Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2003 Πολύϲ: ϲφοδρόϲ.

[*](Σ)

2004 Πολυϲμαράγοιϲ: ἠχητικοῖϲ.

[*](Δ)

2005 Πολυϲπαθήϲ: ὁ πλειϲτάκιϲ ὑπὸ ϲπάθηϲ ἐνεργηθείϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πολυϲπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων.

[*](Anth.)

2006 Πολύϲτρατοϲ· οὗτοϲ αἰτίαν ἔχων τοῦ Ἑρμᾶϲ περικόψαι ἀνῃραέθη [*](Harp.) ὑπὸ Ἀθηναίων· οὖ Λυϲίαϲ μέμνηται. ἕτεροϲ δέ ἐϲτιν, ὑπὲρ οὗ λόγον ἔγραψεν ὁ αὐτὸϲ Λυϲίαϲ. ἄλλοϲ δ᾿ ἂν εἴη. οὖ μνημονεύει Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ, λέγων αὐτόν ποτε ἐν Κορίνθῳ ξενικὸν τρέφειν. μήποτε μέντοι ἐνταῦθα δεῖ γράφειν Πολύτροπον, ἀντὶ τοῦ Πολυϲτράτου. παρὰ μηδενὶ γάρ φηϲιν ὁ Δίδυμοϲ εὑρηκέναι τὸν Πολύϲτρατον ἡγηϲάμενον τοῦ ἐν Κορίνθῳ ξενικοῦ, τὸν μέντοι Πολύτροπον Ἀθηναῖον εἶναι.

2007 Πολυϲχιδήϲ: πολυμερήϲ. καὶ Πολυϲχιδῆ ζῷα, ἄνθρωποϲ, [*](Σ) κύων, λέων καὶ εἴ τι ἄλλο, οἷϲ ϲυμβέβηκε πολυτοκεῖν.

2008 Πολυτελέϲ: δαπανηρόν. Θουκυδίδηϲ. τὸ γὰρ ἔχειν αὐτοὺϲ [*](Σ) πρὸϲ τὸν ἐκ τῆϲ Δεκελείαϲ πόλεμον πολυτελὲϲ ἐφαίνετο. καὶ [*](Ε) Πολυτελέϲι, πολυδαπάνοιϲ. τέλοϲ γὰρ τὸ δαπάνημα. καὶ Πολυτέλεα. [*](Thuc.) λυτέλεια. ὅτι πολυτελῆ τὰ πολυδάπανα, ὡϲ ἀτελῆ τὰ ἀδάπανα.

[*](Suid.)

2009 Πολυτιμητιζόμενοϲ: θεραπευόμενοϲ.

[*](Σ)

2010 Πολυτίμητοϲ· ἐψηλάφων τοὺϲ ὑπομνηματιϲμούϲ, οὓϲ ὁ πολυτίμητοϲ Ἡρακλείδηϲ ἧκεν ἔχων. ὁ πολυτιμώρητοϲ.

2011 Πολύτλαϲ: πολλὰ ὑπομένων.

[*](Σ)[*](1999 ═ P, Ba 346, 1 cf. H, sch. Υ 5 2001 ═ Ambr. 901 2002 — ἔχοντεϲ ═ P, Ba 346, 3 cf. sch. Ι 154 2003 ═ P, Ba 346, 4 2904 cf. H 2005 πολυϲπαθέων. sq. Anth. 6, 39, 5 2006 Harp. ═ P; Lys. fr. 118; Dem. 4, 23 2007 — πολυμερήϲ ═ P, Ba 346, 5 cf. H Πολυϲχιδῆ sq. Ar. Byz. Epit. 4, 1— 2 2008 — θουκυδίδηϲ (7, 27, 2) ═ P cf. sch. Thuc. 7, 27, 2 τὸ—ἑφαίνετο Thuc. 7, 27 2 Πολυτελέϲι —δαπάννημα sch. Thuc. 1, 10, 2 cf. sch. 7, 27, 2, Paus. Att. fr. 306 ex Eust. I. 881, 27, H, Zon. 1565 Πολυτέλεια ═ Ambr. 1020 2009 ═ P 2011 ═ P, Ba 346, 6 cf. sch. ε 171, H)[*](2000 cf. 3082 2005 Anth. cf. v. Μ 473 2008 Thuc. cf. v. Τ 281; ὅτι sq. ex v. Α 4239)[*](1 ἁμαρτίαν] πραγματείαν G 2 ἐϲτιν] τιϲ V πολλοῖϲι V 6 ἀποκλέϲειϲ A(GFVM) κλίϲειϲ GFMac, Phot. Ba ἀποκλήϲειϲ V 2000 om. AFV 9 Πολύρηνεϲ AFV τὸ — 10 Κρῆτεϲ om. AFV 13 πολλάκιϲ G 19 τοῦ om. A, Harp. ep. 21 Ἀθηναίων A 22 πολυμερὴϲ καὶ om. sed καὶ πολυμερὴϲ post ζῷα add. FV 25 καὶ—26. 27 Πολυτέλεια om. A 27 ὅτι—ἀδάπανα om. AFV ὅτι om. G, nov. gl. 28 Πολυμητιζόμενοϲ A)
168
[*](Σ)

2012 Πολυφαϲίαϲ: πολυλογίαϲ.

