Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

161 Ξυρόϲ: τὸ ἐργαλεῖον.

162 Ξυροῦ ἀκμῆϲ: τοῦ ὀξυτάτου, κατὰ λεπτότητα τῶν ϲιδηρίων.

[*](Σ)

163 Ξύϲϲιτοϲ: ϲύντροφοϲ, ϲυνδιαιτητήϲ.

164 Ξύϲκην οϲ· Θουκυδίδηϲ· τῶν τε ξυϲκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμανύμενοι.

[*](Suid.)

165 Ξυϲταθεύϲω: ϲὺν ϲοὶ ὀπτήϲω τῷ ἔρωτι. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν [*](Ar.) κρεῶν.

166 Ξυϲτάρχειϲ: τοῦ γυμναϲίου ἄρχειϲ.

167 Ξυϲτίδα: λεπτὸν ὕφαϲμα, περιβόλαιον.

168 Ξυϲτίδα: τὸ παχὺ ἱμάτιον.

169 Ξυϲτίϲ: χιτὼν ποδήρηϲ γυναικεῖοϲ. οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα [*](Σ) ἐϲκευοποιημένον καὶ ἔχον ἐπιπόρπημα. οἱ δὲ τὸ λεπτόν, παρὰ τὸ ἐξύϲθαι. ἰδίωϲ δὲ τὸ τῶν τραγῳδῶν ἔνδυμα. Ξυϲτὶϲ λέγεται τὸ Ar. [*](151 Ar. Eq. 257 c. sch. 152 sch. Ar. Nu. 15 153 ═ P, Ba 311, 17 cf. H, Ambr. 70 154 Soph. Ai. 383 c. sch. 155 Harp. ═ P 156 Soph. Ai. 786 c. sch. 157 ═ P, Ael. D. fr. 265 ex Eust. l. 939, 14 158 cf. Ps. Hero dian. 180 159 ═ P, Σa, Ba 311, 21 160 ═ Diogen. VI 91 162 ═ P, Ba 311, 19 163 sch. Ar. Pl. 602 165 sch Ar. Lys. 844 166 ═ P, Ba 311, 23 167 ═ P, Ba 311, 24, sch. Pl Rep. 420e cf. sch. Theocr. 2, 74 b; — ὕφαϲμα Zon. 1419, H 169 vs. 30 ἔνδυμα ═ P, Bk. 284, 14 cf. sch Pl. Rep. 420e, H, Tim., sch. Theocr. 2, 74 b c, Et. M. 612, 27 vs. 30 Ξυϲτὶϲ — p. 504, 4 ἔχων Ar. Nu. 70 c. sch.) [*](152 —3 cf. v. ϲυνωρίϲ 163 cf. v. ϲύϲϲιτοϲ 164 ex v. Ε 605) [*](1 ϲυνωμοϲίαν GF V 2 ξυνθήκαϲ A τινοϲ F V 3 βοηθεῖτʼ A F A(GFV M) 152 om. A 153 om. F 154 om. A 8 θεῷ] θεῷ γὰρ F V κὀδύρεται F V 9 καλὰ F V 12 χαίρειν] τινά e Soph. add. G M 13 παρέλκον G 15 Ξυ- ριϲμόϲ F 16 κομπάκια A ξυγάβδια GM ξυγάδια V cf. Ba 160 om. A 17 Ξυρὸϲ G Mac, Diogen παροιμία om F 18 ὄνοϲ ed. pr., s. v. ὄνοϲ εἰϲ, Diogen. 164 ex mg. M: om. rell. 27 Ξυϲτίδα A: καὶ Ξ. G F M; τὸ δὲ π. ἱμ. ξυϲτίδα V παχὺ corruptum sec Bhd 30 Ξυϲτὶϲ] nov. gl. G F M)

