Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

613 Νὺξ ὑγρά: χαλεπή, φηϲί.

[*](Call.)

614 Νύξαι· ὄτι βαλεῖν τὸ πέμψαι πόρρωθεν, οὐτάϲαι δὲ καὶ νύξαι καὶ τύψαι τὸ [*](Suid.) ἐκ χειρὸϲ τρῶϲαι.

615 Νυρίζει: ξύει, νύϲϲει.

[*](Σ)

616 Νύρων:νύττων.

[*](Σ)

617 Νύϲϲα: καμπτήρ, τέρμα, βαθμίϲ.

[*](Σ)

618 Νυϲήϊον: ὄροϲ Διονύϲου.

[*](Δ)

619 Νύϲια: ὀρχήματοϲ εἶδοϲ· τῶν γὰρ ὀρχήϲεων ἡ μὲν Βερεκυντιακὴ [*](Soph.) λεγεται, ἡ δὲ Κρητική, ἡ δὲ Παρρική. Νύϲια οὖν τὰ Βερεκύντια· Νυϲιὰϲ γάρ ἐϲτιν ἡ Βερεκυντιακή. Κνώϲϲια δὲ Κρητική· ἐν Μυϲίᾳ [*](606 cf. H; Sophron. fr. 144 607— Ἀριϲτοφάνηϲ sch. Ar. Av. 448 cf. Ambr. 386 νυνὶ δὲ—γράφω Iul. ep. 89 p. 144, 16 608 Ar. Nu. 954—6 609 ═ Paroem. ed. Gsf. 84, n. 696; l. fr. com. ad. 689, sed vid. Babr. P, 235 610 cf. Cohn Z. d. P. 78, n. 66; l. fr. com. ad. 1225 sed vid. Babr. p. 235 611 Ar. Pac. 289 c. sch. 612 —ϲκοτία ═ P cf. Et. M. 609, 16 νύξ ἐϲτι—ἡμιϲφαιρίῳ Alex. Aphr. 466, 16—20 613 fort. sch. in Call. 615 ═ P, H 616 ═ P cf. H 617═ P, Σα, Ba 310, 11; —καμπτήρ ═sch. Ψ 332, Ambr. 368, Ap, S. 117, 6, Apion, H, Et. M. 609, 29, An. Ox. 2, 482, 10 618 ═ Ambr. 380 cf. Et. M. 609, 21 619 sch. Soph. Ai. 699—700) [*](607 Iul. cf. v. Ω 251 611 cf. v. Δ 89 614 ex v. Β 77) [*](606 om. A 1 νῦν τ᾿ ἔπαρδεϲ om. F 3 νυνὶ] nov. gl. FGM 4 ὁ A(GFVM) om. G 5 φίλοιϲ GMγρ, Ar.: φιλοϲόφοιϲ AFVMac 15 νὐξ alt.] nov. gl. GF οὐχ ἡ] οὐχὶ M 16 τῷ] τοῦ G 20 φηϲί] e nomen scriptoris erruptum putat Bhd. 614 om. AF post 616 V 21 Νύξαι· ὅτι om. V 24 νύττων] τιτρώϲκων add. F 27 Βερεκυνθιακὴ Mec Βερεντιακὴ G 28 ἡ δὲ Κρητική om. AF Παρική GM Πυρρική sch. πυρριχή Kust. Brunck 29 Κνώϲια GFV, sch. cf. ad v. Κ 1884 δὲ] δὲ ἡ FV Κρητικά GMec)

490
γὰρ καὶ Κνωϲϲῷ ἐπιμελὴϲ ἡ ὄρχηϲιϲ· Νύϲια δὲ τὰ ἐν τῇ Νύϲῃ γινόμενα. ἔϲτι δὲ αὕτη Διονύϲου ἱερά. καὶ τὰ Κνώϲϲια ὡϲαύτωϲ. ἄλλωϲ· τῶν ὀρχήϲεων αἱ μὲν εἰϲὶ Διονυϲιανκαί, αἱ δὲ Κορυβαντιακαί, αἱ ἐνόπλιον· Νύϲιαι δὲ αἱ Διονυϲιακαί, Κνώϲϲιαι δὲ αἱ Κορυβαντιακαί· Κνωϲϲὸϲ γὰρ πόλιϲ Κρήτηϲ. ἐν τῇ Κρήτῃ δὲ ὑπὸ τῶν Κορυβάντων ἐτράφη ὁ Ζεύϲ.

