Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

435

21 Νάκοϲ: ἔντριχον δέρμα, ἤτοι δορὰ προβάτου. κυρίωϲ δὲ τὸ [*](Σ) τῆϲ αἰγὸϲ δέρμα. καὶ κῴδιον καὶ κῶοϲ κῶαϲ δὲ τὸ τοῦ προβάτου. Ἴώϲηποϲ· ἕρπειν τὰ πολλὰ κελεύϲαϲ τοῖϲ εἰϲιοῦϲι καὶ τὰ νῶτα καλύπτειν [*](Ε) νάκεϲιν, ὡϲ εἰ κατίδοι τιϲ αὐτοὺϲ νύκτωρ, φανταϲίαν παρέχοιεν κυνῶν. ἡ δοτικὴ νάκει. ἡ ἀναλογία, ὡϲ βλάβη, βλάβοϲ· δίψα, δίψοϲ· [*](Δ) νάπη, νάποϲ· οὕτω νάκη, νάκοϲ, ὥϲπερ δέ, φαϲίν, ἡ ἀήτη, καὶ ἀρϲενικὸν ἀήτηϲ, [*](Etym.) ἀήτου· καὶ ἡ ἀράχνη, ἀράχνηϲ, ἀράχνου, οὕτω καὶ ἡ νάκη, ὁ νάκοϲ, τοῦ νάκου τριχῶϲ οὖν ὁ νάκοϲ, ἡ νάκη, τὸ νάκοϲ.

22 Νακοτίλται: οἱ τῶν προβάτων κουρεῖϲ.

[*](Σ)

23 Νᾶμα: ὕδωρ ποτόν. τόποϲ κατάρρυτοϲ ναματιαίοιϲ ὕδαϲι.

[*](Σ Ε)

24 Νάννακοϲ: παλαιὸϲ ἀνὴρ πρὸ Δευκαλίωνοϲ. τοῦτόν φαϲι βαϲιλέα γενέϲθαι πρὸ τοῦ Δευκαλίωνοϲ· ὃϲ προειδὼϲ τὸν μέλλοντα κατακλυϲμόν, ϲυναγαγὼν [*](Suid.) πάνταϲ εἰϲ τὸ ἱερὸν μετὰ δακρύων ἱκέτευε. καὶ παροιμία· ἀπὸ Ναννάκου, ἐπὶ τῶν πάνυ ἀρχαίων.

25 Νάννιον· Ἀπολλόδωροϲ ἐν τῷ Περὶ τῶν ἑταιρῶν Αἷγα λέγεϲθαι [*](Harp.) φηϲὶ ταύτην τὴν ἑταίραν διὰ τὸ Θαλλὸν τὸν κάπηλον καταφαγεῖν· χαίρουϲι γὰρ αἱ αἶγεϲ τῷ θαλλῷ. ἔϲτι δὲ αὐτῆϲ μνήμη καὶ ἐν τῇ κωμῳδίᾳ. Ἀντιφάνηϲ δὲ ὁ νεώτεροϲ ἐν τῷ Περὶ τῶν ἑταιρῶν τὴν Νάννιον φηϲὶ Προϲκήνιον ἐπονομάζεϲθαι διὰ τὸ ἔξωθεν δοκεῖν εὐμορφωτέραν εἶναι.

26 Νάνοϲ: ἐπὶ τῶν μικρῶν, παρὰ Νεοκλείδῃ καὶ Ἀριϲτοτέλει. καὶ ὁ [*](Σ) θεόφραϲτοϲ· ὡϲ νάνον καὶ αἰδοῖον ἔχοντα μέγα. οἱ γοῦν νάνοι μέγα αἰδοῖον ἔχουϲι. Νάννοι λέγονται οἱ κολοβοὶ τῶν ἀνθρώπων. καὶ [*](Ar.) ναννοφυεῖϲ. οἱ δὲ κολοβοὶ τῶν ἵππων ἰννοί. οἱ πλείουϲ τῶν ὕϲτερον γίννουϲ τούτουϲ γράφουϲι. δοκεῖ παρὰ τὸ ἐϲτερῆϲθαι τοῦ ἄνω εἰρῆϲθαι ἡ λέξιϲ· κατακύπτει γὰρ τὰ κυρίωϲ νάνα, καθὰ καὶ τὰ βρέφη, ὦν καὶ μείζω τὰ ἄνω.

