Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2063 Πορίζω· δοτικῇ.

[*](synt.)

2064 Πορίμῳ: ἄνυϲιν καὶ ἐπίνοιαν ἔχοντι. ἐγχειρεῖν χρὴ ἔργῳ πορίμῳ.

[*](Ar.)

2065 Ποριμώτατοϲ. ταύτην ἔδοξεν εἶναι ποριμωτάτην ἐπιβολήν. [*](Δ Ε) ἀντὶ τοῦ ἐπικερδῆ. καὶ Πορίϲονται, ἀντὶ τοῦ κερδήϲουϲι.

[*](Δ)

2066 Ποριϲταί: οἱ τοὺϲ πόρουϲ εἰϲηγούμενοι δημαγωγοὶ ἐπὶ τῷ [*](Σ) ἑαυτῶν λυϲιτελεῖ.

2067 Πορθήϲειαϲ: ἕλοιϲ, λάβοιϲ.

[*](Σ)

2068 Πόρθηϲιϲ: ἐρήμωϲιϲ.

[*](Σ)

2069 Πορθμεύειν. εὑρίϲκει Νέϲϲον πορθμεύοντα μιϲθοῦ καὶ [*](Δ) πείθει αὐτόν, ὡϲ πορθμεύϲειεν Ἀλκμήνην καὶ Δηϊάνειραν.

[*](Ε)[*](2057 Dionys. Hal. 5, 12, 3 cf. Byz. Zt. 21, 421 2958 παῖζε —ϲεαυτῇ Anth. 344, 5. κολάκευε cf. sch. Pl. Ax. 368d, Ps. Herodian. 112 2059 ═ P, Ba 346, 23 cf. Et. M. 682, 48, sch. Pl. Ax. 368d, Ps. Herodian. 112 2060 ═ Ambr. 999 Ap. S. 134, 6, P 2061 ═ P, sch. Pl. Leg. 678c 2032 sch κ 410 cf. sch. 184, Et M. 684, 1, Ambr. 1002 2063 ═ Synt. Laur. aliter Synt. Gud. Th. 777 c. sch. 2065 l. ═ Ambr. 975 Πορίϲονται sq. cf. H v. πορίζει ?? ═ P 2067 ═ P, Σa 2068 ═ P, Σa, Ba 346, 24 cf, H 2069 εὑρίϲκει Nic. Dam. vel lo. Antioch. attr. de Boor, Byz. Zt. 23, 90, 4)[*](2057 cf, v. A 4464 2060 cf. 496)[*](1 βίον om. V 2 ἄλλῳ τρόπῳ om. G 4 οἷον] οἶόν τε G τῆϲ om. V A(GFVM) Καρχηδόνοϲ] νομιϲμάτων add. GM 7 Σκηπίων A??M?? cf. p. 173, 14 8 δϲ om. G 9 πολεμίου τὸ τέραϲ V λαβεῖν V 11 φόνον πολὺν GVM 13 βρότου A, corr. Ar 18 κόλακεϲ V 31 Πορθμεόει GM 32 αὐτήν A)
176
[*](Δ)

2070 Πορθμεῖον: τὸ πλοῖον. Πόρθμιον δὲ τὸ ναῦλον.

[*](Ar.)

2071 Πορθμεῖϲ: οἱ περάται. Ἀριϲτοφάνηϲ· χαλεπαὶ γ᾿ ἂν ἦτε γενόμεναι πορθμεῖϲ. ἕλκοντεϲ τοὺϲ πλωτῆραϲ ἀπεκναίετε. ἐπειδὴ οἱ πορθμεῖϲ τοὺϲ παριόνταϲ ἀναγκάζουϲιν εἰϲ τὰ ἴδια πλοῖα ἐμβαίνειν.

[*](Call.)

2072 Πορθμήϊον: ὁ μιϲθὸϲ τοῦ ναύτου. Καλλίμαχοϲ· τοὔνεκα καὶ νέκυεϲ πορθμήϊον οὔτι φέρονται. ἐν Αἰγιαλῷ γὰρ καταβάϲιόν ἐϲτιν εἰϲ ᾅδου, εἰϲ ὃ ἀπελθοῦϲα ἡ Δημήτηρ ἔμαθε παρὰ τῶν περιοίκων περὶ τῆϲ Κόρηϲ καὶ ἐδωρήϲατο αὐτοῖϲ, ὡϲ λέγει, ἄφεϲιν τοῦ πορθμηῖου.

[*](Δ)

2073 Πορθμὶϲ καὶ Πορθμίδιον. τοῦ δ᾿ Ἀχέροντοϲ ὕδωρ, ὃϲ [*](Anth.) πλώειϲ πορθμίδι κυανέῃ.

[*](Harp.)

2074 Πορθμόϲ· Δημοϲθένηϲ ὑπὲρ Κτηϲιφῶντοϲ. πόλιϲ ἐϲτὶ τῆϲ Εὐβοίαϲ.

