Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

761 Παϲτείλη: ἡ ἐϲχάτη ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ. Παϲτίλη δὲ τὸ [*](Δ) ξύϲμα τοῦ δέρματοϲ.

762 Παϲτοφορεῖον: τὸ φέρον τὸν παϲτόν.

[*](Σ)

763 Παϲϲυδεί: παντελῶϲ. ὁ Θουκυδίδηϲ· εἰ μὴ οὕτωϲ τε παϲϲυδεὶ [*](Σ) διεφθάρθαι. ὅπερ ἀγνοήϲαντέϲ τινεϲ γράφουϲι παϲϲυδί. ἔϲτι καὶ ἐν Αὐτομόλοιϲ Φερεκράτου.

764 Παϲϲυδίῃ: μετὰ πάϲηϲ ὁρμῆϲ, πανϲτρατιᾷ, ὁμοθυμαδόν.

[*](Σ)[*](750 Β 809 c. sch. cf. Aristonic. in sch. A 751 sch. Ar. Lys. 300 752 Τὸ Πάϲητοϲ sq. cf. Paroem. ed. Gsf. 113 n. 906 753 ═ P cf. sch. Ar. Lys. 412 Ar. Lys. 412—3 756 Harp. ═ P 757 Harp. ═ P; l. ═ Ambr. 66 760 cf. Synt. Laur. 761 cf. Ambr. 151—2 ═ Zon. 1510; — ἐνιαυτοῦ cf. Et. M. 655, 48 762 ═ P, Ba 334, 19 cf. H (in Hierem. 42, 4) 763 ═ P cf. Ael. D. fr. 272 ex Eust l. 166, 17, Poll. 6,162, Thuc. 8, 1, 1; Pherecr. fr. 31 764 ═ Σa, Ba 334, 17 P. v. πανϲυδίη cf. H, sch. Β 12)[*](752 hinc v. Η 346 754 ex v. Ε 18 759 ex v. Α 1151 764 cf. 218)[*](750 om. A 2 γὰρ] γε F 4 καὶ—11 μάγου om. F 5. 6 πάνταϲ δ᾿ ArF(GVM) ἀνθρώπουϲ V cf. v. Η 346 6 ἐπαοιδῶν GM cf. v. H 346 8 αὐτῷ A: αὐτῶν GVM 11 μάγου] γάμου G; Ὅμηροϲ add. V 12 Ἀριϲτοφάνηϲ—14 ἐνάρμοϲον om. F 754 om. AF mg. V; 754—5 post 758 G 18 ὄνομα] κύριον add. G 19 Παϲιφάηϲ F 759—60 om. FV post 763 A post 755 G 20 λεπτὸν G; χαλεπὸν AM, v. Α 1151 quod cf. 23 Παϲτίλη] ϲπατίλη coll. v. Σ 912 Kust. 26 Παϲϲυδή FG ὁ—29 ὁμοθυμαθόν om. F 26 ὁ om. in fine vers. AG εἰ] η΄ recte Phot. 37 παϲϲυδίη V ἔϲτι—28 Φερεκράτου om. A 28 Αὐτομόλῳ V)
66
[*](Phil.)

765 Πάϲχειν· ὅτι ἡ ἀλλοίωϲιϲ καὶ ὅλωϲ τὸ πάϲχειν διττόν, τὸ μὲν ἐπὶ φθορὰν ἄγον, τὸ δὲ εἰϲ τελείωϲιν. πάϲχει γὰρ καὶ ὁ μαθητὴϲ ὑπὸ τοῦ διδαϲκάλου καὶ ἀλλοιοῦται, ἀλλ᾿ οὐκ εἰϲ φθοράν, ἀλλ᾿ εἰϲ τελείωϲιν ἀγόμενοϲ. τὸ γὰρ ἐν αὐτῷ δυνάμει προάγεται εἰϲ ἐνέργειαν. οὕτω καὶ ἡ αἴϲθηϲιϲ ἀλλοιοῦται καὶ πάϲχει, ὑπὸ τῶν αἰϲθητῶν εἰϲ τελείωϲιν ἀγομένη καὶ ἐκ δυνάμεωϲ εἰϲ ἐνέργειαν προαγομένη.

766 Πάϲχα· ζήτει περὶ τῆϲ τριημέρου ἀναϲτάϲεωϲ τοῦ Χριϲτοῦ ἐν τῷ αὕτη καὶ ζήτει περὶ τοῦ αὐτοῦ πάϲχα ἐν τῷ Ἰωϲίαϲ.

[*](Σ)

767 Παϲχητιᾷ: πάϲχειν ἐθέλει.

[*](Synt.)

768 Πάϲχω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

769 Πατάγημα: ἀντὶ τοῦ λάλοϲ, καὶ πανοῦργοϲ. Μένανδροϲ· οἷον πατάγημα ἥκειϲ.

[*](Σ)

770 Πάταγοϲ: ψόφοϲ. Ἀγαθίαϲ· οἰμωγαὶ δὲ ἠκούοντο τῶν Ε ἀγροίκων καὶ μυκήματα βοῶν ἀπελαυνομένων καὶ πάταγοϲ τῆϲ ὕληϲ τεμνομένηϲ.

[*](Hom. Anth.)

771 Πάταγοϲ: ἦχοϲ, κτύποϲ. οὐ πῦρ οὐ δοράτων οὐ ξιφέων πάταγοϲ. [*](Ε) καὶ Αἰλιανόϲ· ἄφνω πάταγοϲ ἀκούεται τῶν θυρῶν.

[*](Ar.?)

