Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2183 Πωρόϲ. ὁ τυφλόϲ. καὶ Πώρωϲιϲ, ἡ τύφλωϲιϲ.

[*](Δ)

2184 Πωρύτηϲ.

[*](Δ)

2185 Πῶϲ δοκεῖϲ: θαυμαϲτικῶϲ τοῦτο λέλεκται παρὰ Ἀριϲτοφάνει [*](Ar.) ἐν Νεφέλαιϲ· κάκ τῶν ϲιδίων βατράχουϲ ἐποίει, πῶϲ δοκεῖϲ; καί, πῶϲ ἔγωγε χ᾿ οὑτοϲὶ ξυνεϲόμεθ᾿ ὑμῖν πετομένοιϲ οὐ πετομένω; καλῶϲ; ὅρα νῦν, ὡϲ ἐν Αἰϲώπου λόγοιϲ ἔϲτιν λεγόμενον δή τι, τὴν ἀλώπεχ᾿ ὡϲ φλαύρωϲ ἐκοινώνηϲεν αἰετῷ ποτε. μηδὲν φοβηθῇϲ· ἔϲτι γάρ τι ῥιζίον, ὅ διατραγόντεϲ ἐϲτὸν ἐπτερωμένω.

2186 Πῶῦ: τὸ ποίμνιον. καὶ Πώεα.

[*](Δ)

2187 Πῶῦγξ, πώῦγγοϲ.

[*](Δ)

2188 Πράγματα: ἐπὶ κακῷ χρῶνται τῇ λέξει οἱ παλαιοί. καὶ Μένανδροϲ· [*](Ar.) ἐν πράγμαϲιν, ἐν μάχαιϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Πλούτῳ· ἄκουε τοίνυν, ὡϲ ἐγὼ τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐϲ τὴν κεφαλήν ϲοι πάντ᾿ ἐρῶ. καὶ αὖθιϲ· καὶ δή ποτε εἷϲ πορφυρίων αὐτῷ παρέϲχε πράγματα. καὶ αὖθιϲ· ἀλλά ϲοι παρέξω πράγματα. ἀντὶ τοῦ ἐνοχλήϲω. καὶ παροιμία· Ἀνδρὶ Λυδῷ πράγματα οὐκ ἦν, ὁ δὲ ἐξελθὼν [*](Prov.) ἐπρίατο.

2189 Πράγματα: κακοπάθειαι. ὀρεία τε ἦν καὶ ϲτενὴ ἡ ὁδόϲ, καὶ πολλὰ πράγματα εἶχον ἀμφὶ τοῖϲ ζεύγεϲιν οἱ ϲτρατιῶται. ἀντὶ [*](Ε) τὸῦ κόπουϲ.

2190 Πράγματ᾿ ἐξ ἀπραξίαϲ: ἐπὶ τῶν παρὰ δόξαν καὶ παῤ ἐλπίδα [*](Prov.)  ϲυμβαινόντων. ὅτι πραγματευτικὸϲ ἄνθρωποϲ λέγεται ὁ ἔμποροϲ· καὶ ἐμπολαῖοϲ [*](Suid) ὁμοίωϲ.

2191 Πραγματεία: οὐχ ὡϲ ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ ἐπὶ τῆϲ πραγματείαϲ, [*](Rhet.) οὕτω καὶ ὑπὸ τῶν ῥητόρων τέτακται ἐπὶ τῶν ἐργαϲίαϲ τινὰϲ μεταχειριζόμενων, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶν πράγματα ϲυνίϲταϲθαι ἐπιχειρούντων. ὡϲ Δείναρχοϲ ἐν τῷ κατὰ Μεναίχμου· αἱ γὰρ ἀπὸ τῶν κοινῶν ἔχθραι καὶ πραγματεῖαι αἰτίαι τῶν ἰδίων διαφορῶν καθεϲτήκαϲι.

