Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

682 Ὁϲημέραι: διαπαντόϲ, πάντοτε, καθημέραν. ἀντὶ τοῦ ὅϲαι [*](Σ) ἡμέραι. τινὲϲ δὲ καὶ ὁϲημέραι, Ἀττικώτερον δὲ τὸ ὁϲημέραι.

683 Ὁϲία: ἡ ἐπὶ θανάτῳ τιμή, ἢ ἡμέρα.

684 Ὁϲίαν: κηδείαν, τὴν ἐπὶ νεκροῖϲ τιμήν. ἔθαψαν δὲ αὐτούϲ, μὴ [*](Σ + x + Ε) ἀτιμάϲαντεϲ νεκροῖϲ ὁϲίαν. καὶ αὖθιϲ· καὶ τὸν νεκρὸν ἔθαψαν, καὶ [*](Ε) πάντα ἐπέπρακτο ϲὺν τῇ ὁϲίᾳ Ὅϲια δὲ χρήματα, τὰ ἱερά.

[*](Σ)[*](672 Ὀρχήϲτρα ═ Ambr. 477. Ὀρχηϲτήϲ cf. Ambr. 430 675 ὅϲα δὴ sq. Ar. Ach. 1 676 cf. Et. M. 635, 50. — ψιλοῦται cf. Lex. de sp.; φήμη cf. Ambr. 567 ═ sch. Β 93, An. Ox. 2, 462, 4; Ps. Herodian. 103, H 677 — διέξυεν Aelian. fr. 85 678 ═ P, Ba 321,18 679 ═ P, Ba 321,16; l. Aristid. 680 — ἐνίκηϲεν cf. Zen. V 46, Paroem. ed. Gsf. 89 n. 738. οὗτοϲ alt. sq. cf. Paroem. ed. Gsf. 19 n. 194 681 sch. Α 104 ═ 200. ὄμματα ═ Ambr. 580. ὀφθαλμοί Et. M. 635, 53, H cf. Lex. de sp. 682 — καθημέραν ═ P, Ba 321, 15, sch. Pl. Charm. 176b cf. H, Et. M. 635, 47, Moer. 205,13, sch. Ar. Pl. 1006 ὅϲαι ἡμέραι ═ Greg. Cor. p. 64, Et. M. 635, 47 Ἀττικώτερον cf. Greg. Cor. p. 64, Thom. M. 257, 13, Moer. 205, 13 684 — κηδείαν cf. Zon. 1475 ἔθαψαν — ὁϲίαν et καὶ τὸν — ὁϲίᾳ fort. Aelian. Ὅϲια sq. cf. Tim. ═ P)[*](673 ex v. Δ 565 676 cf. 726 680 cf. v. Μ 1466 684 init. cf. v. Α 4639 extr. cf. 687 et 688)[*](672 om. F; Ὀρχήϲτρα δὲ GM 1 Ὀρχηϲτήϲ] Ὀρχηϲτρίϲ G 673 om. A(GFSM) AFS 3 εἰδώλων] καὶ ἡ χάρμαινα in sp. add. Ar 4 δηλοῖ ex GM solis 8 διέξυεν ed. pr.: διέξηεν omnes; ἴϲωϲ διέξηνεν ss. M 678 — 9 om. S; 678 non nov. gl. F 9 τῷ AGM, Ba: τό F, Phot.; del. Hercher 15 κόπου AFSM, Paroem. ed. Gsf.: πόνου G, Zen. οὐκ — 18 ἐνίκηϲεν om. F; 17 οὖτοϲ — 18 ἐνίκηϲεν om. A 18 τῆϲ ρ΄ ὀλυμπίαδοϲ μίαν om. S 681 non nov. gl. A 21 τινὲϲ — ὁϲημέραι alt. om. AFS 23 Ὁϲίαν] καὶ Ὁ. F, non nov. gl. FM 24 καὶ αὖθιϲ— 25 ἱερά om. F 25 ἐπέπραττον S χρήματα post ἱερά transpos. G τά] μὴ add. Port.; 687 contulit Kust., Phot. et Tim. Gsf.)
568
[*](Anth.)

685 Ὁϲίη· οὐ πολλὴ δ’ ἡ χάριϲ, ἀλλ᾿ ὁϲίη. ἀντὶ τοῦ καθαρά, ἐκ ψυχῆϲ ἀνατεθεῖϲα. ἐν Ἐπιγράμμαϲι.

[*](Pron.)

686 Ὁ Σικελικὸϲ τὴν θάλαϲϲαν: Σικελικόϲ, φαϲίν, ἔμποροϲ ϲῦκα ἄγων ἐναυάγηϲεν· εἶτα ἐπὶ πέτραϲ καθήμενοϲ, ὁρῶν τὴν θάλαϲϲαν γαληνιῶϲα ἔφη· οἶδ᾿ ὃ θέλειϲ· ϲῦκα θέλειϲ.