504
κροκωτὸ ἱμάτιον, ὃ οἱ ἡνίοχοι μέχρι νῦν φοροῦϲι πομπεύοντεϲ. χρῶνπαι δὲ αὐτῷ καὶ οἱ τραγικοὶ βαϲιλεῖϲ. ξύϲτιδα δὲ προπαροξυτόνωϲ οἱ Ἀττικοί. Ἀριϲτοφάνηϲ Μεφέλαιϲ· ὥϲπερ Μεγακλέηϲ ξύϲτιδ᾿ [*](Harp.) ἔχων. Ξύϲτιϲ ἐϲτὶ καὶ ἱππικὸν ἔνδυμα, ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Νεφέλαιϲ

[*](Σ)

170 Ξυϲτόν: δορύλλιον, ἀκόντιον· καὶ τὸ τέλειον δόρυ· καὶ ὁ τόποϲ, [*](Ε) ἔνθα οἱ ἀθληταὶ γυμνάζονται. Ἀρριανόϲ· τὰ ϲημεῖα τῆϲ ἐπιλέκτου ϲτρατιᾶϲ ἀετοί, εἰκόνεϲ βαϲίλειοι, ϲτέμματα, πάντα χρυϲᾶ, ἀνατεταμένα ἐπὶ ξυϲτῶν ἠργυρωμένων.

[*](Δ)

171 Ξυϲτόϲ: ὁ ἐξεϲμένοϲ.

[*](169 vs. 4 Ξύϲτιϲ sq. Harp. (in br. contr) cf. P; Ar. Nu. 70 170 — γυμνά- ζονται ═ P cf. Bk. 284, 18, Et M. 612, 25, H, Ba 311, 26, Ambr. 61 τὰ sq).)[*](Arr. Parth. fr. 98 cf. Dex. FGr Hist 100 fr. 6 init ═ EL 381, 9—11 171 cf. Ambr. 61)[*](A(GFV M))[*](1 φορέουϲι A 2 δὲ alt. om. GM 3 Μεγακλέη AF Μεγακλέουϲ G μέγα κλέοϲ V 4 ἐϲτὶ] δὲ F)
505

1 Ὄα: ἀκροδρύων εἶδοϲ, μήλοιϲ μικροῖϲ ἐμφερέϲ. ὀπώρα, ἡ ὄα.

[*](Σ)

2 Ὀαρίζω: τὸ γυναιξὶ λαλῶ. ὄαροϲ γὰρ ἡ ὁμιλία.

[*](Δ)

3 Ὀαριϲμοί: διαλογιϲμοί.

[*](Σ)

4 Ὀαριϲτύϲ: γυναικώδηϲ ὅμιλοϲ.

[*](Δ)

5 Ὀβελίαϲ ἄρτοϲ.

[*](Δ)

6 Ὀβελόϲ· καὶ Ὀβελίϲκοϲ, ἡ ϲούβλα. Ξενοφῶν· ἐπάταξεν [*](Δ) ἔνδον βουπόρῳ τιϲ ὀβελίϲκῳ διαμπερὲϲ τὸν μηρὸν τοῦ ἐγγυτάτω. [*](Ε) καὶ παροιμία· ὁ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ. ἐπὶ τῶν τὰ χείρονα ἀντὶ [*](Prov.) τῶν κρειττόνων αἱρουμένων.

7 Ὀβολόϲ: ὁ τόκοϲ. εἶδοϲ νομίϲματοϲ. ὀβολὸϲ δὲ παρὰ Ἀθηναίοιϲ [*](Σ) ἐξ ἐϲτι χαλκῶν, ὁ δὲ χαλκοῦϲ λεπτῶν ζ΄ τὸ δὲ τάλαντον τοῦ ἀργυρίου τῶ νῦν δ΄ καὶ νομιϲμάτων η΄ καὶ Ϛ΄· ἡ δὲ μνᾶ ἑξηκοϲτόν ἐϲτι τοῦ ταλάτου. τὸ δὲ τάλαντον τοῦ χρυϲίου ἑξαπλάϲιόν ἐϲτι.

