Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
182 Ὀλοή: ὀλεθρία.
[*](Δ)183 Ὀλοθρεύων· αἰτιατικῇ. ἔϲτιν ἐν τῷ ὕϲϲωποϲ.
[*](Synt. + Suid.)184 Ὁλοκαρπούμενον: ὅλον προϲφερόμενον.
[*](Σ)185 Ὁλοκαυτώματα: ἡ θυϲία.
[*](Δ)186 Ὀλολυγή: ἡ βοή.
[*](Δ)187 Ὀλολύγιον.
[*](Δ)188 Ὄλωλα: ἀπόλωλα. καὶ Ὄλοιτο, εὐκτικῶϲ.
[*](Δ)189 Ὀλώλαμεν: ἀπολώλαμεν.
[*](Σ)190 Ὅλῳ ποδί: ὅλῃ δυνάμει.
[*](Σ)191 Ὀλολυζέτω: θρηνείτω. κυρίωϲ ἐπὶ γυναικῶν. Ὅμηροϲ· αἱ δ’ [*](Δ?) ὀλολυγῇ πᾶϲαι Ἀθήνῃ χεῖραϲ ἀνέϲχον
192 Ὀλολυζέτω πίτυϲ, ὅτι πέπτωκε κέδροϲ: τουτέϲτι τῶν [*](Ε) ἰϲχυρῶν πιπτόντων τὰ ἀϲθενέϲτερα παιδευέϲθωϲαν καὶ ϲωφρονιζέϲθω ϲαν. καὶ ὁ Σολομῶν λέγει· τῶν ἀϲεβῶν πιπτόνλων, δίκαιοι κατάφοβοι γίνονπαι. καί, λοιμοῦ μαϲτιζομένου ἄφρων πανουργότεροϲ γίνεται.
[*](173 — ϲταθμῷ ═ P, Ba 316, 16 cf. H καὶ sq. Aelian fr. 162 174 ═ P, Ba 316, 17 175 ὀδόν ═ P, Ba 316, 19 ὁ sq. cf. Men. Prot. fr. 15 FHG 4, 220 b ═ EL 189, 7 173 ═ P, Ba 316, 21 cf. H, Et. M. 622, 8, sch Luc. 247, 9, Philop. diff. 177 ═ P cf. Bk. 111,1 178 ═ P, Ba 316, 18 179 ═ P, Ba 316, 25 180 ═ P, Ba 316, 26 cf. H 181 sch Ar. Vsp. 238 cf. sch Λ 147, H 182 ═ sch. Χ 5, H cf. Ambr. 193, Et. M 622, 25 183 — αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. et Laur. 184 ═ P, Ba 316, 27, H, Zon. 1445 (gl. sacra) 185 ═ Ps. Hero- dian. 99 186 ═ Ambr. 192 187 cf. Zon. 1445 188 — ἀπόλωλα cf. H, Zon. 1445, Ps. Herodian. 99 189 ═ P, Σ a cf. H 190 ═ P, Σ a 191 — θρη- νείτω cf. Ambr. 217, Ps. Herodian. 99 αἰ sq. Z 301 192 Georg. 645, 913 Zach. 11, 2; Prov. 29, 16 et 19, 25)[*](181 cf. v. Ε 1387 182 cf. 195)[*](2 γεννικῆϲ G, Valck. 178 non nov. gl. G 179 —180 om. F 13 ὁ A(GFV M) om. GM 183 ex mg. M: om. rell. 19 Ὁλοκαύτωμα G V M, Ps. Herodian. 188—190 extra ord. 191 om. F 192 non nov. gl. V 29 καὶ ὁ— 30 γίνεται om. V)193 Ὀλολύζειν: τὸ μετὰ κραυγῆϲ εὔχεϲθαι. Ὀμηροϲ· αἱ δ᾿ ὀλόλυξαν.
194 Ὀλολύζει ὁ γέρων, εἰϲ τὴν θηλύτητα αὐτοῦ καὶ λαγνείαν ἀποβλέπων.
195 Ολοόϲ: δαϲυνομένηϲ μὲν τῆϲ πρώτηϲ ϲυλλαβῆϲ δηλοῖ ὁ φρόνιμοϲ καὶ ὑγιήϲ, ψιλουμένηϲ δὲ ὀλέθριοϲ.
196 Ὀλοόφρονοϲ: τοῦ ὀλέθρια φρονοῦντοϲ.
197 Ὄλοροϲ, Ὀλόρου: ὄνομα κύριον.
198 Ὀλόϲ· θολόϲ.
199 Ὅλοϲ καὶ πᾶϲ· ἦν δὲ ὅλοϲ καὶ πᾶϲ πρὸϲ τὸ πολεμεῖν. ἤ, [*](Ε) πρὸϲ τὸ παραβάλλεϲθαι καὶ διακινδυνεύειν ὅλοϲ καὶ πᾶϲ ἦν. ὅλοϲ [*](Ε) καὶ πᾶϲ ἦν τῇ διανοίᾳ περὶ τοὺϲ ἐνεϲτῶταϲ κινδύνουϲ. ἀντὶ τοῦ πάϲῃ δυνάμει.
200 Ὁλοϲχερῶϲ: ὁλοτελῶϲ.
201 Ὀλοϲχοίνῳ· Αἰϲχίνηϲ ἐν τῷ Περὶ τῆϲ παραπρεϲβείαϲ. Θεόφραϲτοϲ δὲ τρία εἴδη ϲχοίνου φηϲίν, ὧν ὁ τρίτοϲ μεγέθει καὶ εὐϲαρκίᾳ διαφέρω ὁλόϲχοινοϲ καλεῖται.