Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Prov.)

581 Παρευρημένωϲ· δικαιότατα καὶ παρευρημένωϲ κρινόντων.

[*](Ε)

582 Παρέχονταϲ· Ἡρόδοτοϲ· κρέϲϲον γὰρ ποιεῦντάϲ τι καὶ ἀμυνομένουϲ τελευτῆϲαι τὸν αἰῶνα, ἤπερ παρέχονταϲ διαφθαρῆναι αἰϲχίϲτῳ [*](Synt.) μόρῳ. καὶ Παρέχω· δοτικῇ.

[*](Ar.)

583 Πάρει: ἐλήλυθαϲ, παρεγένου τίνα λόγον ἄρα ποτὲ πρὸϲ ἐμέ, φίλ᾿, ἔχων πάρει; κοινόν, ἀϲφαλῆ, δίκαιον, ἡδύν, ὠφελήϲιμον. ἀντὶ τοῦ κοινωφελῆ, ἀϲφαλῆ. τουτέϲτιν ἀληθῆ καὶ ϲφαλῆναι μὴ δυνάμενον.

[*](Σ)

584 Παρειά: γνάθοϲ. καὶ μέροϲ τῆϲ νεώϲ.

[*](569 — ἐγένετο cf. H (gl. Hom.) πανταχόθεν sq. Roos, Arrianea 11 sed non in fr. 570 οἱ sq. Arr. Parth. vel Exc. fr. 24 571 Ar. Eq. 398—9 c. sch. plenior 573 — δοτικῇ ═ Synt. Gud. cf. Laur. ἐκ sq. Tim. ═ P 574 ═ Ba 332, 24 cf. P, H, sch. Θ 311 575 ═ P, Ba 332, 25 577 — ὑπερβάϲηϲ P, Ba 332, 26 Παρευδοκιμῶ sq. ═ Synt. Gud. 578 ═ P, Ba 332, 28 cf. H 580 ═ P, Ba 332, 29 581 ═ Zen. ll 60 582 κρέϲϲον—μόρῳ Hdt. 9, 17, 4 Παρέχω sq. ═ Synt. Laur. cf. Gud. 583 Ar. Av. 314—6 c. sch. plenior. cf. H 584 P, Ba 531, 26 cf. H, Zon. 1509)[*](571 cf. v. Ε 3095 576 ex v. Α 3971)[*](ArF(GVM))[*](1 τήν—2 ϲυγγενεῖϲ om. F 1 αὐτοῦ] cp. A αὐτῶν ed. pr. 3 δὲ] Παρέϲτη πανταχόθεν δὲ add. F 4 περιεχόμενοϲ F περιεχομένων Roos ἀμηχανία AGM: ἡ μηχανία μηχανία F ἡ ἀμαχηνία Bhd. 5 Ἀρριανόϲ — 6 ἐτράπηϲαν om. 7 ὁ — 8 παρεϲτηκότοϲ om. F 9 πλείϲταϲ om. V 10 ἥλωϲαν AFVM: εἷλον GMγρ 11 ἐκ — ἐϲτιν om. A 12 παρεμφαίνεται, ἐϲφάλη] παρέφερε καὶ Παρεϲφάλη Bekk. cf. Phot. 576 om. AF mg. V 17 καὶ — αἰτιατικῇ om. FV post 578 omisso καὶ A 579 om. AFV 22 τι] εὗ G 24 καὶ — δοτικῇ om. F καὶ om. A 25 τίνα — 27. 28 δυνάμενον om. F 26 φίλ᾿ GM: φίλε A φίλουϲ V φίλον Ar. κοινόν — 27. 28 δυνάμενον om. A 27 ἀληθῆ GM: ἀϲφαλῆ V καὶ μὴ ϲφαλῆναι G)
53

585 Παρεῖαι ὄφειϲ: ὀνομάζονταί τινεϲ ὄφειϲ οὕτωϲ, παρὰ τὸ παρειὰϲ [*](Harp.) μείζουϲ ἔχειν. ὁ δὲ Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ κατὰ Δημάδου φηϲίν, εἶναι δὲ τοὺϲ ῥήτοραϲ ὁμοίουϲ τοῖϲ ὄφεϲι· τούϲ τε γὰρ ὄφειϲ μιϲητοὺϲ μὲν εἶναι πάνταϲ· τῶν δὲ ὄφεων αὐτῶν τοὺϲ μὲν ἔχειϲ τοὺϲ ἀνθρώπουϲ ἀδικεῖν, τοὺϲ δὲ παρείαϲ αὐτοὺϲ τοὺϲ ἔχειϲ κατεϲθίειν.

586 Παρείη. ὁ δὲ Τηρίβαζοϲ φίλοϲ ἦν τῷ βαϲιλεῖ· καὶ ὁπότε παρείη, οὐδεὶϲ [*](Δ) ἄλλοϲ βαϲιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνεβίβαζεν.

[*](Suid.)

587 Παρείθη: παρελύθη. εἶτα μέντοι τὰ δεξιὰ παρείθη μέρη.

