Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

41 Ὀδίωνοϲ.

[*](Δ)

42 Ὁδίτηϲ: ὁδοιπόροϲ.

[*](Σ)

43 Ὀδμή: ἀποφορά, ὀϲμή.

[*](Ar.)

44 Ὀδόμαντεϲ: ἔθνοϲ Θρᾳκικόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· τίϲ τῶν Ὀδομάντων τὸ πέοϲ ἀποτεθρίακεν; ἀντὶ τοῦ ἔτιλεν.

[*](Synt.)

45 Ὁδοποιῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Soph.)

46 Ὀδόϲ: οὐδόϲ. Σοφοκλῆϲ· ἐπεὶ δ’ ἀφῖκτο τὸν καταφράκτην ὀδόν, (τουτέϲτι τὴν φλιάν), χαλκοῖϲι γῆθεν ἐρριζωμένον. περὶ τοῦ ᾅδοῦ φηϲί.

[*](Harp.)

47 Ὀδόϲ· Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Ἀριϲτοκράτουϲ· ἢ ἐν ὁδῷ καθελών. ἀντὶ τοῦ ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ. τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ Ὁμηρικόν· ἢ ὁδὸν ἐλθέμεναι. εἰ δὲ ψιλωθείη ἡ προτέρα ϲυλλαβή, ϲημαίνει τὸν βαθμόν.

[*](Σ)

48 Ὁδοῦ παρούϲηϲ τὴν ἀτραπὸν ζητεῖϲ: τὸ λεγόμενον. Ἄριϲτοφάνηϲ [*](Suid.) Ἀναγύρῳ· ὅρμου παρόντοϲ, τὴν ἀτραπὸν κατερρύην. καὶ ὀδῷ· βίῳ, ἔργῳ, πίϲτει. Δαυίδ· καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔϲτη.

49 Ὁδοὶ καὶ πολιτεῖαι· ζήτει ἐν τῷ βίοϲ.

[*](Δ)

50 Ὀδώδαϲιν.

[*](Σ)

51 Ὀδωδεν: ὄζει. ἧϲ καὶ ὑπ᾿ εὐώδει τύμβοϲ ὄδωδε κρόκῳ. περὶ [*](Anth.) Λαΐδοϲ ὁ λόγοϲ τῆϲ ἑταίραϲ.

[*](Δ)

52 Ὀδωδώϲ: ὄζων. καὶ Ὀδωδότι.

[*](Δ)

53 Ὁδωτὴ θάλαϲϲα.

[*](Σ)

54 Ὁδοιδόκοϲ: ὁ ἐν ταῖϲ ὁδοῖϲ πανοῦργοϲ κλώψ. καὶ Ὁδοιδοκῶ, [*](Δ) τὰϲ ὁδοὺϲ ἐπιτηρῶ.

[*](Δ)

55 Ὁδοιπορία. καὶ Ὁδοιπόριον, τὴν ἐπὶ τῷ ϲυμπλεῦϲαι [*](Σ) εὐωχίαν.

[*](37 ═ Ambr. 46, Zon. 1425 39 ═ Ambr. 47, Zon. 1425 cf. Et. M. 615, 16 40 ═ P 41 ═ Ambr. 49 42 ═ sch. Π 263, Zon 1425 43 ═ P, Ba 312, 18 cf. Ps. Herodian. 97, H, Bk. 110, 23 44 Ar. Ach. 158 c. sch. 156 et 158 45 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 298,16 46 Soph. C 1590—1 c. sch. 47 Harp. ═ P cf. An. 0x. 2, 497, 14; Dem 23, 53, Α 151 48 — κατερρύην ═ P; Ar. fr. 47 καὶ ἐν sq. Ps. 1, 1 51 ὄζει ═ P, Ba. 312, 22 cf. Ap. S. 118, 29, unde H; sch. ε 60, Zon. 1427 ἦϲ —κρόκῳ Anth 7, 218, 8 52 — ὄζων Ambr. 64 cf. H 54 κλώψ P, Ba 312, 19 cf. H Ὁδοιδοκῶ sq. ═ Ambr. 72 cf. 65, Zon. 1425 55 Ὁδοιπορία ═ Ambr. 56 Ὁδοιπόριον sq ═ P, Ba 312, 20 cf. H (in ο 505))[*](44 cf. vv. 3586 et Π 987 47 cf. v. H 121 48 καὶ ὀδῷ—πίϲτει ex v. Ε 1386 49 ex v. B 294)[*](A(GFVM))[*]( 38 om. AF 41 post 36 G mg. M; ὄνο(μα) add. V cf. Ambr. 48 10 ἔτιλι λεν G VM 12 οὐδόϲ post Σοφοκλῆϲ V om. F 13 τὴν om. F 16 καὶ alt. om. F 17 ϲημείωϲαι cp. AM 18 ἀτραπιτὸν A 19 καὶ— 20 ἔϲτη om. A FG mg. M 49 om. AF G post 52 V post 48 mg. M 21 ζήτει —βίοϲ om. V 51 non nov. gl. GM 24 ὁ λόγοϲ om. V 29 Ὁδοιπορία] Ὁδοιπορίαν F)
509

56 Ὀδύνη: πόνοϲ.

[*](Δ)

57 Ὀδυνηρόϲ.

[*](Δ)

58 Ὀδυνήφατοϲ: ἡ τὰϲ ὀδύναϲ ἀφανίζουϲα.

59 Ὀδύρω· Ὀδύρωμαι δὲ ἀντὶ τοῦ ὀδυροῦμαι μέλλοντοϲ. καὶ [*](Δ) ὁ Λιβάνιοϲ. νυνὶ δὲ τὴν κόνιν ϲιγῇ ὀδύρωμαι.

60 Ὀδύρομαι· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)