Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

472

424 Νιϲαία: τῆϲ Μεγαρίδοϲ νεώριον.

[*](Σ?)

425 Νίϲαιον: τόποϲ Περϲίδοϲ, ἔνθα ἵπποι ὤκιϲτοι γίνονται, Νϲαῖοι λεγόμενοι. οἱ δέ, ὅτι πεδίον μέγα τῆϲ ηδικῆϲ, τῷ οὔνομά ἐϲτι Νίϲαιον. τοὺϲ οὖν δὴ ἵππουϲ τοὺϲ μεγάλουϲ φέρει τὸ πεδίον τοῦτο. [*](Δ) καὶ Νϲαῖοϲ, ὄνομα κύριον· καὶ ὁ πολίτηϲ, καὶ ὁ ἵπποϲ. ϲημείωϲαι οὖν, ὅτι ἔϲφαλται ἀληθῶϲ παρὰ τῷ ἀναγραψαμένῳ τὰ ἐθνικά, τὸ Νιϲαῖον πεδίον καὶ οἱ Νιϲαῖοι ἵπποι παραδεδομένα διὰ τοῦ η γράφεϲθαι.

[*](Δ)

426 Νίϲιβιϲ, Νιϲίβεωϲ. ὄνομα πόλεωϲ. καὶ Νιϲιβηνόϲ, ὁ πολίτηϲ. [*](Etym.?) τύπῳ δηλαδὴ τῶν περὶ Εὐφράτην καὶ ἕω, Αἰγυπτιϲτὶ δὲ καὶ Λιβυϲτὶ Νιϲιβίτηϲ. εἰδέναι δὲ χρῆ ὡϲ τὴν Νίϲιβιν πόλιν ἐν περαίᾳ τῇ πρὸϲ τῷ Τίγριδι ποταμῷ Φίλων μὲν Νάϲιβιν γράφει διὰ τοῦ α δηλοῦϲαν τὰϲ ϲτήλαϲ, Οὐράνιοϲ δὲ Νέϲιβιν ϲημαίουϲαν Φοινίκῶν φωνῇ λίθουϲ ϲυμφορητούϲ.

[*](Δ)

427 Νιϲϲόμενοϲ: ἀναϲτρεφόμενοϲ. καὶ Νίϲοντο, ἀνεϲτρέφοντο. [*](Etym.) ἐκ τοῦ νεΐω φαϲι, τὸ πορεύομαι· οὗ ὁ μέλλων νεΐϲω· ἄλλωϲ γὰρ ὡϲ ἐκ τοῦ νέω ἡ γραφὴ ἐν τούτοιϲ παρρηϲιάζεται· εἰκὸϲ δὲ καὶ ἐκ τῶν δύο ϲϲ ὀνομάζεϲθαι.

[*](Δ |)

428 Νίϲοϲ: ὄνομα κύριον. Νίϲῳ δ᾿ ἔλαχεν ἡ Μεγαρίϲ.

[*](Etym.?)

429 Νίϲυροϲ: νῆϲοϲ μία τῶν Κυκλάδων ἡ καὶ Πορφυρὶϲ ἀπὸ τῶν ἐν αὐτῇ πορφυρίων. ϲύγκειται παρὰ τὸ νῶ, τὸ νήχομαι, καὶ τὸ ϲύρω. ἐπεϲύρη γάρ, φαϲί, Πολυβώτῃ τῷ Γίγαντι μέγιϲτον τμῆμα τῆϲ Κῶ νήϲου, χόλῳ Διὸϲ πλήξαντοϲ Ποϲειδῶοϲ τριαίνῃ, ἣν Ποϲειδῶν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀφεὶϲ τοῦ μὲν ἥμαρτε, τῆϲ δὲ Κῶ πολύ τι ἀποτεμὼν τῇ βολῇ τῆϲ τριαίνηϲ ἐπικατέϲτρεψε τῷ Γίγαντι τὸ τμηθὲν καὶ εἰϲ νῆϲον ἀπετέλεϲε. δοκεῖ δὲ πεπλάϲθαι ὁ μῦθοϲ παρὰ τὴν ἐγγύτητα τῆϲ Νιϲύρου πρὸϲ τὴν Κῶ καὶ τὴν ὡϲ πρὸϲ ἐκείνην ϲμικρότητα. φέρει δὲ ἀγαθὸν οἷνον ἡ Νίϲυροϲ.

[*](Ar.)

430 Νιτάριον καὶ Βτάριον: ὑποκοριϲτικὰ πρὸϲ γυναῖκαϲ· νιτάριον, οἷον νεόττιον, τουτέϲτι κοράϲιον. Σύμμαχοϲ δέ φηϲι, Νίταροϲ πολὺϲ ἐπὶ μαλακίᾳ ὀνειδιζόμενοϲ καὶ Βάτοϲ. καὶ τὰϲ μικρὰϲ καὶ θηλείαϲ βατύλαϲ ἔλεγον· καὶ Θεοπόμπου δρᾶμά ἐϲτι Βατύλη. οἱ δέ φαϲιν εἴδη φυτῶν. θέλει οὖν εἰπεῖν, ὅτι ὡϲ ἄνθη εἶχεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· νὴ Δί᾿, εἰ λυπουμένην γ᾿ αἰϲθάνοιτό με, νιτάριον καὶ βιτάριον ὑπεκορίζετο.

