Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
702 Ὅϲαν οὔπω: ταχύ, μετʼ ὀλίγον· ἢ ἀντὶ τοῦ ἤδη. ὁ δὲ [*](Σ) ἅμα ἐνθυμούμενοϲ τὴν ὅϲον οὔπω ἀπορίαν τῶν ἀναγκαίων λύει τὴν [*](Ε) πολιορκίαν. καὶ αὖθιϲ· πεϲεῖϲθαι γὰρ ὅϲον οὔπω τὴν οἰκίαν. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· ὅϲον οὔπω προϲεδόκα παρεϲομένουϲ τοὺϲ βαρβάρουϲ.
[*](Ε)703 Ὅϲῳ καὶ ὁπόϲῳ.
704 Ὅϲῳ πλέον ἥμιϲυ παντόϲ: τουτέϲτι τὸ ὀλίγον μετὰ δικαιοϲύνηϲ [*](Prov.) τοῦ πολλοῦ μετὰ ἀδικίαϲ πλείονα ἔχει τὴν ὄνηϲιν. Ἡϲίοδόϲ φηϲιν.
705 Ὁϲπήτιον: τὸ οἴκημα.
[*](Δ)706 Ὄϲπριον: εἶδοϲ ϲπέρματοϲ. λέγεται δὲ καὶ χέδροψ τὸ ὄϲπριον [*](Δ) παρὰ Θουκυδίδῃ.
[*](Suid.)[*](695 ═ Paroem. ed. Gsf. 88 n. 728 696 ὀϲμή alt. — καπνοῦ Ar. Av. 1715 — 7 δυϲωδία sq. Astramps. 697 sch. α 115 (Aristonic. ?) cf. Ap. S. 123, 25, unde H; Ambr. 585 ═ Ps. Herodian. 103 698 ═ sch. A (Aristonic.) in Ι 160 699 ═ P, Ba 321, 21 (temere Dam. fr. 147) 700 ═ P, Ba 321, 22 702 — ἤδη ═ P, Ba 321, 23; — ταχύ ═ H ὁ—πολιορκίαν Arr. Parth. fr. 29 πεϲεῖϲθαι — οἰκίαν Aeliano in Add. attr. Gsf. cf. fr. 78 704 cf. Macar. VI 53; Hesiod. Ο. 40 705 cf. Zon. 1475)[*](694 ex v. Α 4174 695 cf. v. Α 878 et v. τὸν ἵππον 696 Astramps. cf. v. Δ 1672 698—704 hinc sch. B rec. in Ι 160 702 Arr. cf. v. τριβὴν 704 cf. vv. Η 350 et Ν 325 706 λέγεται sq. ex v. χέδροπαϲ)[*](69> om. AFS 4 τὰϲ M, v. Α 4174: τοὺϲ G 7 Ὁ om. AGF A(GFSM) 8 ἀπορουμένων F 13 ἐπιβλέπων S 700 non nov. gl. S 701 non nov. gl. M 19 βαϲιλεύϲειν Bhd.; γρ. ὅϲον οὐ βαϲιλεύειν textu et ss. M 20 τάχυ — 23 οὔπω om. S 20 ὁ — 23 βαρβάρουϲ om. F 21 οὕπω] γενηϲομένην add. Bhd. sed cf. v. τριβὴν 22 ἐπιπεϲεῖϲθαι sch. B 23 προϲεδόκει G 703 om. FS 29 λέγεται — 30 Θουκυδίδῃ om. AF 29 λέγεται δὲ om. S)708 Ὀϲτᾶ: τροπικῶϲ οἱ λογιϲμοί· ἐπειδὴ τὰ ὀϲτᾶ ϲτεγανωτέραν [*](Δ) ἔχουϲι φύϲιν, καὶ αὐτὰ φέρει τὸ ζῷον. λέγεται καὶ Ὀϲτέον, ὀϲτοῦν.
709 Ὀϲτᾶ Γιγάντων· ζήτει ἐν τῷ Μηνᾶϲ. ζήτει ὀϲτᾶ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἀργόλαι.
710 Ὀϲτᾶναι· οὗτοι πρῴην παρὰ Πέρϲαιϲ Μάγοι ἐλέγοντο, κατὰ διαδοχὴ Ὀϲτᾶναι. ζήτει ἐν τῷ ἀϲτρονομία.
711 Ὀϲτιάριοϲ: εἶδοϲ ἀξιώματοϲ. οἶμαι δὲ διὰ τοῦ ω μεγάλου [*](Suid.) ὠϲτιάριοϲ· παρὰ τὸ ὠθεῖν.
713 Ὀϲτίνοιϲ: τοῖϲ αὐλοῖϲ· ἐπεὶ τὸ παλαιὸν ἀπὸ τῶν ἐλαφείων ὀϲτῶν κατεϲκεύαζον τοὺϲ αὐλούϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τοῖϲ ὀϲτίνοιϲ φυϲῆτε τὸν πρωκτὸν κυνόϲ.
714 Ὄϲτλιγγεϲ: αἱ λαμπηδόνεϲ.
715 Ὀϲτολογεῖν: ἐξετάζειν, ἐξερευνᾶν.
716 Ὀϲτολογεῖν: οἱ κακονούϲτατοι τῷ δήμῳ ἐξωϲτρακίζοντο καὶ κατεδικάζοντο· ὀϲτράκοιϲ γὰρ ἐγράφετο τὸ ὄνομα τοῦ φευξομένου.
