Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2083 Πόροϲ: πέραϲ, ἢ ποταμόϲ, ἢ ὁδόϲ, ἢ φυϲήματα ὑδάτων, ἢ [*](Σ) μηχανή, ἢ τεχνάϲματα. ἢ διάβαϲιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τίϲ πόροϲ ϲοὶ [*](Ar.) τῆϲ ὁδοῦ γενήϲεται. ἀντὶ τοῦ διάβαϲιϲ. καὶ Πόροι ἁλιρρόθιοι, ποταμοὶ εἰϲ θάλαϲϲαν ῥέοντεϲ. ὅτι πόροϲ κυρίωϲ ἐπὶ ὑγρῶν λέγεται. καὶ [*](Suid) ἐὗπορϲ, ὁ ἔχων ἀεὶ τὸν ἐπιρρέοντα πλοῦτον, ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ ὑδατικοῦ πόρου.

2084 Πόροϲ· Δημοϲθένηϲ ἐν τῇ πρὸϲ ξὐβουλίδην ἐφέϲει. δῆμόϲ [*](Harp.) ὲϲτι τῆϲ Ἀκαμαντίδοϲ ὁ Πόροϲ. καὶ ὁ δημότηϲ Πόριοϲ.

2085 ὄρρω: ἐπὶ χρόνου τάϲϲεται. ὡϲ δὲ πόρρω ἦϲαν τοῦ πίνειν, τότε δὴ μύρον μέν τιϲ περιήνεγκεν· οἱ δὲ ἐχρίοντο.

[*](E)

2086 Πόρρω Διόϲ τε καὶ κεραυνοῦ: διὰ τὸ τοὺϲ ἐπιβούλουϲ τοῖϲ ϲυνοῦϲι χρωμένουϲ, ἀδεέϲτερον εἶναι λέγουϲα τὴν μετ᾿ ἀπραγμοϲύνηϲ ἀϲφάλειαν τῶν ἐν ἐπιφανεῖ βίῳ κινδυνευόντων.

2087 Πορρωτέρω.

[*](Δ)

2088 Πόρρω τῶν νυκτῶν: περὶ τὸ μεϲονύκτιον. τινὲϲ δὲ τῶν αὐτῷ παρόντων πόρρω που γῶν νυκτῶν, δηλονότι οἷϲπερ ἐν καθαρῷ [*](Ε) ἦν ἡ ψυχή, φάϲμα θεάϲαϲθαι δαιμόνιον.

2089 Πόρπαξ· Σοφοκλῆϲ· ἀλλ᾿ αὐτόϲ μοι ϲύ, παῖ, λαβὼν ἐπώνυμον, [*](soph.) Εὐρύϲακεϲ, ἴϲχε διὰ πολυρράφου ϲτρέφων πόρπακοϲ ἑπτάβοιον ἄρρητον ϲἀκοϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ᾿ ἐμόϲ γα, κἂν ἐκ τῆϲ ταγᾶϲ ἔλθῃ πόκα, [*](Ar) πορπακηϲάμενοϲ. ὁ ἐμόϲ, φηϲίν, ἀνήρ, οἷον περονηϲάμενοϲ. ἀντὶ τοῦ ἀποβαλὼν τὴν ἀϲπίδα, ἅμα τῷ παρὼν εἶναι ἄπειϲιν εἰϲ τὸν πόλεμον.

