Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
61 Ξηραλοιφεῖν· Αἰϲχίνηϲ κατὰ Τιμάρχου. ξηραλοιφεῖν ἔλεγον τὸ χωρὶϲ λουτρῶν ἀλείφεϲθαι. μήποτε δὲ καὶ τὸ ὑπὸ τῶν ἀλειπτῶν λεγόμενον ξηροτρίβεϲθαι οὕτωϲ ἐλέγετο.
62 Ξηραλοιφία καὶ Ξηραλοιφεῖν: τὸ ἄνευ τοῦ λούεϲθαι ἀλείφεϲθαι.
63 Ξηραίνω· αἰτιατικῇ· τὸ ψύγω.
64 Ξηρίον: εἶδοϲ ἰατρικῆϲ.
65 Ξηρόλοφοϲ· ὅτι τὸν Ξηρόλοφον πρῴην Θέαμα τινὲϲ ἐκάλουν· ἐν αὐτῷ γὰρ κοχλίαι ιϚ΄ καὶ Ἀρτέμιδοϲ ϲύνθετοϲ ϲτήλη καὶ Σευήρου τοῦ κτίϲαντοϲ καὶ θεμάτιον τρίπουν. ἔνθα ἐθυϲίαϲε πολλὰϲ θυϲίαϲ Σευῆροϲ· ἔνθα καὶ χρηϲμοὶ πολλοὶ τῷ τόπῳ γεγόναϲι· καθ’ ὃν καιρόν [*](55 cf. Ambr. 31 56 ═ P, Ba 311, 5 (in ξ350) 57 Ξεινήϊον cf. Ambr. 36, H 59 ═ P, Ba 310, 28 cf. H, Zon. 1415, Ambr. 10 (gl. Hom.) 60 ═ Ambr. 44 Zon. 1416 61 Harp. ═ P cf. Zon. 1417; Aesch. 1. 138 62 ═ P, Zon 1417 cf. sch. Luc. 192, 23, Bk. 284, 13, H 63 cf. Zon 1417. — αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 298, 13 ψύγω ═ Ambr. 49 cf. Ps. Herodian. 95 64 ═ Ambr. 47 cf. Ps. Herodian 95 65 ═ Preger 160, 21—161, 5 (═ 32, 7—13)) [*](57 cf. 37) [*](A(GFV M))[*]( 2 ἐκ om V 3 κατέλευϲαν] ἐκέλευϲαν V 5 θείου G 8 Αἰγυπτίων G τε ex A solo Κυπρίων] πλείϲταϲ ἔχων add. ed pr. post vs. 7 μὲν lac. statuit Bhd. 10 δὲ om. GM καὶ om. V 12 τε om. G V 13 αὐτῶν A νεῶν G 14 δὲ om. A 23 μήποτε— 25. 26 ἀλείφεϲθαι om. A 62 om. F 28 ἰατρικῆϲ F, Ambr.: cp. A ἰατρικόν G V M 29 Θέαμα F, Preger: Θέμα AVM μὲν Θέμα G 30 Σεβήρου cett. G V M)
66 Ξηρόϲ: ὁ ἰϲχνόϲ.
67 Ξηρὸϲ ἱδρώϲ: ὁ μὴ ὑπὸ λουτρῶν, ἀλλʼ ὑπὸ γυμναϲίων καὶ πόνων [*](Σ) γινόμενοϲ.
68 Ξηρὸϲ λίθοϲ: ὁ ἄνευ πηλοῦ κτιζόμενοϲ. ἦν γὰρ λίθῳ ξηρῷ διεϲκευαϲμένον τὸ φρούριον ἐκ μεγάλων λίθων ϲυνηρμοϲμένον.
[*](Ε)69 Ξίριϲ: εἶδοϲ φυτοῦ ἀρωματικοῦ.
70 Ξιφήν: ὁ φέρων ξίφοϲ.
71 Ξιφήρηϲ: ξίφοϲ ἔχων. καὶ τὸ πληθυντικὸν Ξιφήρειϲ.
[*]( Σ Δ)72 Ξιφηφορία: φέρειν τὰ ξίφη. καὶ Ξιφηφόροϲ.
73 Ξιφίζειν: τὸ χειροτονεῖν, παραπλήϲιον ξίφει τὸ τῆϲ χειρὸϲ [*](Σ) ϲχῆμα ποιοῦντα. λύϲιϲ ὀνείρου· ξίφοϲ καταϲχὼν ὅπλον εὑρεῖν προϲδόκα.
[*](On)74 Ξιφιϲμόϲ: ϲχῆμα ἐκ τῆϲ ἐμμελείαϲ καλουμένηϲ.
75 Ξιφοκτονεῖν: ξίφεϲιν ἀναιρεῖν.
76 Ξίφοϲ καὶ Ξιφίδιον.
77 Ξιφουλκία. οὐκ εἶναί φαϲι ξιφουλκίαϲ εὐμοιρίαν.
[*](Δ|)78 Ξόανον: ἄγαλμα, εἴδωλον, ζῴδιον, ἀνδριάϲ.
79 Ξούθη: εὐμορφοτάτη. οὐδέ με κεκλιμένον ϲκιερὴν ὑπὸ φυλλᾴδα [*](Ar.) τέρψειϲ, ξουθῶν ἐκ πτερύγων ἡδὺ κρέκουϲα μέλοϲ.
[*](Anth.)80 Ξουθῆϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· διʼ ἐμῆϲ γένυοϲ ξουθῆϲ μελέων Πανὶ [*](Ar.) νόμουϲ ἱεροὺϲ ἀναφαίνω.