[*](424 cf. Steph. Byz. 425 — λεγόμενοι cf. P vv. Νιϲαίαϲ et Νιϲαῖον, H v. Νηϲαίαϲ, Strabo 11, 7 p. 525. πέδιον—τοῦτο Hdt. 7, 40, 3 ὁ πολίτηϲ — ἵπποϲ cf. Ambr. 244 et 278 ἀναγραψαμένῳ sq. i. e. Steph. Byz. 426 — πόλεωϲ ═ Ambr. 290. Νιϲιβηνόϲ, ὁ πολίτηϲ cf. Ambr. 276 τύπῳ sq. Steph. Byz. 427 — ἀναϲτρεφόμενοϲ Ambr. 303, Nίϲοντο 119 vs. 14 ἐκ sq. cf. Et. M. 606, 12; πορεύομαι cf. H 428 — κύριον ═ Ambr. 248 Νίϲῳ sq. Call. fr. an. 47 sed pedestrem orationem statuit Schneider. 429 Steph. Byz. textu pleniori cf. Strabo 10, 489 init. et Eust. D. 525 430 Ar. Pl. 1010—11 c. sch.)[*](425 cf v. Ι 578 428 cf. v. Π 391)[*](A(GFVM))[*]( 1 νεώριον] γρ. ἐπίνῃον ss. (e Steph. Byz.) 2 Νιϲαῖοι—4 τοῦτο om. F 5 ϲημείωϲαι—7 γράφεϲθαι om. AFV mg. signo ad vs. 4 πεδίον posito 7 οἱ om. G 8 Νιϲίβεωϲ om. AFV, sed praebet Ambr., Zon. 1402 καὶ πολίτηϲ AFV: ὁ πολίτηϲ Ν. GM 9 τύπῳ — 12 ϲυμφορητούϲ ex mg. M: om. rell. 13 Νιϲ· ϲόμενοϲ] γρ. καὶ δι᾿ ἑνὸϲ ϲίγμα ss. Νίϲϲοντο G 14 ἐκ—15 ὀνομάζεϲθαι ex mg. M: om. rell. 15 [γρα]φὴ M 429 om AFV mg. M 17 ἡ om. G 18 ἐπιϲύρη G 19 πνήξαντοϲ G 20 ἐπ᾿ αὐτὸν ἀφεὶϲ M, Steph.: ἐπαφεὶϲ αὐτῷ G 22 δοκεῖ— μῦθοϲ M: ὁ δὲ μῦθοϲ δοκεῖ π. G τὴν] τὴν καὶ 25 Βιτάριον AFV: Βάττιον G et in ras. M, sch. 29 ἄνθη] με add. G, sch., ss. M. 30 λυπουμένη AV αἴϲθοιτο G, Ar. καὶ AVM: ἂν καὶ G, Ar. βιτάριον AV: βάττιον GM, Ar.; περὶ τοῦδε τοῦ τόπου ζήτει μάλιϲτα καὶ εἰϲ τὸν τοῦ κωμικοί Πλοῦτον mg. add. M)
473

431 Νιτάριοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

432 Νιτέρειον: ἀκρωτήριον.

[*](Δ)

433 Νῖτιν· πᾶϲαν διοχλεῖϲθαι γυναῖκα νῖτιν.

[*](Suid.)

433a Νίτωκριϲ: ὄνομα κύριον. Περϲὶϲ αὕτη γυνὴ περιώνυμοϲ.

[*](Δ)

434 Νιτρία: τόποϲ.

[*](Δ)

435 Νίτρον.

[*](Δ)

436 Νίφα λευκήν: ἀπὸ Κέκροποϲ ἡ λέξιϲ· νιφάδα γὰρ φαμὲν ἐντελῶϲ.

[*](Etym.)

437 Νιφάδεϲ: ϲταγόνεϲ.

[*](Σ)

438 Νιφάτηϲ: ὄροϲ Ἀρμενίαϲ. Ταύρου πρυμνώρειαν, ἐϋϲκόπελόν τε Νιφάτην.

[*](Etym.?)

439 Νιφετόϲ: ἡ κατάλεπτοϲ καταφερομένη χιών. τέϲϲαρέϲ εἰϲι πήξειϲ [*](Σ) τῆϲ ἐν τῷ ἀέρι ὑδατώδουϲ πήξεωϲ ὑγρότητοϲ· ὑπὲρ γῆν μὲν ἄνω, ἐπ᾿ ἔλαττον μὲν χιών, ἐπὶ πλέον δὲ χάλαζα· ἐπὶ γῆϲ δὲ κάτω, ἐπ᾿ ἔλαττον μὲν πάχνη, ἐπὶ πλέον δὲ κρύϲταλοϲ· ὁ δὲ νιφετὸϲ πῆξιϲ οὐκ ἔϲτιν, ἀλλὰ μᾶλλον περὶ τὴν ἀλλοίαν χροιὰν ἡ ποιότηϲ αὕτη. ἅτε EL τῆϲ χώραϲ τῶν Σκυθῶν θαμὰ ωιφετῷ παλυνομένηϲ, καὶ ἀδύνατον ὂν αὐτοῖϲ ἄνευ κρυμώδουϲ καταϲτήματοϲ βιοτεύειν. καὶ αὖθιϲ· ἐϲ δέ ϲ᾿, [*](Anth.) ἄναϲϲα, τοιήν χὠ νιφόειϲ κρυμὸϲ ὀπωροφορεῖ.

440 Νίφει: χιονίζει. καὶ ἔπεα νιφάδεϲϲιν ἐοικότα. καὶ Νιφόμενοϲ, [*](Σ) χιονιζόμενοϲ.

[*](Δ)

441 Νιφοϲτιβεῖϲ: δίυγροι. καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα [*](Soph.) τιμαῖϲ ὑπείκει. τοῦτο μὲν νιφοϲτιβεῖϲ χειμῶνεϲ ἐκχωροῦϲιν εὐκάρπῳ θέρει.

442 Νίψα: πόλιϲ Θρᾴκηϲ, παρὰ Ἡροδότῳ.

[*](Etym.?)