2090 Πόρπαξ: ᾦ τὴν ἀϲπίδα κατέχουϲιν ὁ λεγόμενοϲ ὄχανοϲ· ἀνετἰθεϲαν [*](Ar.) γάρ τά ἐκ τῶν πολέμων ὅπλα ἄνευ ὀχάνων, ἵνα μὴ ἑτοίμωϲ αὐτοῖϲ ἔχωϲι χρῆϲθαι. οὐ γάρ ϲ᾿ ἐχρῆν, εἴπερ φιλεῖϲ τὸν δῆμον, ἐκ [*](2981 cf. Ambr. 1063 2082 ═ P, Ba 347, 1 cf. Et. M 683, 9, H, Choer. Epim. Ps. 10, 25 (unde Et. M. 683, 5), sch. Ξ 433, Ambr. 890 2083 — τεχνάϲματα P, Ba 347, 2 cf. H διάβαϲιϲ— διάβαϲιϲ Ar. Pac. 124 c. sch. cf. H ποταμοὶ sq cf. Et. M 683, 11 2084 Harp. ═ P; Δημοϲθένηϲ, non legitur 2085 ὡϲ sq. fort. Iambl. 2086 Synes. de regno, PG 66, 1072b 2087 cf. Ambr. 1108 Bk. 111, 14 2088 τινὲϲ sq. Proc. h. a. 12, 20 2089 ἀλλ᾿ αὐτόϲ sq. Soph. Ai. ἀλλ᾿ ἐμόϲ sq. Ar. Lys. 105—6 c. sch 2090 — p. 178, 1 ἀνατεθῆναι Ar. Eq. 848—9 c. sch. 849. κατὰ sq. sch. Ar. Pac. 662) [*](2083 ὅτι sq. ex v. Ε 1045 2087 cf. v. Δ 1476 2089 Soph. cf. v. Ε 3729; Ar. cf. v. A 1118 2090 sch. Pac. cf. v. M 1128) [*](2080 om. AFV mg. Ar 2 παῖϲ] πόρνη Ambr. 3 ποταμοῦ om. F A(GFVM) ἀλίροθοι (G) MYP 7 ὅτι—8 πόρου om. AFV mg. Ar 7 ὅτι om. G 8 τὸν om. GM 13 ἐπιΒούλοιϲ M ἐπιβούλωϲ Symes. 14 χρωμένουϲ] λείπει τὸ βλάπτεϲθαι ἤ τι τοιοῦτον· ἐφεξῆϲ δὲ εὐθὺϲ λείπει τὸ παροιμία. τὸ πρῶτον ἄλλωϲ ἔϲφαλται· κάλλιον γὰρ τὸ διὰ τὸ τοὺϲ ἐπιβούλοιϲ τοῖϲ ϲθνοῦϲι Σρωμένουϲ mg. add, M 14. 15 ἀπραγμοϲύνην F 15 ἐν om. as. F ἐπιφανειῶν F 2087 om. A, add. Ar 2088 non nov. gl. FV 18 ἅϲπερ F 20 παῖ om. V 21 αρρηκτον G, cod. I v. E AVM 3729, Soph. 22 γα AVM; γε G, v. A 1118 24 τό παρόν G 27 αὑταῖϲ AVM)

178
προνοίαϲ ταύταϲ ἐᾶν αὐτοῖϲι τοῖϲ πόρπαξιν ἀνατεθῆναι. Πόρπαξ, κατά τιναϲ μὲν ὁ ἀναφορεὺϲ τῆϲ ἀϲπίδοϲ· ὡϲ δέ τινεϲ τὸ διῆκον μέϲον τῆϲ ἀϲπίδοϲ ϲιδήριον, ᾧ κρατεῖ τὴν ἀϲπίδα ὁ ϲτρατιώτηϲ.

[*](x + Σ)

2091 Πόρπη: ἡ παρὰ Ῥωμαίοιϲ φίβλα. ὁ δὲ τὴν πόρπην αὐτοῦ [*](Ε) ϲπάϲαϲ, ἀεί, φηϲίν, ὑμεῖϲ οἱ παρὰ τῶν Ἀχαιῶν ἐϲτὲ τοιοῦτοι κήρυκεϲ, [*](Σ) καὶ Πορποῦϲθαι, φιβλοῦϲθαι.

[*](Δ)

2092 Πορπηδόν.

[*](Δ)

2093 Πόρπωμα: εἶδοϲ ὅπλου.

[*](Δ)

2094 Πορϲύνω: ἑτοιμάζω.

[*](Δ)

2095 Πορφύρεοϲ: ὁ πορφυροῦϲ. καὶ Πορφύρεον κῦμα.

[*](Δ)

2096 Πορφύρειοϲ ἐϲθήϲ.

[*](Σ)

2097 Πορφύρῃ: ταράϲϲηται, καὶ ἐν Μυθικοῖϲ· καὶ οἱ πορφύροντι διακριδὸν ἀμφὶϲ ἕκαϲτα.

[*](Hesy.)