[*](Etym.)

27 Ναξία: πόλιϲ. καὶ Ναξία λίθοϲ. ἡ Κρητικὴ ἀκόνη· Νάξοϲ [*](Δ) γὰρ πόλιϲ Κρήτηϲ. ὁ γράψαϲ ὅτι Ναξία πόλιϲ Καρίαϲ, ἧϲ ὁ πολίτηϲ Ναξιεὺϲ [*](Σ) καὶ Ναξιάτηϲ· λέγει καὶ ὅτι πόλιϲ Σικελίαϲ Νάξοϲ. καὶ Κρητικὴ δέ, ἀφ᾿ ἧϲ ἠ Ναξία [*](Etym. ?) λίθοϲ· ἣν εἰ διὰ τοῦ ι γράφεται, κριτικὴ εἰλῆφθαι λέγει, ἀντὶ τοῦ διακρίνουϲα καὶ [*](21 — προβάτου pr. ═ P, Ba 306, 5 cf. Ambr. 58 κυρίωϲ — προβάτου alt. cf. Et. M. 597, 14, H ἕρπειν—κυνῶν Ios. Bell. 3, 192 ἡ ἀναλογία sq. cf. An. Ox. 1, 297, 21, unde Et. M. 597, 17; Eust. O. 1771, 47 22 ═ P, Ba 306, 4, Zon. 1384 cf. H 23 — ποτόν ═ P, Ba 306, 6 cf. Zon. 1387, H 25 Harp. (ex Ath. 13, 587) ═ P; FGr Hist 244, 211, 26 — ἔχουϲι ═ P cf. H, sch. Luc. 228, 18; Aristot. h. a. 6, 777b 27 νάννοι—ἰννοί sch. Ar. Pac. 790 cf. zon. 1384 δοκεῖ sq. cf. Orion 108, 18, unde Et. M. 597, 27 27 — πόλιϲ aliter L, Zon. 1386 Ναξία λίθοϲ — Κρήτηϲ ═ P cf. H, sch. Pind. I 6, 108 ὁ γράψαϲ sq. Steph. Byz.) [*](21 cf. v. K 2208; extr. cf. v. A 3750 24 init. cf. v. τὰ ἀπὸ N.; τοῦτον—ἱκέτευε ex v. τὰ Ναννάκου; ἀπὸ sq. ex v. A 3448 26 Ar. cf. vv. I 385, K 396, ϲφυράδεϲ) [*](2 καὶ — κῶοϲ om. AFV mg. M 5 ἡ ἀναλογία—8 νάκοϲ ex mg. GM A(GFVM) 8 τὸ M; καὶ τὸ G 11 τοῦτόν—14 ἀρχαίων om. AF mg. Νάννακοϲ prae- misso Ar 12 τοῦ om. G 13 ἱκέτευϲε GM καὶ om. V, καὶ παροιμία om. Ar ἀπὸ] τὰ ss. M ἐπὶ sq.] γρ. ἐπὶ τῶν ϲφόδρα παλαιῶν καὶ ἀρχαίων ss. GM ═ v. A 3448 21 Νάννοϲ cett. GVM; γρ. Καὶ δι᾿ ἑνὸϲ νυ ss. M 24 οἱ—28 ἄνω ex mg. GM 24 ὑϲτέρων ed. pr. 25 γύννουϲ Bas. 26 ὦν G: ὡϲ M 28 ὁ pr. —p. 436, 4 ἡδύϲ om. AFV mg. M 28 Καρίαϲ om. G)

436
φανεροῦϲα. καὶ Κυκλὰϲ δὲ νῆϲοϲ ἐπίϲημοϲ ἡ Νάξοϲ. ἢ ἀπό τινοϲ Νάξου, ἢ παρὰ τὸ νάξαι, ὅ ἐϲτι θῦϲαι. φαϲὶ δὲ τὰϲ ἐκεῖ Ναξίαϲ γυναῖκαϲ μόναϲ ὀκτάμηνα τίκτειν κατὰ δωρεὰν Ἥραϲ. καὶ Διόνυϲοϲ δέ, φαϲίν, οὕτωϲ ἐτέχθη. καὶ κρήνη δὲ καθ᾿ Ἡρακλείδην ἐκεῖ, ἐξ ἦϲ οἷνοϲ ῥεῖ μάλα ἡδύϲ.