[*](Σ)

620 Νύχιοϲ: νυκτερινόϲ.

[*](Σ)

621 Νύχοϲ: νύξ.

[*](620 ═ P, Ba 310, 13, Zon. 1408 cf. H 621 ═ P, Ba 310, 14, Zon. 1408 cf. H, Choer. Epim. Ps. 40, 26 (unde Et. M. 609, 9), Ambr. 379)[*](A(GFVM))[*](1 γὰρ] δὲ FV 2 Κνώϲια cett. GFV 3 αἱ tert.] αἱ δὲ FV)
491

1 Ξανᾶν: πονεῖν τοὺϲ καρποὺϲ τὰϲ γυναῖκαϲ τῶν χειρῶν διὰ ϲυνεχῆ [*](Σ) τῶν ἐρίων ἐργαϲίαν.

2 Ξανήϲει: κοπιάϲει.

[*](Σ)

3 Ξανθήν: πυρροειδῆ.

[*](Σ)

4 Ξανθίζετε: οἷον τῷ μέλιτι χρωΐζετε, ἢ πυρρὰ τῇ ὀπτήϲει ποιεῖτε. [*](Ar.) ἡ γὰρ καλῶϲ ἔχουϲα ὄπτηϲιϲ τῶν κρεῶν ἐϲτιν, ἵνα πυρρὰ ᾖ.

5 Ξανθίζεϲθαι: κοϲμεῖϲθαι τὰϲ τρίχαϲ.

[*](Σ)

6 Ξανθικόϲ: ὄνομα μηνὸϲ παρὰ Μακεδόϲιν. ὁ Ἀπρίλλιοϲ.

7 Ξάνθιον: ἐπίκοπον.

[*](Σ)

8 Ξάνθιοϲ: ὄνομα κύριον. ἦν δὲ Βοιωτὸϲ καὶ μονομχῶν ἀνῃρέθη ὑπὸ [*](Suid.) Μελάνθου Ἀθηναίου. ζήτει ἐν τῷ Ἀπατούρια.

9 Ξάνθοϲ, Κανδαύλου, Λυδὸϲ ἐκ Σάρδεων, ἱϲτορικόϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ [*](Hesy.) τῆϲ ἀλώϲεωϲ Σάρδεων. Λυδιακὰ βιβλία δ΄. ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ τούτων ἱϲτορεῖ, ὡϲ πρῶτοϲ Γύγηϲ ὁ Λυδῶν βαϲιλεὺϲ γυναῖκαϲ εὐνούχιϲεν, ὅπωϲ αὐταῖϲ χρῷτο ἀεὶ νεαζούϲαιϲ. οὗτοϲ ἱϲτορεῖ ὁ Ξάνθοϲ, [*](E?) Ἄλκιμόν τινα βαϲιλεῦϲαι τῆϲ ἐκεῖϲε χώραϲ, εὐϲεβέϲτατον καὶ πλοῦτον πολύν, ἀδεῶϲ δὲ καὶ ἀνεπιβουλεύτωϲ ζῆν ἔκαϲτον. εἶτα ἐπειδὴ ἑπτὰ ἔτη ἦν τῷ Ἀλκίμῳ, προελθόνταϲ τοὺϲ Λυδοὺϲ παγγενῆ τε καὶ πανδημεὶ προϲεύξαϲθαι καὶ αἰτῆϲαι τῷ Ἀλκίμῳ τοιαῦτα ἔτη δοθῆναι ἐϲ τὸ Λυδῶν ἀγαθόν· ὃ καὶ γέγονε· καὶ ἐν εὐποτμίᾳ τε καὶ εὐδαιμονίᾳ πολλῇ διῆγον.

10 Ξάνθοϲ: ὁ ποταμόϲ. Ξανθὸϲ δὲ ὁ πυρρόϲ.

[*](Δ)

11 Ξανθότεροϲ καὶ Ξανθότατοϲ.

[*](Δ)