Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

605

13 Ὠγύγιον: ἀρχαῖον, παλαιόν· ἢ ὑπερμέγεθεϲ· ἢ διὰ τὸ Ὤγυγον [*](Σ) πρῶτον ἄρξαι τῶν Θηβῶν.

14 Ὧδε: οὐ μόνον τὸ οὕτωϲ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνθάδε· ὡϲ ἡμεῖϲ. Κρατῖνοϲ [*](Σ) Δραπέτιϲι· τοὺϲ ὧδε μόνον ϲταϲιάζονταϲ καὶ βουλομένουϲ τινὰϲ εἶναι. Ἀριϲτοφάνηϲ Κωκάλῳ· ἐκδότω δέ τιϲ καὶ ψηφολόγον ὧδε καὶ δίφρω δύο. καὶ Πλάτων που κέχρηται ἀντὶ τοῦ δεῦρο καὶ ἐνθάδε· τὸ δὲ οὕτωϲ ἐν τοῖϲ πλείϲτοιϲ δηλοῖ Εὔπολιϲ Ταξιάρχοιϲ· οὐκ ἢν φυλάττῃ γ᾿ ὧδ᾿ ἔχων τὴν ἀϲπίδα.

15 Ὧδέ πωϲ: οὕτω πωϲ.

[*](Σ)

16 ᾬδει: ὠγκοῦτο.

17 Ὧ δειλακρίων ϲύ: ἀντὶ τοῦ ὦ κακόδαιμον καὶ δειλότατε.

[*](Ar.)

18 ᾨδεῖον: Ἀθήνηϲιν ὥϲπερ θέατρον, ὃ πεποίηκεν, ὥϲ φαϲι, Περκλῆϲ [*]() εἰϲ τὸ ἐπιδείκνυϲθαι τοὺϲ μουϲικούϲ· διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ᾠδεῖον ἐκλήθη, ἀπὸ τῆϲ ᾠδῆϲ. ἔϲτι δὲ ἐν αὐτῷ δικαϲτήριον τοῦ ἄρχοντοϲ. διεμετρεῖτο δὲ καὶ ἄλφιτα ἐκεῖ.

19 ᾨδή: τραγῳδία.

20 ᾨδηκόϲ: φλεγμαῖνον, πεφυϲιωμένον. ᾠδηκόϲ τε γὰρ ἦθοϲ ὑπὸ [*](Δ + x) πλούτου καταϲτέλλει, τὸ εὔδαιμον ἑτέρωθι δείξαϲ· καὶ τὸ καταπεπτωκὸϲ ὑπὸ πενίαϲ ἐγείρει καὶ ἀταπείνωτον εἶναι παραϲκευάζει τῷ καταμελιττοῦντι τὰϲ ἁπάντων ἀκοὰϲ διηγήματι· ὑφ᾿ οὗ κἂν Ξέρξηϲ ἐπείϲθη, Ξέρξηϲ ἐκεῖνοϲ ὁ τὴν μεγάλην ϲτρατιὰν ἐλάϲαϲ ἐπὶ τοὺϲ Ἕλληναϲ.

21 ᾨδηκώϲ: οἰδήϲαϲ. φυϲήϲαϲ.

[*](Σ)

22 Ὠδίν, ὠδῖνοϲ. ταῖϲ ὠδῖϲι. καὶ Ωδίνω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ Synt)

23 Ὠδίϲ: ἡ ἐκ τοῦ τοκετοῦ ὀδύνη. ὁ δὲ ἐξειπεῖν τὴν ὠδῖνα, ἣν [*](Σ) ἐκύει, οὐκ ἐτόλμα, τὴν ἐλπίδα τοῦ ἴϲωϲ ἄν ποτε τυχεῖν ἐν τῷ κρύπτειν [*](Ε) ὑποθάλπων ἄρα ἐκεῖνοϲ.

24 Ὠδῖνεϲ θανάτου καὶ παγίδεϲ: οἱ θανατηφόροι κίνδυνοι. [*](Thdr.) Δαβίδ· ὠδῖνεϲ ἅδου περιεκύκλωϲάν με· προέφθαϲάν με παγίδεϲ θανάτου. Ὠδῖνεϲ καλοῦνται αἱ πρὸ τοῦ τοκετοῦ τῆϲ τικτούϲηϲ ὀδύναι. [*](13 ═ P, Ba 420, 22 cf. H, Zon. 1881, Et. M. 820, 38 14 ═ P cf. Bk. 116, 29. οὕτωϲ ═ sch. A 181, Apion cf. Et. M. 820, 42; Moer. 214, 29; Crat. fr. 54; Ar. fr. 348; Eup. fr. 257 15 ═ P, Ba 420, 25 cf. H 13 ═ Ambr. 31 17 sch. Ar. Av. 143 18 ═ P cf. Bk. 317, 32 19 cf. Σc, aliter Ambr. 26 20 πεφυϲιωμένον cf. Ambr. 33. ᾠδηκόϲ τε sq. Dam fr. 35 21 ═ P, Ba 420, 26 cf. Moer. 214,15; Ambr. 33 22 — ὠδῖνοϲ cf. Ambr. 27 Ὠδίνω sq. ═ Synt. Gud. An. Ox. 4, 306, 30 et 307, 6 23 ὀδύνη ═ P, Ba 420, 27 Et. M. 821, 8 ὁ sq. Aelian fr. 306 24 — θανάτου Thdr. in Ps. 17, 6, P G 80 973 c. Ὠδῖνεϲ καλοῦνται sq. Thdr. in Ps. 114, 3, PG 80, 1797 b) [*](13 cf. v. Ε 149 23 cf. v. Ε 696) [*](3 οὐ 8 ἀϲπίδα] δαϲυνόμενον ϲημαίνει οὕτωϲ, ψιλούμενον δὲ ϲημαίνει τὸ A(GFSM) ἐνθάδε F 5 ψηφολόγιον Phot. ψηφολογεῖον Kust. 9 οὕτωϲ A 10 ὠγκοῦται G 11 κακοδαιμονέϲτατε GSac 13 εἰϲ τὸ] ὡϲ F 14 ἔϲτι—αὐτῷ] ἐν αὐτῷ δέ ἐϲτι A 20 om. F 17 πεφυϲιωμένον] γρ. πεφυϲημένον M cf. Ambr. 19 καταϲκευάζει G 23 Ὠδίνω M; Ὠχδύνω G 23 extra ord. 24 ὁ — p. 606, 2 ϲυμφοραί om. F)

606
τοιγαροῦν ἐκ τῆϲ μεταφορᾶϲ ταύτηϲ ὠδῖνεϲ ᾅδου προϲαγορεύονται αἱ αὐτῷ προϲπελάζειν τῷ θανάτῳ παραϲκευάζουϲαι ϲυμφοραί.