Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

126
[*](Δ)

1523 Πημονή: ἡ βλάβη.

[*](Δ)

1524 Πηνέλεωϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1525 Πηνελόπεια καὶ Πηνελόπη: ὀνόματα κύρια.

[*](Δ)

1526 Πηνειόϲ: ὄνομα ποταμοῦ, καὶ ὄνομα τόπου.

[*](Σ Ε)

1527 Πηνίκα: πότε. οὐκ εἰδότα, πηνίκα δὲ ἐξώρμηϲε τῆϲ νυκτόϲ.

[*](Ar.)

1528 Πηνίκ᾿ ἐϲτὶν ὥρα τῆϲ ἡμέραϲ: ἀντὶ τοῦ ποία ὥρα ἐϲτὶ τῆϲ ἡμέραϲ; ὥραϲ γὰρ ἐζήτουν, οὐ καιρούϲ. τὸ δὲ ἀνταποδοτικόν, ὁπηνίκα; ϲμικρόν τι μετὰ μεϲημβρίαν. τὸ δέ, πηνίκ᾿ ἄττ᾿ ἀπώλετο οὐκ Ἀττικόν, οὐδὲ ἀρχαϊκόν, οὐδὲ ἀκριβέϲ. ἔϲτι δὲ ἀντὶ τοῦ πότε δῆτα· παρέλκει γὰρ τὸ ἄττα· ἀλόγωϲ γὰρ κεῖται, οὔτε γὰρ τὸ τινὰ ϲημαίνει οὔτε τὸ ἅτινα. οὐδὲν γὰρ τούτων ἁρμόζει τῷ ὁπηνίκα.

[*](Σ)

1529 Πηνίκη: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ κόμη. ἔνθεν καὶ πηνικίζειν, τὸ ἀπατᾶν. τῆϲ δὲ περιθετῆϲ κόμηϲ τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ προκόμιον, τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν.

[*](Σ)

1530 Πηνίον: ὁ ἄτρακτοϲ, ἐν ᾧ εἱλεῖται ἡ κρόκη. καὶ τὰ τροχαῖα [*](Anth.) πανία κερταϲτὰϲ τούϲδε ποτιρογέαϲ καὶ ϲπάθαϲ εὐβριθεῖϲ πολυάργυρα. [*](Suid.) καὶ Ὅμηροϲ· πηνίον ἐξέλκουϲα. ὅθεν καὶ τὸ ἐκπηνιεπῖται.

[*](Σ)

1531 Πηνίον: ζῷον ὅμοιον κώνωπι. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· κείϲεϲθον ὥϲπερ πηνίω βινουμένω. ἀντὶ τοῦ ξηροί· ϲκώπτει γὰρ τοὺϲ περὶ Χαιρεφῶντα εἰϲ ξηρότητα καὶ ἀϲθένειαν. ὅτι δὲ κώνωποϲ εἶδόϲ ἐμπίϲ, κώνωῳ.

[*](Ar.)

1532 Πηνίϲματα: ὑφάϲματα.

[*](Δ)

1533 Πηόϲ: ὁ κατ᾿ ἐπιγαμίαν ϲυγγενήϲ. καὶ Πηοϲύνη, ἡ ϲυγγαμβρία. καὶ Πηῶν, τῶν ϲυγγενῶν. Ὅμηροϲ· πηούϲ τε φίλουϲ τε.

[*](Δ)

1534 Πήρα: ἡ θήκη τῶν ἄρτων. καὶ παροιμία· Πτωχοῦ πήρα [*](Prov.) οὐ πίμπλαται· ἐπὶ τῶν ἀπλήϲτων.

[*](Δ Anth.)

1535 Πήρα: μάρϲιπποϲ, θήκη. καὶ πήραν, μέτρον ϲιτοδόκον ϲπορίμου. [*](1523 ═ Ambr. 648, Zon. 1545 cf. Ps. Herodian. 109 1524 ═ Ambr. 631, Ps. Herodian. 109 1525 cf. Ambr. 654 — 5, Zon. 1545; Ps. Herodian. 109 ═ H 1526 — ποταμοῦ ═ Ambr. 644, Ps. Herodian. 109 cf. Zon. 1544, H 1527 — πότε ὁπὴνικα sq. Ar. Av. 1514 c. sch. 1529 ═ P, Ba 342, 20 cf. Apost. XIV 29, Poll. 2, 30 et 10, 170 1530 — κρόκη P, Ba 342, 25 cf. H. sch Ψ 762 καὶ τὰ — πολυάργυρα Anth. 6, 288, 5 — 7 1531 ═ P; Ar. fr. 377 1532 sch. Ar. Ran. 1315 1532 — ϲυγγενήϲ cf. Ap. S. 131, 22, Et. M. 669, 34, sch. Γ 163, H; ϲυγγενήϲ ═ Ambr. 621, ═ Ps. Herodian. 110. πηούϲ sq. Γ 163 1534 Πτωχοῦ sq. ═ Paroem. ed. Gsf. 96 n. 781 1585 καὶ πήραν — ϲπορίμου Anth. 6, 95, 2) [*](1529 cf. 2477 et vv. Δ 698, Ε 2189 1530 καὶ Ὅμηροϲ sq. ex v. E 571 1533 hinc v. Ε 3263 1534 cf. 2056) [*](A(GFVM)) [*](4 ποταμοῦ καὶ om. in fine vers. A 5 δὲ ἐξώρμηϲε] ἐξόρμιϲε G διεξώρμηϲε Hermann 6 ὤρα pr.] ἄρα ex Ar. Kust. 7 γὰρ om. V 8 μετὰ] κατὰ τὴν G om. V 11 τῷ] τὸ G 12 παραθετὴ cett. M, Phot. Ba Poll. v. Ε 2189 cf. v. Δ 698; contra ord. παραθετὴ V cf. v. Δ 698 περιθετικὴ cett. G 16. 17 πολυάργυρον F 17 καὶ — ἐκπηνιεῖται om. AFV mg. Ar 19 κινουμένω F, Phot. ξηρὸν V ξυροῖϲ F 20 κώνωποϲ post ἐϲτι transpos. V 21 ιβ΄] β΄ Phot. ὀμοιοτήτων] ὁμοίων coll. Laert. 4, 5 Kuhn οὕτωϲ om. A)

127
καὶ Πηρίδιον. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· Τήλεφοϲ ἐκ πηριδίου. οὖτοϲ πένηϲ [*](Suid.) ῆν.

1536 Πηρίν, πηρῖνοϲ: τὸ αἰδοῖον.

[*](Δ)

1537 Πηρόϲ: ὁ παντάπαϲι μὴ ὁρῶν.

[*](Σ)

1538 Πήρωϲιϲ: ἡ τύφλωϲιϲ.

[*](Δ)

1539 Πήϲϲω: τὸ πηγνύω.

[*](Δ)

1540 Πητύα: ὁ ὀπὸϲ ὁ τυρεύων τὸ γάλα. καὶ παροιμία· Αὐτὸϲ γὰρ εὑρε τοῦ κακοῦ τὴν πητύαν. ὅτι τὴν πηγήν. ἐπὶ τῶν [*](Prov.) ἐαυτοῖϲ κακὰ ἐπιϲπωμένων.

1541 Πηχίϲκουϲ: ξυλάρια πηχυαῖα. τῶν δὲ τὸν ϲχοῖνον ἑλκυϲάντων, [*](Ε) ἐν πηχίϲκουϲ τινὰϲ ἐμβαλόντεϲ ἀνάβαϲιν ἀϲφαλῆ ἀπειργάϲαντο.

1542 Πηχυαῖοϲ.

[*](Δ)