Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
162 Ὀλίγου δεῖν: ϲχεδόν, παρὰ μικρόν. λέγεται δὲ καὶ χωρὶϲ τοῦ δεῖ. καὶ ὀλίγου δέω φάναι ὡϲαύτωϲ.
163 Ὀλιγοχρονῶ.
164 Ὀλιγωρήϲαϲ: ἀμελήϲαϲ, ἀφροντιϲτήϲαϲ. τῶν νενομιϲμένων τοῖϲ τελευτήϲαϲι ὀλιγωρήϲαϲ τιμῶν.
165 Ὀλιγωρήϲεται: ἀντὶ τοῦ ἀμελήϲεται. Δημοϲθένηϲ Φιλιππικοῖϲ· ὀλιγωρεῖ γὰρ λέγεται τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν. ἔϲτι δὲ τὸ μὲν ὀλίγην ἀντὶ τοῦ οὐδὲ ὀλίγην. ὡϲ ἐν τῷ, ἦ ὀλίγον οἱ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύϲ. ὤρα δὲ ἡ φροντίϲ.
166 Ὀλιγωρῶ· γενικῇ.
167 Ὀλιζῶνεϲ: ἔθνοϲ Θρᾳκικόν.
168 Ὀλίζονοϲ: μικρᾶϲ.
169 Ὄλιϲβοϲ: αἰδοῖον δερμάτινον, ᾧ ἐχρῶντο αἱ Μιλήϲιαι γυναῖκεϲ, ὡϲ τριβάδεϲ καὶ αἰϲχρουργοί ἐχρῶντο δὲ αὐτοῖϲ καὶ αἱ χῆραι γυναῖκεϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐκ εἶδον οὐδ’ ὄλιϲβον ὀκταδάκτυλον, ὃϲ ἂν ἡμῖν ϲκυτίνη πικουρία. παρὰ τὴν παροιμίαν, ϲυκίνη ἐπικουρία. ἐπὶ τῶν ἀϲθενῶν.
170 Ὀλιϲθηρόϲ: εὐόλιϲθοϲ, εὐχερῶϲ μεταγινώϲκων.
171 Ὁλκάϲ: παρὰ Θουκυδίδῃ ἡ ἐμπορικὴ ναῦϲ. καὶ Ὁλκάδεϲ, [*](Σ) πλοῖα. ἐν ταῖϲ δὴ λεγομέναιϲ ὁλκάϲι μακραῖϲ τὰ βαρβαρικὰ διεβίβαϲαν [*](EL) πλήθη.
172 Ὁλκεῦϲιν· οἱ δὲ Τρῶεϲ ὁλκεῦϲι πολλοῖϲ καὶ ἀρτήμαϲιν ἐνάψαντεϲ ὑπότροχον ὄντα εἷλκον εἰϲ τὴν πόλιν.
[*](158 ὁ — πιεῖν lambl. fr. 10* μικρά cf. H, Et. M, 621, 41 καὶ ϲπονδήν sq. Anth. 6, 251, 4 159 ═ P, Ba 316, 9 cf. H v. ὀλίγιοι 162 — δεῖν ═ P, Ba 316, 12 cf. H, Zon. 1444 164 — ἀμελήϲαϲ cf. H τῶν sq. Aelian. 165 Harp. ═ P; Dem. 1, 17, Ε 800 166 ═ Synt. Gud., Ambr. 218, An. Ox. 4, 298, 22 cf. Synt. Laur. 167 ═ Ambr. 190 168 cf. Et. M. 622, 2 (in Dionys. Per. 239); l. ═ Ambr. 211 (cf. 174) 169 Ar. Lys. 109—110 c. sch. 170 ═ P, Ba 316, 14 171 — ναῦϲ sch. Thuc 2, 91, 3; ναῦϲ ═ Lex. de sp., Ps. Hero- dian. 99 cf. H, Et. M 622, 5 Ὀλκάδεϲ, πλοῖα ═ P, Ba 316, 15 cf. H ἐν- πλήθη Men. Prot. fr. 48, FHG 4, 252 ═ EL 208, 29, 30 172 ad v Ε 1568 ret tulit Hemst., Mic. Dam. attr. Bhd)[*](165 cf. 158, vv. Ω 149—50, 158, Θ 225 169 cf. v ϲύκινον 171 Men. cf v. Ε 995)[*](A(GFV M))[*]( 161 om. V, non nov. gl. GF ambigue A 162 non nov. gl. V 163 om. A 10 τῶν νενομιϲμένων G M ec; τοῖϲ νενομιϲμένοιϲ A F V M ac 12 Ὀλιγωρήϲετε et ἀμελήϲετε G Mec, Harp. plen. 12 Δημοϲθένηϲ] ἐν add. A 13 ὀλίγην alt.] ὀλίγον G ὀλίγα V 14 τῷ] τῇ AF V 136 om. AF 17 Θρᾳκῶν F V, Ambr. Θεϲϲαλικόν coll. Steph. Byz. Berkelius 20 ὡϲ —γυναῖκεϲ om. AV 21 Ἄρι- ϲτοφάνηϲ— 23 ἀϲθενῶν om. F 28 ἀνάψαντεϲ G 29 ὑπότροχον FMΥΡ: ὑπὸ τρόχον AG V M ac τὴν om. F)173 Ὁλκῇ: δυνάμει, ἢ βάρει, ἢ ϲταθμῷ. καὶ τὸν ϲτρεπτόν, ὃν [*](Σ) ἐφόρει, ὁλκῆϲ γενικῆϲ χρυϲοῦ ὄντα ἀφαιρεῖται. φηϲὶν Αἰλιανόϲ.
[*](Ε)174 Ὁλκήν: ἐπαγωγήν, τροπήν.
[*](Σ)175 Ὁλκόν: ἰϲχυρὸν τόνον, ἢ ἑλκυϲτικόν, ἢ ὅρμον, ἢ ὁδόν. ὁ δὲ [*](Σ) τὸ ὑλκὸν τοῦ ὕδατοϲ ἔκοψεν.
176 Ὁλκόϲ: ὁδόϲ, ἢ ἀγωγὸϲ ῥεύματοϲ, ἢ οὐρά. ἢ ὁλκὸϲ κυρίωϲ τὸ [*](Σ) τῶ δρακόντων ϲύρμα, καταχρηϲτικῶϲ δὲ καὶ τὸ τῆϲ τρόπιδοϲ ἔκταμα· δρακοντοειδὲϲ γὰρ διὰ πάϲηϲ τῆϲ νεὼϲ διῆκον.
177 Ὁλκὸϲ ἄνθρωποϲ: ὁ ἑλκυϲτικὸϲ καὶ ἐπαγωγόϲ.
[*](Σ)178 Ὁλκοῖϲ: ἄγειν καὶ ἐφέλκεϲθαι δυναμένοιϲ.
[*](Σ)179 Ὁλκούϲ: ἐφελκομέναϲ.
[*](Σ)180 Ὁλκούϲ: ναυϲτάθμουϲ.
[*](Σ)181 Ὅλμοϲ: τὸ μαγειρικὸν ἐργαλεῖον. καὶ ὁ τρίπουϲ τοῦ Ἀπόλλωνοϲ. [*](Ar.) καὶ ὁλμειόϲ, ϲτρογγύλοϲ λίθοϲ, εἰϲ ὃν κόπτουϲιν ὄϲπρια καὶ ἄλλα τινά.