8 Ὀβολοῦ κοριάννοιϲ τὴν βουλὴν ἀναλαβὼν ἐλήλυθ θα: [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ. ἀντὶ τοῦ ϲυναρπάϲαϲ ἱκανοὺϲ καὶ κουφίϲαϲ καὶ μετεωρίϲαϲ εἰϲ ἐμαυτὸν τῇ εὐνοίᾳ ἔπειϲα ῥέπειν. Ὀβολοὶ δέ εἰϲιν [*](Ε) οὓϲ καλοῦμεν φόλλειϲ. ὁ Ἰουϲτινιανόϲ, τῶν ἀργυραμοιβῶν ὑπὲρ ἑνὸϲ ϲτατῆροϲ χρυϲοῦ προῖεϲθαι τοῖϲ ξυμβάλλουϲιν εἰωθότων ι΄ καὶ ϲ΄ ὀβολούϲ, αὐτὸϲ ἐπιτεχνώμενοϲ κέρδη οἰκεῖα π΄ καὶ ρ΄ μόνουϲ ὑπὲρ τοῦ ϲτατῆροϲ διετάξατο δίδοϲθαι ὀβολούϲ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) Φεῦ, ὡϲ μέγα δύναϲθον πανταχοῦ δύ’ ὀβολώ. διὰ τὸ λεγόμενον, ὅτι τοῖϲ νεκροῖϲ ἐπὶ τοῦ ϲτόματοϲ δύο ὀβολούϲ. λέγεται καὶ τριώβολον. τῶν ϲτρατηγῶν βλακείαϲ χάριν προϲτιθέντων. ζήτει περὶ ὀβολοῦ ἐν τῷ ἀϲϲάρια.

[*](1 — ἐμφερέϲ Tim. ═ P cf. Zon. 1421 2 cf. sch. Z 516; —λαλῶ cf. Ambr. 12, Lex. de sp.; ὄαροϲ sq. ═ Apion 3 ═ P cf. Ba 312, 1, H, Zon. 1421 4 cf. Ambr. 6 ═ Lex. de sp.; Et. M. 612, 53 5 ═ Ambr. 17 cf. H ═ Zon. 1422; Bk. 111, 7, P 3 — ϲούβλα cf. Et. M 613, 2, Ps. Herodian. 96, Ambr. 14 ἐπάταξεν — ἐγγυτάτω Χen. An. 7, 8, 14 τὸ sq. cf. P v. τὸ θ., Zen. VI 19 7 ═ P, Ba 312, 3, Σa cf. sch. Greg. Ann. p. 232, H 8 — δέπειν Ar. Eq. 682 c. sch. Ὀβολοὶ— vs. 20 ὁβο-  λούϲ Proc. h. a. 25, 12 cf. Zon. 1422; φεῦ— προϲτιθέντων Ar. Ran. 141 c. sch.)[*](6 extr. cf. v. τὸ θερμόν 8 Proc. cf. v. Κ 1413. Ar. Ran. cf. vv. B 317, τριω- βολιμαῖοϲ, φεῦ)[*](2 γυναικὶ 8 καὶ—9 αἱρουμένων om. F 9 κρείττονα A ἑλομένων G A(GFV M) 10 ὁ om. G 11 ἔξ] ἔξω A 17 φόλειϲ G V, Proc. cf. porro Ambr. 15 ═ Ps. Herodian. 96 et 213, Zon. 1422 17 ὁ— 24 ἀϲϲάρια om. F 17 ὁ — 20 ὀβολούϲ post vs. 23 προϲτιθέντων V 17 ὁ] ὁ δὲ G 18 ϲτατῆροϲ] ἤγουν νομίϲμα- τοϲ ss V ϲ΄] διακόνουϲ G 21 δύναθον V, qui ἤγουν δύνανται ss. 23 προτιθέντων V)
506
[*](Harp.)

9 Ὀβολοϲτατεῖ: ἀντὶ τοῦ δανείζει. Λυϲίαϲ· οὐδ’ ἂν οἱ πολλοὶ ἐλάττονα τόκον λογίϲαιτό τιϲ, ἢ ὅϲον οὗτοι ὀβολοϲτατοῦντεϲ τοὺϲ ἄλλουϲ πράττονται. ἔλεγον δὲ ὀβολοϲτάταϲ τοὺϲ δανειϲτάϲ, ὡϲ Ὑπερίδηϲ καὶ ἡ κωμῳδία.