[*](Harp.)

687 Ὅϲιον· Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ πρὸϲ Ἀριϲτογείτονά φηϲι· καὶ τὰ χρήματα, τά τε ἱερὰ καὶ τὰ ὅϲια. καὶ Ἰϲοκράτηϲ· τοῖϲ ἱεροῖϲ καὶ τοῖϲ ὁϲίοιϲ. τὰ δημόϲια ὅϲια λέγοντεϲ. καὶ Δημοϲθένηϲ δὲ ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτουϲ ϲαφῶϲ διδάϲκει τοῦτο. Δίδυμοϲ δέ φηϲι διχῶϲ λέγεϲθαι τὸ ὅϲιον, τό τε ἱερὸν καὶ τὸ ἰδιωτικόν.

[*](Σ)

688 Ὅϲιον χωρίον: τὸ βέβηλον καὶ μὴ ἱερόν, εἰϲ ὃ ἔξεϲτιν εἰϲιέναι. Ἀριϲτοφάνηϲ Λυϲιϲτράτῃ· ὦ πότνιʼ Εἰλείθυια, ἐπίϲχεϲ τοῦ τόκου, ἕωϲ ἂν εἰϲ ὅϲιον ἀπέλθω χωρίον. καὶ ὅϲια χρήματα, τὰ μὴ ἱερά. λέγεται δὲ καὶ τὸ Διονύϲιον. καὶ Δαμάϲκιοϲ· Ὄϲιριϲ, Διόνυϲοϲ. οὐχ ὅϲιόν ἐϲτι τὰ μεγάλα ϲοφὸν γενέϲθαι τὸν τὰ μικρὰ μὴ δυνάμενον. ἐπεὶ δ᾿ ὅϲιον ἦν ἐπιζητῆϲαι τὸν ἀφανῆ γεγονότα ἀδελφὸν τὴν ἐπὶ Καρίαϲ ἐτράπετο.

[*](Ε)

689 Ὁϲιότηϲ: ἡ πρὸϲ θεὸν καθοϲίωϲιϲ. καὶ ἐκεῖνοϲ ὅϲιοϲ ὁ ἑαυτὸν διὰ πίϲτεωϲ καὶ ἔργων ἀγαθῶν καθοϲιώϲαϲ καὶ τῷ θεῷ ἀφιερώϲαϲ. ὅθεν περὶ τοῦ τὸν θεὸν καταλιμπάνοντοϲ καὶ ἀρνουμένου τὰϲ πρὸϲ θεὸν ϲυνθήκαϲ ἔλεγεν ὁ Μωϲῆϲ· μὴ εἴπῃϲ ἐν τῇ καρδίᾳ ϲου, ὅϲιά μοι γένοιτο ἐν τῷ ἀποϲτῆναι ἀπὸ κυρίου. καθάπερ οὖν ὁ τοῦ θεοῦ ἀποϲτάτηϲ καὶ κακοῦργοϲ ἀνόϲιοϲ λέγεται, οὕτωϲ ὁ τῷ θεῷ διὰ πίϲτεωϲ καὶ ἀγαθουργίαϲ οἰκειωθεὶϲ ὅϲιοϲ καὶ δίκαιοϲ εἰκότωϲ ὀνομάζεται.

[*](Σ)

690 Ὁϲιωθῆναι ἡμέραϲ λέγουϲιν ἐπὶ θανάτῳ τινόϲ· οἷον μὴ ἱεράϲ, ἀλλὰ ὁϲίαϲ νομιϲθῆναι.

691 Ὁϲίων· ὅτι ἔφη τιϲ τῶν ὁϲίων· ἄλλουϲ μὲν γὰρ οὐ πάντεϲ ἀπαιτούμεθα ϲῶϲαι, ἑαυτοὺϲ δὲ πάντεϲ πάντωϲ. καὶ ἄλλοϲ· ϲῴζων ϲῷζε τὴν ϲεαυτοῦ ψυχήν.

692 Ὅϲιοι: οἱ εὐϲεβείᾳ ϲυντεθραμμένοι, κἂν μὴ ἱερεῖϲ ὦϲιν.

[*](Greg.)