[*](Ar.)

28 Ναξιουργὴϲ κάνθαροϲ: πλοῖα ἦν οὕτω λεγόμενα κάνθαροι, ἐν Νάξῳ γινόμενα· ὡϲ νῦν ϲίλφαϲ λέγουϲί τινα ἀκατίων εἴδη. Κρατῖνοϲ δὲ λέγει, ὅτι θαλαϲϲοκρατοῦντέϲ ποτε Νάξιοι ἐχρῶντο αὐτοῖϲ τοῖϲ κανθάροιϲ. ἢ οὕτωϲ· τῶν πλοίων τὰϲ εὑρούϲαϲ πόλειϲ τὰϲ ἀρχιτεκτονίαϲ ἐποίουν οἱ πρότεροι ἐπωνύμουϲ· οἷον τοὺϲ νῦν λέμβουϲ Ναξιουργεῖϲ ὠνόμαζον. ἐκ τοῦ αὐτοῦ δὲ εἶναι καὶ Κνιδιουργεῖϲ ἀπὸ Κνίδου, καὶ Κέρκυρα ἀπὸ Κερκύραϲ, καὶ Πάρωνα ἀπὸ Πάρου. ἄντικρυϲ δὲ Μένανδροϲ ἐν Ναυκλήρῳ κάνθαροϲ εἶπε πλοῖον εἶναι. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ποτηρίου. καὶ ἐν Πειραιεῖ Κανθάρου λιμήν. τρεῖϲ γὰρ λιμένεϲ εἰϲίν, οὗτοϲ ὁ Κανθάρου καὶ τὸ Ἀφροδίϲιον καὶ κύκλῳ πέντε ϲτοαί. ἀπὸ Κανθάρου ἥρωοϲ.

[*](Δ)

29 Ναόϲ.

[*](Etym.?)

30 Ναπαταί: πόλιϲ Λιβύηϲ πρὸϲ τῇ Αἰθιοπίᾳ. ὁ πολίτηϲ Ναπαταῖοϲ.

[*](Etym.?)

31 Νάπη: πόλιϲ Λέϲβου. ὅθεν Ἀπόλλων Ναπαῖοϲ. εἰϲὶ δὲ καὶ Ναπαῖοι Ἠπειρὼται.

[*](tym.?)

32 Νάπιϲ: πόλιϲ Σκυθίαϲ.

[*](Σ)

33 Νάποϲ οὐδέτερον καὶ θηλυκὸν ἡ Νάπη: ὀρεινὸϲ ὑλώδηϲ τόποϲ. [*](Etym.) οἱονεὶ νάφη ὡϲ μὴ φῶϲ ἔχουϲα διὰ δάϲοϲ. Ξενοφῶν οὐδετέρωϲ λέγει τὸ [*](Ε + Δ) νάποϲ, τὸ ἔδαφοϲ. ἐπεὶ οἱ ἡγούμενοι ἐγένοντο ἐπὶ νάπει δυϲβάτῳ [*](Ε) καὶ μεγάλῳ, ἔϲτηϲαν ἀγνοοῦντεϲ, εἰ διαβατέον εἴη τὸ νάποϲ.

[*](Σ)

34 Νάπυ: ϲίνηπι. κἄβλεψε νάπυ καὶ τά μέτωπ᾿ ἀνέϲπαϲεν. ἐπέβλεψε [*](Ar.) δριμὺ καὶ ὀργίλον (δριμὺ γὰρ τὸ νάπυ), καὶ τὰϲ ὀφρῦϲ τὸ ὡϲ εἰπεῖν ἀφυὲϲ ἤτοι κακοφυέϲ.

[*](Etym.?)

35 Ναρβὼν ἢ Ναρβωνηϲία: ἐμπόριον καὶ πόλιϲ Κελτική. ἔϲτι δὲ καὶ λίμνη Ναρβωνῖτιϲ. καὶ Νάρβιϲ, πόλιϲ Ἴλλυριῶν.

[*](Δ)

36 Νάρδοϲ: μυρεψικὸν ἔλαιον. θηλυκῶϲ. καὶ ἐϲ κυανότριχα χαίτην [*](Anth.) νάρδον, ὑπὸ γλαυκῆϲ κλειομένην ὑάλου.

