Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](EV)

401 Παρανάλωμα· ὁ Μακρίνοϲ ὁ βαϲιλεὺϲ τρυφῇ καὶ ἐκδεδιῃτημένῳ βίῳ τὰ καθ᾿ ἑαυτὸν παραδοὺϲ παρανάλωμα τῆϲ τρυφῆϲ ἐποιεῖτο φόνουϲ οὐδὲν ἠδικηκότων ἀνθρώπων. τουτέϲτι προϲόψημα.

[*](Ar.)

402 Παράνοια· πότερον παρανοίαϲ αὐτὸν εἰϲαγαγὼν ἔλω; οἷον πρὸϲ τὸν πατέρα δικάϲομαι, καὶ δείξαϲ αὐτὸν μαινόμενον, οὕτω τὴν μανίαν παύϲω, εἰϲ τὸ δικαϲτήριον ἀγαγών.

[*](Δ )

403 Παράπαν: καθόλου, παντελῶϲ. καὶ μάλιϲτα παρορμηθῆναι [*](EV) φήϲαϲ πρὸϲ τὴν ἐπιβολὴν τῆϲ πραγματείαϲ διὰ τὸ μηδέποτε τὴν Εὐρώπην ἐνηνοχέναι τοιοῦτον ἄνδρα παράπαν, οἷον τὸν Ἀμύντου Φίλιππον.

[*](391 Ar. Lys. 58 c. sch. 392 ═ P; Ar. fr. 55 393 ═ Syrnt. Laur. et Gud. 394 παραλύϲαϲ sq. cf. Byz. Zt. 23, 52, 1 395 Σιμόκατοϲ cf. Byz. Zt. 21, 419 396 ═ Synt. Laur. cf. Bk. 167, 27 397 ═ Synt. Gud. 398 ═ P, Ba 330, 4 Zon. 1519 399 ═ P cf. sch. Ar. Lys. 1316 400 — αἰτιατικῇ cf. Synt. Laun. et Gud., Bk. 165, 30 ϲυμβουλεῦϲαι sq. ═ P, Ba 330, 6 cf. H, sch. O 45 401 — ἀνθρώπων lo. Antioch. fr. 162, FHG 4, 600 ═ EV 1, 195, 23—5 402 Ar. Nu. 845 c. sch. 403 — παντελῶϲ cf. H καὶ sq. Polyb. 8, 9, 1 ═ EV 2, 108, 21—4)[*](391 cf. v. N 428 392 cf. 337 401 cf. v. Κ 391)[*](A(GFVM))[*](391 extra ord. 1 μοίραϲ om. V 2 προκτηϲάμενοϲ FV 4 Νίϲῳ] Μενίϲῳ V 7 εἰώθηϲαν F εἰώθεϲαν GMac 10 μὴ F ἀλλὰ] καὶ add. V 16 Σιμοκράτ A Σιμοκράτηϲ V; nomen falsum 21 Παραπυμκίζεται A corr. Ar Παγμαπυμκίζεϲθαι G περιπλέκεται F παραπλέκειν G 24 Μακρῖνοϲ] Καρῖνο, Exc., v. 391 26 φόνουϲ] τοὺϲ φ. AFV 27 παρανομίαϲ G 31 πρὸϲ om. A)
39

404 Παραπαίων: παραφρονῶν, ληρῶν. ἀγνοῶν καὶ παραπαίων [*](Δ + Σ) ὁλοϲχερῶϲ.

[*](Ε)

405 Παραπέμπω· αἰτιατικῇ. παραπέμπει πλωτῆραϲ ϲὺν εὐθυμίᾳ. καὶ κατὰ [*](Synt.) περιποίηϲ δοτικῇ. μᾶλλον δὲ κόϲμον παραπέμπουϲι τὸν ἐνεϲτῶτα τῷ μέλλοντι.

406 Παραπεπληγμένα: μανικά. ὅϲ᾿ ἂν πράξωϲιν, ὥϲπερ μεθυόντων [*](Ar.) ἐϲτὶ παραπεπληγμένα.

407 Παραπεπτωκώϲ: ἀντὶ τοῦ ὑποπεπτωκώϲ. Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ [*](Harp.) κατὰ Στεφάνου.

408 Παραπέταλοι: πετάλοιϲ ἐϲκεπαϲμέναι. αἱ δὲ τριήρειϲ ἦϲαν [*](Ε) κόϲμῳ διαπρεπεῖ, ἀργύρῳ τε τὰ ἔμβολα καὶ χρυϲῷ τὰϲ πρύμναϲ παραπέταλοι.

409 Παραπέταϲμα: παρακάλυμμα, παράπλωμα. τὸ λεγόμενον [*](ΣΔ) βῆλον.

410 Παράπηγμα: κανών. καὶ εἶδόϲ τι ὀργάνου ἀϲτρονομικοῦ. [*](Σ) εἰ δὲ ἰδιωτικὸν παράπηγμα ἁψικάρδιον ἐθέλειϲ πρὸϲ τὸν θάνατον, εἴπω.

411 Παραπικραϲμόϲ: ἡ ἐν ἐρήμῳ πολλάκιϲ γενομένη ἀντιλογία [*](Thdr.) τῶ Ἰϲραηλιτῶν.