[*](Δ Ε)

588 Παρεικάθη: παρελύθη.

[*](Σ)

589 Παρεικότοϲ: παραλελυμένου.

[*](Σ)

590 Παρείκοι: ὑποχωροίη. πέμποντεϲ ἱππέαϲ ἐκδρόμουϲ, ὅπη [*](Δ) παρείκοι, τροφὰϲ ἐλάμβανον. ὅπου ἦν δυνατόν. καὶ αὖθιϲ· ϲφοδρότατα [*](Ε) ϲφᾶϲ ἐπιδιώκοιμεν, ὅπη παρείκοι. ὅπου ἐϲτὶ δυνατόν, ὅπου τρέποιτο [*](Ε) ὁ πόλεμοϲ. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ Τραιανὸϲ ἔγνω μάλιϲτα, εἰ [*](Ε) παρείκοι, ἐξελεῖν τὸ ἔθνοϲ· εἰ δὲ μή, ϲυντρίψαϲ γε παῦϲαι τῆϲ ἄγαν ἀταϲθαλίαϲ.

591 Παρειμένον: κεχαυνωμένον.

[*](Σ)

592 Παρειμένοϲ: παρεωραμένοϲ.

[*](Σ)

593 Παρείμην: ϲυγχωρήϲαιμι. Σοφοκλῆϲ· οὐκ ἂν παρείμην οἷϲι μὴ [*](Soph.) δοκῶ φρονεῖν. τουτέϲτιν οὐκ ἂν ϲυγχωρήϲαιμι.

594 Πάρειμι: ὑπάρχω.

595 Παρεῖναι: τὸ παραγίνεϲθαι, καὶ ὑπάρχειν. Παρῆναι δὲ [*](Δ) κεντηθῆναι.

596 Παρείπῃ: παραπείϲει.

[*](Σ)

597 Παρειπών: παραινέϲαϲ.

[*](Σ)

598 Παρείραντα: παρειϲβαλόντα. Πολύβιοϲ· οὔτ᾿ ἐπιβαλέϲθαι παρείραντα [*](Ε) τὴν χεῖρα δυνατόν, ἅτε πυκνῶν οὐϲῶν.

599 Παρείρπυϲεν: εἰϲῆλθεν. ὡϲ ἐπὶ ὄφεωϲ δὲ εἶπεν, ἐπειδὴ τυφλὸϲ [*](Ar.) ἦν ὁ γλάμων. πρῶτοϲ Νεοκλείδηϲ ὁ γλάμων παρείρπυϲεν.

[*](585 Harp. P; Hyper. fr. 80 586 l. ═ Ambr. 262 587 — παρελύθη cf. H (in Ψ 868) εἶτα sq. Aelian. fr. 286 588 ═ P cf. H (in Pl. Soph. 254d) 589 ═ P, Ba 331, 29 590 — ὑποχωροίη aliter Ambr. 269 πέμποντεϲ — ἐλάμβανον cf. Cass. D. 47, 36, 2 ὁ sq. Arr. Parth. fr. 79 591 ═ P, Ba 331, 30 592 ═ P, Ba 331, 31 cf. H, Byz. Zt. 16, 64, 13 593 Soph. OC 1666 c. sch. 594 l. Ambr. 284 595 cf. Zon. 1522, Ambr. 290—1 596 ═ P, Ba 332, 1 sch. Α 555 in Philol. 49, 433 cf. H 597 ═ P, Ba 332, 2 (in Λ 792) cf. H 598 οὔτ᾿ sq. Polyb. 18, 18, 13 599 Ar. Eccl. 398 c. sch. plenior.)[*](585 cf. v. Ο 1002 586 ὁ sq. ex v. Α 2207 587 cf. v. Λ 113 590 init. cf. v. Ο 450. Arr. cf. v. Α 4325 593 cf. 606 594 cf. 601, 634—5 595 cf. 608 et 640)[*](2 ὁ—7 ἀνεβίβαζεν om. F 2 ὁ δέ et ἐν — φηϲίν om. A 3 δὲ om. G ArF(GVM) ὁμοίωϲ A, Phot. Harp. ep.; λείπει τὸ περὶ τῆϲ ὁμοιώϲεωϲ τῶν ῥητόρων mg. add. M μὲν damnat Bhd., frustra 6 ὁ—7 ἀνεβίβαζεν mg. 6 Τορίβαζοϲ A 588 om. G 9 Παρεικάϲθη FV, coni. in Pl. Boeckh. παρελύθη om. M 11 πέμποντεϲ — 16 ἀταϲθαλίαϲ om. F 12 καὶ — 14 πόλεμοϲ om. A 13. 14 πρέποιτο V 15 ἐξελθεῖν G 19 ϲυγχωρήϲομαι GVM 22 παραγενέϲθαι GFVM 24 Παρείπει F 26 Πολύβιοϲ — 27 οὐϲῶν om. F 28 εἰϲῆλθεν — 29 παρείρπυϲεν om. F)
54
[*](Σ)

600 Παρείϲ: ἐάϲαϲ, ἀφείϲ.