717 Ὀϲτρακιϲμὸϲ φυγῆϲ διαφέρει, ὅτι τῶν μὲν φυγῆϲ ἁλόντων αἱ οὐϲίαι δημεύονται, τῶν δὲ ὀϲτρακιϲμῷ ἀποϲτάντων οὐκ ἀφαιρεῖται τὰ χρήματα ὁ δῆμοϲ· καὶ τοῖϲ μὲν χρόνοϲ ἐνδείκνυται καὶ τόποϲ, οἱ δὲ φεύγοντεϲ οὐδέτερον τούτων ἔχουϲιν. ὅτι Κίμων τῇ ἀδελφῇ Ἑλπινίκῃ ϲυγκοιμηθεὶϲ καὶ διαβληθεὶϲ πρὸϲ τοὺϲ πολίταϲ ἐξωϲτρακίϲθη.
718 Ὀϲτρακόδερμοι ἰχθύεϲ: οἷον ὄϲτρεα, πορφύραι, κήρυκεϲ, ϲτρόμβοι, ἐχῖνοι· ἃ οὔτε θήλεα οὔτε ἄρρενά εἰϲιν.
719 Ὀϲτράκου περιϲτροφή: παροιμία ἐπὶ τῶν ταχέωϲ τι τοιούντων [*](Ε) λεγομένη. Εὐνάπιοϲ· ὥϲπερ ὀϲτράκου μεταπεϲόντοϲ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐχώρηϲε Ῥωμαίοιϲ.
720 Ὄϲτρεια. Τραιανῷ ἐν Πάρθοιϲ ὄντι καὶ τῆϲ θαλάϲϲηϲ ἀπέχοντι ἡμερῶν πολλῶν ὁδὸν Ἀπίκιοϲ ὁ ὀψοφάγοϲ ὄϲτρεα νεαρὰ διεπέμψατο, ὑπὸ ϲοφίαϲ τεθηϲαυριϲμένα.
[*](707 — τόπου cf. Ambr. 572, Zon. 1474 708 — ζῷον Thdr. in Ps. 6, 4 PG 80, 904 a cf. 1108 c Ὀϲτέον sq. cf. Zon. 1475, Thom. 257,12, Moer. 205 10, P 710 — Ὀϲτᾶναι alt. Laert. prooem. 2 711 — ἀξιώματοϲ cf. Ambr. 553 712 — θύρα ═ Lex. de sp.; θύρα ═ Ambr. 577, Zon. 1474 et 1895 713 Ar. Ach. 863 c. sch. 714 ═ Ambr. 565, sch. Ap. Rh. 1, 1297, unde Et. M. 636, 11 715 aliter P, Zon. 1475 716 ═ P, H 717 — ἔχουϲιν sch. Ar. Vsp. 947 cf. Bk. 285, 25 718 Ar. Byz. Epit. 2, 7—10 719 — λεγομένη ═ P, sch. Pl. Rep. 7, 521c ὥϲπερ sq. Eunap. fr. 8 extr. FHG 4, 15 sq. ═ ES 77, 6 — 7 720 l. ═ Ambr. 575 Τραιανῷ sq. Ath. 1, 7 d)[*](710 cf. v. Μ 28 711 cf. v. Ω 246 unde οἶμαι sq. 712 καὶ sq. ex v. Ω 246 713 cf. v. Π 2950 717 hinc v. φυγή extr.; cf. vv. Α 3563 et Κ 1621)[*](A(GFSM))[*]( 1 τόποϲ FS, Zon., p. A καὶ — 2 κύριον om. AF 1 καὶ om. S 9 οἶμαι — 10 ὠθεῖν om. A 11 καὶ — 12 μικροῦ om. AFS 17 ἐξερευνᾶν] καὶ ἐρευνᾶν A ἐρευνᾶν G 19 γὰρ om. S τὰ ὀνόματα τῶν φευξομένων G 717 non nov. gl. S 720 om. F 30 Ὅϲτρεα Aac GMac)721 Ὀϲφραντικόν· ὀϲφραντικὸν αἰϲθητήριόν ἐϲτιν ἡ κατὰ τὰ ἐμπρόϲθια [*](Phil.) τοῦ ἐγκεφάλου μαϲτοειδὴϲ ἀπόφυϲιϲ μετὰ τὰ ὁμοιοειδῆ ὀϲτέα ὡϲ ἐπὶ τὸ ἔνδον. γίνεται δὲ ἡ ἀντίληψιϲ τῶν ὀϲμῶν διὰ τῆϲ διόϲμου τοῦ ἀέροϲ δυνάμεωϲ. καὶ γὰρ δίοϲμόϲ ἐϲτιν ἡ διαπορθμευτικὴ δύναμιϲ [*](Suid.) τῶν ὀϲφραντῶν παρὰ Θεοφράϲτῳ, οὐκ ἔϲτι δὲ ἡ ῥὶϲ τὸ αἰϲθητήριον, ἀλλ’ ἡ μαϲτοειδὴϲ τοῦ ἐγκεφάλου ἀπόφυϲιϲ ἢ ἀπόθεϲιϲ. κατέκειτ᾿ ὀϲφραινόμενοϲ. [*](Ar.) οἱ γὰρ ὑπὸ φόβου ἐκλυόμενοι ὀϲφρήϲει τὸν πόνον παύουϲιν· ὁ δὲ πόνοϲ αὐτοῖϲ ἐκ καρδίαϲ γίνεται.