[*](28 Ar. Pac. 143 et 145 c. sch.; Crat. fr. 13, Men. fr. 348, 4 29 P contulit Wentzel 30—2 Steph. Byz. 33 Νάπη—τόποϲ ═ P, Ba 306, 8 cf. Ap. S. 114, 32, H, Et. M. 597, 42 Ξενοφῶν An. 6, 5, 12 νάποϲ, τὸ ἕδαφοϲ ═ Ambr. 59 ἐπεὶ sq. Xen. An. 6, 5, 12 34 — ϲίνηπι ═ P, Ba 306, 9, Et. Gen., Et. M. 597, 30, Ambr. 60, cf. sch. Ar. Eq. 631, Moer. 204,13 κἄβλεψε— ϲυνέϲτειλε Ar. Eq. 631 c. sch. 35 Steph. Byz, 36 καὶ sq. Anth. 6, 250, 55)[*](28 cf. vv. ϲίλφη, Π 718, Κ 310)[*](A(GIFVM))[*]( 5 κάνθαροι] Ναξιουργεῖϲ add. V 6 ὡϲ—12 εἷναι om. F 6 τιναϲ A Κρατῖνοϲ—10 εἷναι om. V 7 τοῖϲ om. GI 10. 11 ἀπὸ Κνίδου om. A, sch. 11 Πάρωνα] ϲημείωϲαι τοῦτο εἰϲ τοὺϲ καὶ παρὰ Πλουτάρχῳ (Anton. 35) μυοπάρωναϲ mg. add. (G)IM ἄντικρυϲ—13 ποτηρίου ex A(F), sch. 12 καὶ om. F 14 οὗτοϲ om. V 30—32 om. AFV mg. M 17 πολίτηϲ M: ἀπὸ ταύτηϲ GI 20 Νάποϲ—ἡ ex (Ar mg) GlM; Νάποϲ V 21 οἱονεὶ—δάϲοϲ ex mg. IM 22 νάποϲ] ὡϲ add. Gl ss. M 24 μέτωπ᾿] βλέφοῤ GI ἀνέϲπαϲεν] ἤγουν add. IM 24. 25 ἀπέβλεψε F 26 τὸ—κακοφυέϲ ex mg. GIM 35 om. AFV mg. M 29 κανότριχα AFV 30 ὑέλου A ὑάληϲ GI)
437

37 Νάρθηξ. καὶ πανακείταν νάρθηκα κροτάφων πλάκτορα νηπιάχων. [*](Δ Anth.) ζήτει ἐνταῦθα, ὅτι ὁ νάρθηξ ᾠκείωται τῷ μεθύϲ καὶ οὕτωϲ ἐλαφρῷ Διονύϲῳ. καὶ τό, πολλοὶ ναρθηκοφόροι, παῦροι δέ τε Βάκχοι. καὶ ὅτι Νάρθηξ [*](Etym.?) νηϲίδιον ἐγγύϲ φαϲι Σάμου ἐν δεξιᾶ τοῖϲ προϲπλέουϲιν· οὖ ἐθνικὸν Ναρθηκουϲϲαῖοϲ ἢ Ναρθηκούϲιοϲ.

38 Νάρκη: μυρμηκίαϲιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· οἴμοι, τί πέπονθα; ὥϲπερ [*](Σ) νάρκη μου κατὰ τῆϲ χειρὸϲ καταχεῖται, καὶ τὸ ξίφοϲ οὐ δύναμαι [*](Ar.) κατέχειν. ϲυντελεῖ ἐνταῦθα καὶ ἐνθύμηϲιϲ τοῦ ἰχθυδίου τῆϲ νάρκηϲ, καὶ τί κατ᾿ αὐτὴν πάθοϲ.

39 Ναραλίϲ: πόλιϲ Πιϲιδίαϲ, ὡϲ Κάβαλιϲ.

[*](Etym?)

40 Νάρυξ: πόλιϲ. ἱϲτορεῖται θηλυκῶϲ λεγομένη· ἡ καὶ Ναρύκιον καὶ Ναρύκη· [*](Etym.?) ἐξ ἦϲ ἦν ὁ Λοκρὸϲ Αἴαϲ.