2098 Πορύριοϲ, ὁ κατὰ Χριϲτιανῶν γράψαϲ· ὃϲ κυρίωϲ ἐκαλεῖτο Βαϲιλεύϲ· Τύριοϲ, φιλόϲοφοϲ¸ μαθητὴϲ Ἀμελίου τοῦ Πλωτίνου μαθητοῦ, διδάϲκαλοϲ δὲ Ἰαμβλίχου, γεγονὼϲ ἐπὶ τῶν χρόνων Αὐρηλιανοῦ καὶ παρατείναϲ ἕωϲ Διοκλητιανοῦ τοῦ βαϲιλέωϲ. ἔγραψε βιβλία πάμπλειϲτα, φιλόϲοφά τε καὶ ῥητορικὰ καὶ γραμματικά. ἦν δὲ καὶ Λογγίνου τοῦ κριτικοῦ ἀκροαϲάμενοϲ. Περὶ θείων ὀνομάτων α΄, Περὶ ἀρχῶν β΄, Περὶ ὕληϲ ς΄, Περὶ ψυχῆϲ πρὸϲ Βόηθον ε΄, Περὶ ἀποχῆϲ ἐμψύχων δ΄, Περὶ τοῦ Γνῶθι ϲαυτὸν δ΄, Περὶ ἀϲωμάτων, Περὶ τοῦ μίαν εἶναι τὴν Πλάτωνοϲ καὶ Ἀριϲτοτέλουϲ αἵρεϲιν ζ΄, Κατὰ Χριϲτιανῶν λόγουϲ ιε΄, Περὶ τῆϲ Ὁμήρου φιλοϲοφίαϲ Πρὸϲ Ἀριϲτοτέλην τοῦ εἶναι τὴν ψυχὴν ἐντελέχειαν, Φιλολόγου ἱϲτορίαϲ βιβλία· ε΄, Περὶ γένουϲ καὶ εἴδουϲ καὶ διαφορᾶϲ καὶ ἰδίου καὶ ϲυμβεβηκότοϲ, Περὶ τῶν κατὰ Πίνδαρον τοῦ Νείλου πηγῶν, Περὶ τῆϲ ἐξ Ὁμήρου ὠφελείαϲ τῶν βαϲιλέων βιβλία ι΄, Συμμίκτων ζητημάτων ζ΄, Εἰϲ τὸ Θουκυδίδου προοίμιον, Πρὸϲ Ἀριϲτείδην ζ΄, Εἰϲ τὴν Μινουκιανοῦ τέχνην, καὶ ἄλλα πλεῖϲτα, καὶ μάλιϲτα ἀϲτρονομούμενα· ἐν οἷϲ καὶ Εἰαγωγὴν ἀϲτρονομουμένων ἐν βιβλίοιϲ τριϲί· καὶ Γραμματικὰϲ ἀπορίαϲ, οὗτόϲ ἐϲτιν ὁ Πορφόριοϲ ὁ τὴν κατὰ Χριϲτιανῶν ἐφύβριϲτον γλῶϲϲαν κινήϲαϲ.

[*](2091 φίβλα ═ P, Ba 347, 4 cf. H Πορποῦϲθαι sq, ═ P, Ba 347, 5 2094 cf. Et. M. 683, 45, H 2095 — πορφυροῦϲ cf. H. Πορφύρεον κῦμα A 481—2 cf. Et. M. 684, 16 2096 cf. Ambr. 1024 2097 — ταρϲϲήται ═ P, Ba 347, 6 cf. Ap. S. 133, 32, H, sch. Ξ 16 καὶ οἰ sq. Babr. P. 217 2098 cf. Eunap. vit. soph.)[*](2098 cf. 1811 et v. A 1549)[*](A(GVM))[*](1 Πόρπαξ] nov. gl. GV 2 μέν τιναϲ G ὃ περὶ GV κήρυκεϲ τοιοῦτοι GVM 8 Πόρπημα ed. pr. Post 2092 Πόρτοϲ add. Ar 10 Πορφύριοϲ V Πορφύριον GV 12 Πορφύρει Phot. Σα ταράϲϲεται V. Phot. Ba Σα Μυθικαῖϲ V 18 ἦν — 19 ἀκροαϲάμενοϲ post vs. 15 μαθητοῦ coll. Eudoc. Transpos. Flach 18. 19 τοῦ κριτικοῦ om. V 20 ἀποχῆϲ] ἀποψυχῆϲ V 21 τοῦ alt. om. V 22 τὴν] τὰ Vales. 23 Φιλοϲόφων Vales. ἐν om. V Κατὰ—ιε΄ om. V; οὐαί αὐτῷ mg. add ArM 24 τοῦ] περὶ τοῦ ed. pr. 25 βιβλία—27 βαϲιλέων om. V 30 Εἰϲαγωγὴ V)
179

2099 Πορφύριοϲ, ὁ τῶν Χριϲτιανῶν πολέμιοϲ, ἀπὸ Φοινίκηϲ πόλεωϲ Τόρου.

2100 Πορφυρίων, πορφυρίωνοϲ: εἶδοϲ ὀρνέου, παρὰ Ἀριϲτοφάνει.

[*](Δ + Ar.)

2101 Πορφυρόπωλιϲ: ἡ τὰ πορφυρᾶ πωλοῦϲα.

2102 Ποϲαπλῶϲ: ποϲαχῶϲ, ἀναριθμήτωϲ. ἓν μέροϲ λόγου ἐϲτὶ [*](Σ) καὶ ἐπίταϲιν τοῦ πόθου ϲημαίνει· ϲυμφωνεῖ γὰρ τῷ ἔρωτι τῆϲ ψυχῆϲ [*](Thdr.) καὶ ἡ ϲὰρξ καὶ τοῖϲ ἐκείνηϲ οὐκ ἀντιτείνει βουλεύμαϲι.