772 Παταγοῦϲι: ψοφοῦϲιν. ἐπιπαταγοῦντεϲ κώδωνί τινι καὶ [*](EL) τυμπάνῳ ὕπερθε τοῦ φόρτου οἱ βάρβαροι. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ λανθάνει, [*](Ε) τοῦ πνεύματοϲ ϲφόδρα παταγοῦντοϲ.

[*](Ar.)

773 Πατάγου χυτρίου: ἀντὶ τοῦ κεραμέου. ἐκ μέρουϲ τὸ πᾶν. ϲυντρίβεται δὲ τὰ κεράμια παρὰ ταῖϲ κρήναιϲ. οὐ γὰρ χύτραϲ βάπτουϲι.

[*](Σ)

774 Πατταλεῦϲαι: προϲπῆξαι.

[*](Ar.)

775 Πάτταλον: τὸ τυχόν. ὑπαποτρέχειν ἔχουϲι μηδὲ πάτταλον.

[*](Rhet.)

776 Παττᾳκίων: ἀνὴρ ἀπὸ ϲυκοφαντίαϲ τὸν βίον ποιούμενοϲ καὶ προϲκρούειν ἐπιτηδεύων τοῖϲ εὐδοκιμοῦϲι τῶν νέων. διεβάλλετο δὲ καὶ ὡϲ κλέπτηϲ καὶ τοιχωρύχοϲ· ὥϲτε καὶ κωμῳδεῖϲθαι ἐπὶ τούτοιϲ.

[*](765 cf. Philop. 301,9—10; 305, 21 sqq. 767 ═ P, Ba 334, 20 cf. Zon. 1523, H 768 cf. Synt. Laur., aliter Synt. Gud. 769 ═ P; Men. com. fr. 913 770 — ψόφοϲ ═ P, Ba 334, 21 cf. H, sch. Φ 9 οἰμωγαὶ sq. Agath. 1, 17 p. 51, 7 771 — ἦχοϲ cf. sch. Φ 9. κτύποϲ ═ sch. Ν 283 cf H οὐ — ξιφέων πάταγοϲ Anth. 7, 147, 4 ἄφνω sq Aelian fr. 169 772 — ψοφοῦϲιν cf. H; aliter sch. Ar. Nu. 378 ἐπιπαταγοῦντεϲ—βάρβαροι Men. Prot fr. 20, FHG 4, 227 b ═ EL 193, 45 ὁ sq. fort. Iambl. 773 sch. Ar. Lys. 329 774 ═ P, Ba 334, 28 775 Ar. Eccl. 284 c. sch. 776 cf. Et. M 656,13, Bk. 298, 5)[*](765 cf. v. Α 1418 775 cf. v. ὑπαποτρέχειν)[*](ArF(GVM))[*](3 ἀλλ᾿ om. F 4 αὐτῷ] αὐτῷ γὰρ G 7 ζήτει AM; ἐϲτὶ V ἐν — 8 Ἰωϲίαϲ om. V 9 Παϲχητιᾶν F 13 Ἀγαθόϲ FV Ἀθ A οἰμωγαὶ—15 τεμνομένηϲ om. F 16 οὐ pr. 17 Αἰλιανόϲ om. A 17 καὶ—20 παταγοῦντοϲ om. F 18 ἐπιπαταγοῦντεϲ—19 αὖθιϲ om. A 21 κεραμίου V 22 περὶ F 26 Πατακίων F Παταικίων A Πατταικίων GM, 780 (Et., Bk.) cf. porro p. 67,14 Ambr. 44 ἀνὴρ—28 τούτοιϲ] ὄνομα κύριον F 27 νέων] ὧδε A διεβάλετο GVM 28 〈ὡϲ〉 suppl. ed. pr.)
67

777 Πατάϲϲει: πλήττει. ὁ δὲ λαβὼν τὸ ξίφοϲ πατάϲϲει τοῦ [*](Σ) ϲτέρνου.

[*](Ε)

778 Παταϲϲούϲῃ: ὑπὸ δειλίαϲ κλονουμένῃ. Δέξιπποϲ· ἦν δὲ τοῦ [*](Ε) καθηγουμένου πρὸϲ πᾶν τὸ ἀπαγγελλόμενον ἔκπληξιϲ· ὑπὸ γὰρ ἐμφύτου δειλίαϲ καὶ ἀπειρίαϲ τῶν πολεμικῶν ἀναπεπταμένοιϲ μὲν τοῖϲ ὠϲί, τεθορυβημένοιϲ δὲ τοῖϲ ὀφθαλμοῖϲ, παταϲϲούϲῃ δὲ τῇ καρδίᾳ, ἀεί τι ἀκούϲεϲθαι ἐλπίζων, τοῖϲ ἀρχομένοιϲ κατάδηλοϲ ἦν ὡϲ φυγῇ χρήϲεται.

779 Πατάξει· ὅταν δὲ λέγῃ ὁ Προφήτηϲ, πατάξει τὴν γῆν τῷ λόγῳ τοῦ ϲτόματοϲ αὐτοῦ· οὐ περὶ γῆϲ λέγει, ἀλλὰ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν. ὡϲ τό, καὶ ἐγένετο ἡ γῆ πᾶϲα χεῖλοϲ ἕν· περὶ ἁμαρτιῶν. καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἑαυτὸν ἐξευτελίζων, ἐγὼ δὲ εἰμὶ γῆ καὶ ϲποδόϲ, λέγει καὶ πάλιν· ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἐξουδένωται τὰ ἐντόϲθια αὐτοῦ· τὴν γαϲτέρα λέγων.

780 Πατταικίων· φυλάττει. ὄνομα κλέπτου καὶ τοιχωρύχου.

[*](Harp.)