412 Παραπλαγιάϲαϲ: πλαϲάμενοϲ.

[*](Σ)

413 Παραπλῆγαϲ πέτραϲ: παραλίαϲ, πληϲϲομέναϲ ὑπὸ τῆϲ [*](Σ) θαλάϲϲηϲ.

414 Παραπλήκτῳ: τῇ μανικῇ. Σοφοκλῆϲ. παραπλήκτῳ χειρὶ ϲυγκατακτάϲ. [*](Soph.) καὶ Αἰλιανό· ὁ δὲ οὐκ ἠνέϲχετο παραληρεῖν αὐτόν, ἀλλὰ [*](Ε) τὴν τῶν λόγων παραπλῆγα λύτταν κατεϲίγαϲε· καὶ τῶν Διοϲκούρων ἑνὸϲ τὸ ξίφοϲ διηρμένον τε καὶ ἐπανεϲτώϲ, καὶ πληγεὶϲ καιρίωϲ ἐξέγρετο.

415 Παραπλήξ: μαινόμενοϲ, παράφρων. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· [*](Σ) ἢν δ᾿ εἰϲ παραπλῆγ᾿ ἄνθρωπον εἰϲελθὼν τύχω, πόρναιϲι καὶ κύβοιϲι [*](Ar.) παραβεβλημένοϲ. ὁ ἄφρων. ἀπὸ τῶν κρουμάτων τῶν διαπεπτωκότων τοῦ ἐναρμονίου λυριϲμοῦ. ἢ ὁ μωρόϲ. ἀληθῶϲ γὰρ ἡ ἀϲωτία πεπληγμένη ἐϲτὶ διάνοια. καὶ αὖθιϲ· παραπλῆγι ἐοικότα ἐνθένδε [*](Ε) ἀπαλλαγῆναι.

[*](404 — ληρῶν cf. H v. παραπαίει, Zon. 1517; ληρῶν ═ P, Σa ἀγνοῶν sq. cf. Polyb. 21, 15, 6 ═ EL 249, 26 405 — εὐθυμίᾳ ═ Lex. synt. in Vat. 93 αἰτιατικῇ ═ Synt Laur. 406 Ar. Eccl. 138—9 c. sch. 407 Harp. ═ P, An. Ox. 2, 498, 1; Dem. 45, 84 408 αἱ sq. Arr. attr. Roos, Arrianea n. 195, sed non in fr. 409 — παράπλωμα ═ P, Σa cf. Zon. 1513, H, Bk. 294, 9 (unde Et. M. 699, 12) 410 — ἀϲτρονομικοῦ ═ P, Ba 330, 8 εἰ sq. Marc. 9, 3, 5 411 Thdr. in Ps. 94, 9, PG 80, 1644 a 412 ═ P, Ba 330, 10 cf. H 413 ═ P, Ba 330, 13 cf. H, sch. ε 418 414 — ϲυγκατακτάϲ Soph. Ai. 229—230 c. sch. ὁ sq. Aelian. fr. 61 415 — παράφρων cf. P ═ Ba 330, 11; Et. M. 652, 2, H ἦν — διάνοια Ar. Pl. 242—3 c. sch. παραπλῆγι sq. Proc. h. a. 12, 26)[*](410 cf. v. Α 4730 414 Aelian. cf. v. Ε 2406)[*](405 om. AFV mg. Ar 8 κατὰ] περὶ GMec 10 διαπρεπεῖϲ ed. pr. A(GFVM) 10. 11 παραπετάλου F 21 καὶ Παραπλήκτῳ GM 24 ἐπανεϲτόϲ G; αὐτῷ ἐνέπεϲε vel similia suppl. Bhd. 28 ἀπὸ] ὑπὸ F 29. 30 πεπληγμένηϲ ἐ, διανοίαϲ)
40
[*](Σ)

416 Παραπληξία: μανία.

[*](Σ)

417 Παραπόδαϲ: ἐπίρρημα. εὐθέωϲ· ἢ ἐγγύϲ· ἢ πληϲίον. μετὰ [*](EV) ταῦτα παραπόδαϲ ἀκρατέϲτατον μὲν αὐτὸν δείκνυϲι πρὸϲ γυναῖκαϲ. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· παραπόδαϲ οὐ ϲυμμαχικῶϲ, ἀλλὰ δεϲποτικῶϲ χρῶνται.

[*](Ε)

418 Παραποδίζειν: ἐμποδὼν γίνεϲθαι. Πολύβιοϲ· βατώδειϲ ὄνταϲ τοὺϲ τόπουϲ ἐμπλέκεϲθαι τοῖϲ ἐφάμμαϲι καὶ παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν.

[*](Ar.)

419 Παραπολύ: παντελῶϲ. Θουκυδίδηϲ ἐν α΄· καὶ ἐνίκηϲαν οἱ Κερκυραῖοι παραπολύ.

[*](Ε)

420 Παραπολύ: ἐπίρρημα. ἀντὶ τοῦ πάνυ, παντελῶϲ. Δέξιπποϲ· παραπολὺ ἀπελείποντο πείθεϲθαι τοῖϲ εἰϲηγουμένοιϲ ἡϲυχίαν αἱρεῖϲθαι. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· δεινότατον ἔργον παραπολύ. ἀντὶ τοῦ πάνυ πολύ.