[*](2183 τυφλόϲ ═ Ambr. 1562. Πώρωϲιϲ sq. ═ Ambr. 1578 2185 — δοκεῖϲ Ar. Nu. 881 c. sch πῶϲ sq. Ar. Av. 649—655 2186 — ποίμνιον ═ Ps. Herodian. 113, sch. 198 cf. Et. M. 699, 3, H 2187 Πῶϋγξ ═ Ambr. 1567 2188—ἐρῶ Ar. Pl. 650—1 c. sch. 652 cf. sch. Nu. 1216; Men. com. fr. 6 Körte, fr. 101 Kock. καὶ δή—vs. 18 πράγματα pr. Ar. Av. 1251 —2, ἀλλά— ἐνοχλήϲω Ar. Pl. 20 c. sch. 2189 ὁρεία — ϲτρατιῶται Arr. R. n. 65, sed non in fr. 2190 — ϲυμβαινόντων ═ Diogen. VII 59 2191 fonti rhetorico attr. Wentzel; Dinarch. fr. LXXXVII)[*](2182 ex v. T 49 2185 Ar. Nu. cf. v. Σ 381; Av. cf. v. φλαυρότατον 2186 cf 2153 2188 Prov. cf, v. A 2172 2189 cf. 2192 2190 ὅτι sq. exvv. E1086 et 1045)[*](2182 om. AF mg. Ar 1. 2 καὶ οῖϲ] οῖϲ τε G 2 οὖν] οὖν καὶ GM A(GFVM) 5 Πωρητόϲ ex Hes. Kust. sed obstat ordo 6 λέγεται G2 7 ποίει AV, plerique 8 ξυνεϲόμεϲθ᾿ A, v. l. Ar. 13 πώῦγκοϲ GVM; gl. post 2188 post 2188 seq. in F 3068—3095, deinde 2188 itarum (omnia contracta) ὰπροϲεξίαϲ GF παρὰ δόξαν] παραδόξωϲ G 25 ὅτι —26 ὁμοίωϲ om. AFV mg. Ar 25 ὅτι om. G 28 ὐπὸ] ἐπὶ G τινοϲ A 29 πράγματι A 30 Μενεϲαίχμου coll. Lycurg. or. XV Bhd.)
188
[*](Δ?)

2192 Πραγματεία: πολυπραγμοϲύνη, κακοπάθεια. πόλιν πολυάνθρωπον [*](Ε) καὶ ϲτρατῷ μεγάλῳ πεφραγμένην εἷλεν ἄνευ πραγματείαϲ ὁ βαϲιλεύϲ.

[*](Ε)

2193 Πραγματικώτατον: ἐνεργητικώτατον ὃ δὴ καὶ πραγματικώτατον γεγονέναι τὸ διαβούλιον. καὶ αὖθιϲ· τοῦτο δὲ ἐποίει νουνεχῶϲ ἅμα καὶ πραγματικῶϲ.

[*](Ar.)

2194 Πραγματοδίφηϲ: ὁ δικολόγοϲ. καὶ πραγματοδίφηϲ. ὦ μακάριε τῆϲ τέχνηϲ.

[*](Ε)

2195 Πραγματομαθήϲ· ὁ δὲ ὢν ἀγχίνουϲ, καὶ τριβῇ κινδύνων [*](E) πραγματομαθήϲ. καὶ Πραγματομαθεῖϲ, οἱ τῶν πραγμάτων εἰδήμονεϲ. διὸ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι πραγματομαθεῖϲ ὑπάρχοντεϲ ὑφεωρῶντο τὰ τῆϲ τύχηϲ ἄδηλα.

[*](Δ?)

2196 Πραγματωδεϲτέρα τάξιϲ: ἡ δυϲχερεϲτέρα.

[*](Ar.)

2197 Πραγμάτων καὶ μαχῶν καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείϲ. Λάμαχοϲ, ϲτρατηγὸϲ Ἀθηναίων ῥιψοκίνδυνοϲ.

[*](Soph.)

2198 Πρἀγοϲ: ἡ πράξιϲ. πρᾶγοϲ δ᾿ ἀτίζειν οὐδὲμ᾿ ἀνθρώπων χρεών ἄνθρωπον ὄντα, φηϲίν, οὐ δεῖ πρᾶγμα κακίζειν.

2199 Πραέων γῆν.

[*](Δ.)

2200 Πραεῖα.

[*](Ε)

2201 Πρακτέα· καὶ τὰ πρακτέα ὀρθῶϲ διατάττων.

[*](Δ)

2202 Πρακτέον: δεῖ πράττειν.