693 Ὄϲιριϲ: τοῦτον οἱ μὲν λέγουϲιν εἶναι τὸν Διόνυϲον, οἱ δὲ ἄλλον· ὃν ὑπὸ Τυφῶνοϲ δαίμονοϲ ἐϲπαράχθαι, καὶ μέγα πένθοϲ γενέϲθαι [*](685 οὐ — ὁϲίη Anth. 6, 199, 4. καθαρά cf. H v. ὅϲιοϲ 686 cf. Paroem. ed. Gsf. 87 n. 720 687 Harp. ═ P cf. Bk. 288, 3; Hyper. fr. 32, Isocr. 7, 66 Dem. 24, 120 688 — Διονύϲιον ═ P cf. sch. Pl. Rep. 344a, sch. Ar. Lys. 743 Ar. Lys. 742—3 Ὄϲιριϲ—δυνάμενον Dam. fr. 227. ἐπεὶ sq. Dam. (?) fr. 235 689 Georg. 314, 14—22; Deut. 29,19 690 ═ P 691 ϲῳζων sq. Gen. 19, 17 693 sch. Greg. Cat. Bodl. p. 50 (indic. Wentzel)) [*](687—8 cf. 684 extr. 691 cf. v. Δ 1072; hinc v. ϲῶϲαι) [*](A(GFSM))[*]( 2 ἀναταθεῖϲα G 6 Ὅϲιον] Ἀριϲτοφάνηϲ add. F cf. vs. 12 καὶ — 8 ὁϲίοιϲ om. F 8 καὶ — 10 ἰδιωτικόν om. F 8 δὲ om. G 12 Ἀριϲτοφάνηϲ — 17 ἐτράπετο om. F 14 [Ὄϲιριϲ Διόνυϲοϲ] ut ex 693 orta del. Kust. 16 ἦν] ἐϲτιν S 21 ὁ Μωϲῆϲ M: ὁ Μωυϲῆϲ G, v. l. Georg. ὁ Μω in lac. S ὁμοίωϲ A om. F μοι AF: μου GSM 24 ἀγαθοεργίαϲ G, v. l. Georg. 28 ἄλλωϲ S, v. ϲῶϲαι; v. l v Δ 1072 32 καὶ] ὡϲ vel ὥϲτε Bhd.)

569
τοῖϲ Αἰγυπτίοιϲ, καὶ τοῦ ϲπαραγμοῦ μνήμην ποιεῖϲθαι ἐπὶ πάντα τὸν χρόνον.

694 Ὀϲιράζουϲαν· ὁ τόποϲ οὗτοϲ ἐν τῷ ἀντιγράφῳ ἔϲφαλτο, καταϲτρέφει δὲ [*](Suid.) ὅμωϲ εἰϲ τὸ μαγεύουϲαν· γράφει γὰρ ἐν τῷ τέλει· ἤδη δὲ καὶ ἐϲ τὰϲ ὑπερορίουϲ ἀπῳκίϲε τὴν ἀπόρρητον θέμιν, ἔϲ τε Ἀλεξανδρείαν τὴν Ὀϲιράζουϲαν καὶ τῆϲ ἕω πολλαχῆ τὴν μαγεύουϲαν.

695 Ὁ Σκύθηϲ τὸν ἵππον: ἐπὶ τῶν κρύφα τινὸϲ ἐφιεμένων, φανερῶϲ [*](Prov.) δὲ ἀπωθουμένων καὶ διαπτυόντων.

696 Ὀϲμή: ἡ εὐωδία. ὀϲμὴ ἀνωνόμαϲτοϲ ἐϲ βάθοϲ κύκλου χωρεῖ, [*](Δ) καλὸν θέαμα· θυμιαμάτων δ’ αὖραι διαπνέουϲι πλεκτάνην καπνοῦ. [*](Ar.) ζήτει ἐν τῷ ἀόρατον. λύϲιϲ ὀνείρου· δυϲωδίαν νόμιζε τὴν ἀηδίαν.

[*](on.)

697 Ὀϲϲόμενοϲ: ἀνειδωλοποιούμενοϲ, προϲδοκῶν. ἢ τοῖϲ ὀφθαλμοῖϲ [*](Hom.) ὑποβλέπων.

698 Ὅϲον βαϲιλεύτερόϲ εἰμι· Ὅμηροϲ· τὸ ὅϲον ἐνταῦθα οὐκ [*](Hom.) ἔϲτι πλήθουϲ ἐμφαντικόν, ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅϲον εἰμὶ βαϲιλικώτεροϲ.

699 Ὅϲον βιώϲιμον: ὅϲον ζῆϲαι.

[*](Σ)

700 Ὅϲον οὐκ ἀποτετέλεϲτο: ἀντὶ τοῦ ϲχεδόν.

[*](Σ)

701 Ὅϲον οὐκ ἤδη πονηρῶϲ τε καὶ ἀθλίωϲ ἀπολουμένων. καὶ αὖθιϲ· ἐκεῖνον γὰρ ὅϲον οὐ βαϲιλεύειν τῆϲ Ἀϲίαϲ.

[*](Ε)