[*](Σ)

2013 Πολυφλοίϲβου: πολυταράχου.

[*](Δ)

2014 Πολυφόρβη: γῆ ἡ πολλοὺϲ τρέφουϲα.

[*](Ar.)

2015 Πολυφόρῳ· Ἀριϲτοφάνη· οὕτω πολυφόρῳ ϲυγκέκραμαι δαίμονι. ἀντὶ τοῦ πολλὰ μοι κακὰ ὑφ᾿ ἕνα καιρὸν φέροντι· ἢ ποικίλῳ. ἀπὸ τοῦ πολὺ ὕδωρ ἐπιδεχομένου οἴνου. τουτέϲτιν ἀκράτῳ καὶ ἰϲχυρῷ πρὸϲ τὸ κακόν· πολυφόρον γὰρ ἔλεγον τὸν πολλὴν κρᾶϲιν δεχόμενον, ὀλιγοφόρον δὲ τὸν ὀλίγην. ἢ μεταφορικῶϲ ἀπὸ τῶν ἀνθέων τῶν δένδρων.

[*](Σ)

2016 Πολυφραδέϲτερον: ϲυνετὸν ἐν λόγοιϲ.

[*](Δ)

2017 Πολύφρονοϲ.

[*](Σ)

2018 Πολύχουν: πολυφόρητον, ἢ πολυειδῆ.

[*](Ε)

2019 Πολύχουϲ: πεπλουτιϲμένοϲ. ὁ δὲ Εὐνόμιοϲ ὀλιγομαθῶϲ μὲν εἶχε περὶ τὰ μαθήματα, πολύχουϲ δὲ ἦν περὶ τὴν λέξιν καὶ τὰ αὐτά ϲτρέφων ἀεὶ καὶ μὴ δυνάμενοϲ περιγενέϲθαι τοῦ προτεθέντοϲ ϲκοποῦ· ὡϲ δεικνύουϲιν οἱ δ΄ τόμοι, οὓϲ ἐματαιοπόνηϲεν εἰϲ τὰϲ Ἐπιϲτολάϲ· πολλοὺϲ γὰρ λόγουϲ ἐϲ αὐτὰϲ ἀναλώϲαϲ τῆϲ ἐπιϲτολῆϲ τὸν ϲκοπὸν ἑλεῖν οὐ δεδύνηται.

[*](Ar.)

2020 Πόμα κεκραμένον τρία καὶ δύο: τρία μέρη ὕδατοϲ ἔπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο. ἀρίϲτη κρᾶϲιϲ, οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατοϲ τρία. Ἀριϲτοφάνη· ἔχε πιεῖν κεκραμένον τρία καὶ δύο. ἡ Τριτογενὴϲ αὐτὸν ἐνετριτώνιϲε. βούλεται δηλοῦν, ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ τοιοῦτον αὐτὸν ποίηϲεν, ὡϲ δύναϲθαι τρία μέτρα φέρειν ὕδατοϲ.

[*](Σ)

2021 Πομπεύει: ὡϲ νενικηκὼϲ μεγαληγορεῖ.

[*](Σ)

2022 Πομπεία: λοιδορία. καὶ οἱ δικανικοὶ χρῶνται τῷ ὀνόματι. [*](Harp.) λέγεται πομπεῖα καὶ τὰ εἰϲ πομπὰϲ καταϲκευαζόμενα ϲκεύη, ὡϲ ὁ αὐτὸϲ ῥήτωρ ἐν τοῖϲ κατὰ Ἀνδροτίωνοϲ ὑποϲημαίνει. Φιλόχοροϲ δέ φηϲιν, ὡϲ πρότερον ἐχρῶντο οἱ Ἀθηναῖοι τοῖϲ ἐκ τῆϲ οὐϲίαϲ τῶν λ΄ καταϲκευαϲθεῖϲιν. ὀψὲ δὲ καὶ Ἀνδροτίων ἄλλα κατεϲκεύαϲε.