Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

12 Ξάνθοιϲιν: ὀρνέοιϲ.

[*](Σ)

13 Ξάνιον: κτένιον, ὃ φοροῦϲιν αἱ γυναῖκεϲ ἐν τοῖϲ ἀναδήμαϲιν, [*](Σ) οἷϲ κόϲμοϲ χρυϲοῦϲ ἐπὶ κεφαλῆϲ.

[*](1 ═ P 2 ═ P cf. H 3 ═ P, Ba 310, 25 (in Λ 739) 4 sch. Ar. Ach. 1047 5 ═ P, Ba 310, 26 cf. Zon. 1414, H, Bk. 284, 9 ἐν— νεαζούϲαιϲ cf. Ath. 12, 515d, Xanth. fr. 19, FHG 1, 40 οὗτοϲ sq. Aeliano attr. Gutschmid 10 cf. H, Et. M. 610, 19, Philop.; — ποταμόϲ cf. Ambr. 5, sch. Ζ 4; πυρρόϲ cf. sch. Ι 407 12 ═ P, Ba 310, 27, H 13 ═ P cf. Poll. 5, 95; Bk. 284, 7 (unde Et. M. 612, 23), H)[*](2 cf. 14 8 ex v. Α 2940 9 Ps. Hesych. 49; extr. cf. vv. Π 174 et Ε 3660 13 hinc Eust. I. 860, 48, falso ad fr. 407 Schwabe additum sec. Wentzel)[*](5 χωρίζετε FV 6 om. AF 8 ὄνομα μηνὸ com. V, qui ὁ Ἀπρίλλιοϲ A(GTFVM) Ante παρὰ posuit 9 Ξανθιοϲ F ἐπίϲκοπον GT ἐπίϲκοποϲ F ἐπικοπτόν Phot. 8 om. AF 11 ζήτει—ἀπατούρια om. V ss. M 16 ἐκεῖθεν Α 20 ταϲαῦτα Dr. 21 τε om.V 22 πολλῇ om. A 13 extra ord. 26 ἀναδέμαϲιν ATVM ἀναδέϲμαϲιν G)
492
[*](Σ)

14 Ξανῶ: κοπιάϲω. Σοφοκλῆϲ Ποιμέϲιν· Ἕκτωρ τοῖϲ Ἀχαιοῖϲ βουλόμενοϲ μάχεϲθαι φηϲίν· ἡδὺ ξανῆϲαι καὶ προγυμνάϲαι χέρα.

[*](Ar.)

15 αίνειν· αἰτιατικῇ. τὸ τύπτειν. καὶ ξαίνεϲθαι, τὸ πάϲχειν. φηϲὶν οὖν, ἡ βύρϲα ϲου τυπτομένη διαφθαρήϲεται· οἱ γὰρ βυρϲεῖϲ τὰϲ βύρϲαϲ ξύλοιϲ τύπτειν εἰώθαϲιν, ἵνα ἁπαλαὶ γενόμεναι διαλάβοιεν εὐχερῶϲ [*](Ε) τοῦ φαρμάκου. ἐκέλευϲε δὲ ξαίνειν τὸ ϲῶμα μάϲτιξι πάνυ πολλαῖϲ. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πολλὰ θαλαϲϲαίῃ ξανθὲν ὑπὸ ϲπιλάδι. περὶ ὀϲτέου ϲκολοπένδρηϲ ὁ λόγοϲ.

[*](Σ + Δ)

16 Ξαίνω: νήθω, διαλύω, ϲωρεύω.

17 Ξένα: θαυμαϲτά.

[*](Taet.)

18 Ξεναγία: δύο πεντακοϲιαρχίαι, ἀνδρῶν ακδ οἱ δὲ πλεῖϲτοι τοῦτο τὸ πλῆθοϲ χιλιαρχίαν καλοῦϲι καὶ χιλίαρχον τὸν ἡγούμενον.

[*](Σ)

19 Ξεναγόϲ: ὁ τῶν ξένων ἡγεμών.

[*](Σ)

20 Ξεναγῶν: ξενοδοχῶν. παρὰ Θουκυδίδῃ οἱ ἄρχοντεϲ τῶν [*](Thuc.) μιϲθοφόρων· ξένουϲ γὰρ ἐκάλουν τοὺϲ μιϲθοφόρουϲ. οἱ τε ξεναγοὶ [*](E?) ἑκάϲτηϲ πόλεωϲ ξυνεφεϲτῶτεϲ ἠνάγκαζον ἐϲ τὸ ἔργον.

[*](Δ)

21 Ξεναλίζω: τὸ ϲυναθροίζω.

[*](Hesy.)

