Πλοῦτοϲ οὖν ἐρωτώμενοϲ, πόθεν βαδίζειϲ; ἐκ Πατροκλέουϲ, ἔφη.
796 Πάτροκλοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ ἡ κλητικὴ ὦ Πατρόκλειϲ καὶ ὦ Πάτροκλε.
797 Πατρονομούμενοι: οἱ τοὺϲ ἀπὸ τῶν πατέρων παραδεδομένουϲ νόμουϲ τηροῦντεϲ.
798 Πατροραίϲτηϲ: ὁ τὸν πατέρα τύπτων.
799 Πατρούχου παρθένου: τῆϲ ὀρφανῆϲ καὶ ἐπικλήρου, ᾗ προϲήκει τὰ τοῦ πατρὸϲ ἔχειν.
800 Πατρῷα: τὰ πατρικά.