Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

141 Ξυνίαϲι: ϲυνέρχονται.

[*](Ar.)

142 Ξυνίειϲ: ὑπονοεῖϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· εἶτʼ οὐ ξυνίειϲ τὴν ἐπίνοιαν τοῦ θεοῦ.

[*](Δ)

143 Ξύνιον: ἤκουον.

[*](Soph.)

144 Ξυνθήματα: ὑπομνήματα. Σοφοκλῆϲ· οὖ τὰ Θηϲέωϲ Πειρίθου τε κεῖται πιϲτὰ ξυνθήματα, ἃ ἔθεντο πρὸϲ ἀλλήλουϲ περὶ τῆϲ εἰϲ ᾅδου [*](Ε) καταβάϲεωϲ. καὶ αὖθιϲ· ὥϲπερ ἀπὸ ξυνθήματοϲ αὐτοκράτορα τοῦτον [*](Ε) ἐπευφήμηϲεν ὁ ϲτρατόϲ. οὐκ ἀφ᾿ ἑνὸϲ ξυνθήματοϲ, ἀλλὰ διεϲπαϲμένωϲ καὶ οὐκ εἰϲ ἓν ξυμβαίνουϲαν τὴν βοήν.

[*](Σ)

145 Ξυνοδόκοϲ: ξενοδόχοϲ.

[*](Δ)

146 Ξυνόν: κοινόν.

147 Ξυνοπαδόϲ: ὁ ἑπόμενοϲ, καὶ ἀκολουθῶν,

[*](Soph.)

148 Ξυνουϲίᾳ: τῷ ἔργῳ. τῇ πείρᾳ. ταῦτ’ ἐϲτίν, ὦ ξέν’, οὐ λόγοιϲ τιμώμενα, ἀλλὰ τῇ ξυνουϲίᾳ πλέω. Σοφοκλῆϲ.

[*](Δ)

149 Ξυνωμοϲία: ἡ ὁρκωμοϲία.

150 Ξυνωμότηϲ: ϲυϲταϲιαϲτήϲ. ξυνωμότηϲ ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά.

[*](131 Soph. Ai. 593 c. sch. 132 ═ H, sch. B 26, Et. M. 611, 52 cf. Ambr. 86 133 ὁ—ἥκων+ καὶ ἀρετῆϲ sq. Proc. Bell. 3, 3, 6 134 Ar. Pac. 71 c. sch. 135 cf. L, Ambr. 62 et 71 136 cf. Et. M 612, 10 137 Ar. Ach. 83 c. sch. 138 ═ P, Ba 311, 15, sch. Α 124, Et M, 612, 10 cf. H 139 aliter H 141 ═ Ambr. 88 cf. sch. γ 66, H 142 Ar. Pl. 45 c. sch. 143 ═ Ambr. 87, sch. 273 cf. Et. M. 612, 5, H 144 — καταβάϲεωϲ Soph. OC 1593—4 c. sch. 145 cf. P ═ Σa; Ba 311, 16, H 146 ═ Ambr. 82, Ps. Herodian. 96, H (in Π 262) cf. Et. M. 611, 29, sch. O 193 148 Soph. OC 62 —3 c. sch. 149 ═ Ambr. 78 150 ξυνωμότηϲ alt. sq. Ar. Vsp. 507)[*](133 cf. v. l 468 135 cf. v. 0 240 137 cf. v. Π 214 139 cf. v. ϲυνῆκεν 141 cf. v. ϲυνήεϲαν et ϲυνίοντεϲ 150 cf. v. ϲυνωμότηϲ)[*](A(GF V M))[*]( 1 Ξυνέρξεϲθε F Ξυνέρχετε V ἀποκλείϲετε GM ξυνέρξεϲθ’ AF G ξυν έρχεϲθ’ V 8 ἀρϲενικόν· θηλυκὸν cp. A 136 om. A 10 Ἀριϲτοφάνηϲ 11 Κλεωνύμου om. F 11 Κλεωνύμου] corruptelam iudic. Bhd. 138—142 om. A 19 Σοφοκλῆϲ— 23 βοὴν om AF 19 οὖ V M: οἶ G Παρίθου G 22 ἕπευ φήμιϲε G ἐπεφήμηϲεν V 22. 23 διεϲπαϲμένον V 28 πλέω] γρ. πλέον ss. M)
503

151 Ξυνωμοτῶν: ξυνωμοϲίαν πεποιημένων, τουτέϲτι πίϲτειϲ δι’ [*](Ar.) ὅρκων δόντων ἑαυτοῖϲ καὶ ϲυνθήκαϲ κατά τινων πεποιηκότων ἐπὶ καταλύϲει τινῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· βοηθεῖθ’, ὡϲ ὑπ’ ἀνδρῶν τύπτομαι ξυγωμοτῶν.

152 Ξυνωρίϲ: τὸ μὴ πλῆρεϲ ἅρμα, ἀλλ’ ἐκ δύο ἵππων ϲυνεϲτώϲ· [*](Ar.) ὃ νῦν δίφρον καλοῦϲι.

153 υνωρίϲ: ϲυζυγία. ἢ ἅρμα ἐκ β΄ ἵππων ϲυνεζευγμένον.

[*](Σ)

154 Ξὺν τῷ θεῷ πᾶϲ καὶ γελᾷ κὠδύρεται: ἀντὶ τοῦ θεοῦ [*](Soph.) βουλομένου καὶ τὰ κακὰ μεθίϲταται εἰϲ τέρψιν.

155 υπεταιωνεύϲ· δῆμοϲ τῆϲ Κεκροπίδοϲ Ξυπεταίη· ἀφʼ ἧϲ ὁ [*](Harp.) δημότηϲ Ξυπεταιών.

156 Ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ὥϲτε μὴ χαίρειν: ἀντὶ τοῦ μέχρι [*](Soph.) βάθουϲ διϊκνεῖται, ὥϲτε μὴ χαίρειν. τὸ δὲ τινά παρέλκει.

157 Ξυρήκηϲ: ὁ ξυρήϲιμοϲ, καὶ κουριῶν.

158 Ξυρηϲμόϲ.

159 Ξυρίδεϲ: καμπάκια, ζυγάβδια, ἢ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον.

[*](Σ)

160 Ξυρὸν εἰϲ ἀκόνην: παροιμία πρὸϲ τοὺϲ ὧν βούλονται τυγχάνοναϲ. [*](Prov.) ὁμοία τῇ, ὄνον εἰϲ ἄχυρα.