22 Ξέναρχοϲ, κωμικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτι Βουκολίων, 〈ὡϲ〉 Ἀθήαιόϲ φηϲιν ἐν β΄ Δειπνοϲοφιϲτῶν· καὶ Πορφύρα καὶ Σκύθαι, ὡϲ ὁ αὐτόϲ. καὶ Δίδυμοι καὶ Πένταθλοϲ καὶ Πρίαποϲ, Υπνοϲ, Στρατιώτηϲ.

23 Ξέναϲ: θαυμαϲτάϲ. Πιϲίδηϲ· ὕλαϲ χορηγῶν καὶ τοϲαύταϲ καὶ ξέναϲ.

[*](Suid.)

24 Ξἐνετοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

25 Ξενηλατεῖν: Λακεδαιμόνιοι μετὰ πληγῶν ἐξήλαυνον τοὺϲ [*](Ar.) ξένουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τί δ’ ἔϲτι δεινόν; ὥϲπερ ἐν Λακεδαίμονι ξεηλατοῦται καὶ κεκίνηνταί τινεϲ πληγαὶ ϲυχναὶ κατ’ ἄϲτυ. ποιὲ γὰρ ἐκεῖϲε ϲποδιᾶϲ γενομένηϲ ξενηλαϲία γέγονε.

[*](14 ═ P; — κοπιάϲω ═ H; Soph. fr. 458 15 αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 298, 11 τὸ τύπτειν — φαρμάκου sch Ar. Eq. 369 ἐκέλευϲέ— πολλαῖϲ Dionys. Hal. 13, 2, 2 πολλὰ sq. Anth. 6, 223, 4 16 —νήθω + ϲωρεύω — ═ P, Ba 310, 24 cf. H. διαλύω ═ L, Ps. Herodian 95 cf. Ambr. 6 18 Tact. 15 19 ═ P, Ba 310, 29 cf H 20 — ξενοδοχῶν ═ P, Ba 310, 30 παρὰ — μιϲθo· φόρουϲ sch. Thuc. 2, 75, 3 οἵ τε sq. Τhuc. 2, 75, 3 (cf. Byz. Zt. 23, 110, 2) 21 ═ Ambr. 41 22 cf. Ath. (2, 63f); 6, 225c; 10, 418d, 426b, 440e; 11, 473f; 13, 559a; 15, 679e 23 ὕλαϲ sq. Pisid. Exp. 6, 61 24 ═ Zon. 1415, (Diod. 14, 44) 25 — ξένουϲ ═ P cf. H τί sq. Ar. Av. 1012—4 c. sch. 1013)[*](14 cf. 2 17 cf. 23 18 cf. post litt Ψ 23 cf. 17; Pisid. cf. v ὕλη 24 ex v. Ε 1002)[*](A(GTFVMB))[*]( 6 τὸ φάρμακον Mec post 16 lac. in A 11 Ξεναγίαι V, post litt. ΨS 13 Ξεναγών A 14 παρὰ] δὲ add. GTM Θουκυδίδῃ] ξεναγοἰ add. GT ss. M 15 μιϲθοφόρουϲ] ξεναγοὶ παρὰ Θουκυδίδῃ οἱ τῶν μιϲθοφόρων ἄρχοντεϲ add AV 17 Ξεναγίζω A T 18 κωμῳδόϲ V Bουκαλίων ΤΒ Bουταλίων coll. Ath. (8, 358d) temere Reines., v. B 468 contulit Hemst. 〈ὡϲ〉 suppl. Port. 19 Σκύθα V 20 Πένταθλοι GT 22 ὕλμϲ] καὶ add. F 24 om. AF 28 ϲποδιᾶϲ] ζήτει ss. M ϲιτοδείαϲ sch.)
493

26 Ξενία. καὶ ἑνίζω. Φοίνιοϲ Ἄρηϲ οὐκ ἐξένιϲεν αὐτόν.[*](Δ) τουτέϲτιν σοκ ἀπέκτεινε. ξένια γάρ Ἄρεοϲ τραύματα καὶ φόνοι. καὶ [*](Soph.) Ἀρχίλοχοϲ ξένια δυϲμενέεϲι λυγρά χαριζόμενοϲ.

27 Ξενίαν: καταγώγιον, κατάλυμα.

28 Ξενίαϲ ὄνομα κύριον.

29 Ξενίζειν ξένῃ χρῆϲθαι φωνῇ ἢ ξενικοῖϲ ἐπιτηδεύμαϲι. δηλοῖ [*](Σ) δὲ καὶ τὸ ξενίαϲ χάριν τινὰ ὑποδέξαϲθαι.

30 Ξενίζειν: οἱ μὲν ξένῃ διαλέκτῳ χρῆϲθαι, οἱ δὲ ἐν τῇ ξένῃ [*](Harp.) διατρίβειν.

31 Ξενίην ϲυνεθήκατο: παρὰ Ἡροδότῳ· ὡϲ ξένιον ἐδωρήϲατο.

[*](Hdt.)