Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

561 Παρεωραμένοϲ καὶ Παρῃωρημένοϲ.

[*](Δ)

562 Παρεπίδημοϲ. καὶ ὁ βίοϲ ἡμῶν παρεπιδημία.

[*](Δ)

563 Παρέπτη: παρῆλθεν.

[*](Σ)

564 Παρέργωϲ: ὀλιγώρωϲ. οὐ μὴν οὐδὲ τὸ πάρεργον ἄξιον ϲιωπῆϲαι, [*](Σ) καθάπερ ἀγαθοῦ τεχνίτου. περὶ τοῦ Σκιπίωνοϲ λέγων ὁ Πολύβιοϲ. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· ἔγνωϲαν δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι μὴ πάρεργον [*](Ε) ποιήϲαϲθαι τὸν ἀπόϲτολον.

565 Παρερπύϲαϲα: ἠρέμα εἰϲελθοῦϲα. εἴϲω παρερπύϲαϲα, πρὶν τὸν [*](Ar.) ἄνδρα με ἰδεῖν.

566 Παρέρχεται· αἰτιατικῇ ὑπερβάλλει.

[*](Ε)

567 Πάρεϲ: ὑποχώρηϲον.

[*](Σ)

568 Πάρεϲιϲ: νέκρωϲιϲ. Ἀππιανόϲ· οἱ δὲ Λατῖνοι ἐγκλήματα εἰϲ [*](Σ) [*](554 Synt. Laur. et Gud. 555 aliter H, sch. Ι 7 558 — Θουκυδίδηϲs (4, 12, 1) ═ P cf. sch. Thuc. 4, 12, 1 τῶν sq. Arr. fr. Parth. vel Exc. 23 559 sch. Thuc. 7, 34, 5 ═ H 560 Ar. Ach. 681 c. sch. plenior. cf. H v. ἐξηυλημένον; Λ 390 562 l. cf H καὶ sq cf. Marc 2, 17, 2 et Aeschin Socr. Ax. 3 563 ═ P, Ba 332, 19 564 — ὀλιγώρωϲ ═ P, Ba 332, 20 οὐ — τεχνίτου Polyb fr. 67 565 Ar. Eccl. 511—2 c sch. 566 — αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. ὑπερβάλλει ═ P, Ba 332, 21 cf. H; in μ 62 567 ═ P, Ba 332, 22 (in Ar. Vsp. 757) 568 — νέκρωϲιϲ ═ P, Ba 332, 23 οἱ—p 52, 2 ϲυγγενεῖϲ App. Bas fr. 13) [*](568 cf. v. Ε 1439) [*](554—5 om. FV, inverso ord A 6 Παρεξεϲτηκὼϲ Hemst., ordo poscit; nov. ArF( GVM) gl. Kust. τῇ pr.] ϲῇ V φιλοδοξῶν] φιλο in lac. F 8 ἐν τετάρτῃ om A ἐν] τῇ add. V 9 Ἀρριανόϲ — 10 ἀπέθραυϲαν om. F 9 Ἀρριανόϲ om. A ϲυνέτριψαν GV 559 om. A 11 Παρεξειρεϲία F cf. sch. τὴν om. GM 14 γήρωϲ G μετενήνεκται Bhd. 15 οἱ—17 ἀνάλκιδοϲ om. F 18 Παρῃωρημέοϲ] Παρηρημένοϲ F 562 om. F 19 ἡμῶν om. V, Marc. 21 τὸ πάεργον suspectum Bhdyo. 22 περὶ — 24 ἀπόϲτολον om. F 29 Ἀππιανόϲ om A)

52
[*](Ε) Ῥωμαίουϲ ἐποιοῦντο τήν τε πάρεϲιν αὐτοῦ τὴν ἐπὶ ϲφᾶϲ, ὄνταϲ ἐνϲπόδουϲ καὶ ϲυγγενεῖϲ. τουτέϲτι τὴν ἀμέλειαν, τὴν καταφρόνηϲιν.

[*](x + Ε)

569 Παρέϲτη: ἐγένετο, περιέϲχε. πανταχόθεν δὲ ὑπὸ τῶν πολεμίων περιεχόμενοι, δεινὴ παρέϲτη πρὸϲ τὸ πλῆθοϲ ἀμηχανία.

[*](Ε)

570 Παρεϲτηκότεϲ: ϲυνημμένοι, τεθαρρηκότεϲ. Ἀρριανόϲ· οἱ δὲ ἐϲκεδαϲμένοι καὶ οὐ παρεϲτηκότεϲ ταῖϲ γνώμαιϲ ἐϲ φυγὴν ἐτράπηϲαν.

[*](Ar.)

571 Παρεϲτηκότοϲ: προϋπάρχοντοϲ, ἐνεϲτῶτοϲ. ὁ δὲ πρὸϲ πᾶν ἀναιδεύεται καὶ οὐ μεθίϲτηϲι τοῦ χρώματοϲ τοῦ παρεϲτηκότοϲ.

[*](Ε)

572 Παρεϲτήϲαντο· ἀμαχεὶ δὲ πλείϲταϲ τῆϲ Ἰταλίαϲ παρεϲτήϲαντο πόλειϲ. ἐπόρθηϲαν, ἥλωϲαν.

[*](Σ)

573 Πάρεϲτιν· δοτικῇ. ἐκ παντὸϲ δυνατόν ἐϲτιν.

[*](Σ)

574 Παρέϲφηλε: παρεμφαίνεται, ἐϲφάλη, ἀπερρύη.

[*](Σ)

575 Παρετέον: ϲιωπητέον παραληπτέον.

[*](Suid.)

576 Παρέτραγον· καὶ τοῦ κύκλου παρέτραγον ὑφ᾿ ἁρματωλίαϲ. ἀντὶ τοῦ φειδόμενοι τῶν ἁρμάτων αὐτῶν.

[*](Σ)

577 Παρευδοκιμηϲάϲηϲ: νικηϲάϲηϲ. ἤτοι εἰϲ δόξαν ὑπερβάϲηϲ. [*](Synt.) καὶ Παρευδοκιμῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

578 Παρευθύνει: παραφέρει, βιάζεται.

579 Παρευθύϲ.

[*](Σ)

580 Παρευνηθείϲ: παρακοιμηθείϲ.