[*](Σ)

2075 Πορθμόϲ: πέραμα, ἀμφίγειοϲ θάλαϲϲα. ἰϲθμὸϲ γάρ ἐϲτι γή ϲτενή, ἑκατέρωθεν ἔχουϲα θάλαϲϲαν, πορθμὸϲ δὲ θάλαϲϲα ὑπὸ γῆϲ [*](Ε) περιεχομένη. πορθμὼ δύο ἐϲτόν, ὁ μὲν ἐφ᾿ Ἑλληϲπόντου ἀμφὶ Σηϲτόν τε καὶ Ἄβυδον, ὁ δὲ δὴ ἕτεροϲ ἐπὶ τοῦ ϲτόματοϲ τοῦ Εὐξείνον Πόντου, οὗ τὸ Ἱερὸν ὀνομάζεται. ἐν μὲν δὴ τῷ Ἑλληϲπόντῳ τελωνεῖον ἥκιϲτα ἦν, ἄρχων δέ τιϲ ἐκ βαϲιλέωϲ ϲτελλόμενοϲ ἐν Ἀβύδῳ καθῆϲτο, διερευνώμενοϲ ἕκαϲτα· ὁ δὲ ἐπὶ πορθμοῦ τοῦ ἑτέρου ϲτελλόμενοϲ μιϲθὸν ἀεὶ πρὸϲ βαϲιλέωϲ κεκομιϲμένοϲ ἤει, οὐδὲν πρὸϲ τῶν τῇδε ναυτιλλομένων κομιζόμενοϲ.

[*](Σ)

2076 Πόρκηϲ: ὁ ἐπιδακτύλιοϲ τῆϲ ἐπιδορατίδοϲ, ὁ περιεργνύων αὐτὴν [*](Δ) πρὸϲ τὸ ξύλον. καὶ κλίνεται πόρκου.

[*](Σ)

2077 Πόρκοϲ: κύρτοϲ θαλάϲϲιοϲ, ὁ εἰϲ ἄγραν ἰχθύων.

[*](Ar.)

2078 Πορνεῖα: τόποϲ, ἔνθα αἱ πόρναι διάγουϲιν. ἐϲ τὰ πορνεῖα ἐϲιόνθ᾿ ἑκάϲτοτε. Ἀριϲτοφάνηϲ.

[*](Thdr. + Ecl.)

2079 Πορνεία: ἡ εἰδωλολατρεία. καὶ Πόρνοϲ, ὁ εἰδωλολάτρηϲ. παρὰ τὸ πόρρω νεύειν. ἐξωλόθρευϲαϲ πάντα τὸν πορνεύοντα ἀπὸ ϲοῦ· ἐμοὶ δὲ τὸ προϲκολλᾶϲθαι τῷ θεῷ ἀγαθόν ἐϲτι. Πορνεία καὶ ἡ ἀκολαϲία. παρὰ τὸ πεπωρωμένον ἔχειν τὸν νοῦν.

[*](2070 ═ Zon. 1568 cf. Eust. O. 1888, 10; — πλοῖον aliter Ambr. 1057, H. Πόρθμιον sq. ═ Ambr. 1066 cf. sch. Luc. 50, 17 2071 Ar. Ecel. 1086—7 c. sch. 1086 Plenior. 2072 Call. fr. 96, 2 K. 110,1 S. c. sch. 2073 τοῦτ᾿ sq. Anth. 7, 67, 1—2 2074 Harp. ═ P; Dem. 18, 71 2075 — περιεχομένη ═ P, Ba 346, 25 cf. H πορθμὼ sq. Proc. h. a. 25, 2—4 2076—ξύλον ═ P, Σα, Ba 346, 28 cf. sch. Ζ 320, Ap. S. 133, 27, Herodian. schem. Jb. 149, 343, Et. M. 683, 33, Poll. 7, 157, Ambr. 891 πόρκου ═ cod. A Ambr. 891 2077 Tim. ═ P cf. Et. M. 683, 20, H 2078 Ar. Vsp. 1283 c. sch. plenior. 2079 — εἰδωλολατρεία Thdr. in Ps. 72, 27, PG 80, 1452 ?? cf. 1732d, παρὰ pr.—νεύειν cf. Et. M. 684, 7. ἐξωλόθρευϲαϲ —ἐϲτι Ps. 72, 27—8. Πορνεία—ἀκολαϲία Thdr. in Ps. 105, 39, PG 80, 1732d. παρὰ alt. sq. ═ Am. Ox. 2, 401, 1 unde Et. M. 683, 39)[*](2079 cf. v. Ε 1886)[*](A(GFVM))[*](3 ἀποκναίετε V 4 εἰϲβαίνειν A 7 εἰϲ pr. om. GM 2074 post 2083 F post vs. 15 περιεχομένη et iterum post 2083 V 14 θάλαϲϲαν] θάλαϲϲα F θάλαϲϲα post vs. 15 περιεχομένη transpos. A γῆν G 15 ἐϲτών AV 16 τε om. V 18 ἄρχων] ὁ παῤ ἡμῖν κομμερκιάριοϲ mg. add. ArM 20 ἤει AM: εἴη GV ἦν Proc. 22 περιειργνόων G, Ba 27 ἡ om. A ὁ om. A, add. Ar)
177

2080 Πορνεύω.

2081 Πορνίδιον: ἡ μικρὰ παῖϲ.

[*](Δ)

2082 Πόρον: διέξοδον, τρίβον καὶ περαίωϲιν ποταμοῦ.

[*](Σ)