Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

12 Ναζωραῖοϲ: ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ.

[*](Σ)

13 Νάει: ϲτάζει, ῥέει.

[*](Σ)

14 Ναΐδεϲ: πηγαί· ἢ Νύμφαι παρὰ τοῖϲ νάμαϲι διατρίβουϲαι.

[*](Δ)

15 Νάϊνον.

[*](Harp.)

16 Ναΐϲ, ἑταίρα τιϲ, ἧϲ μέμνηται Λυϲίαϲ καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ. ἐν Πλούτῳ, δηλαδὴ ὅπου τό, ἐρᾷ δὲ Ναῖϲ οὐ διὰ ϲὲ Φιλωνίδου; ὅ τινεϲ ἠγνοηκότεϲ ἔγραψαν Λαΐϲ· ὡϲ καὶ Ἀθήναιοϲ ἐπιϲημαίνεται.

[*](Σ)

17 Νάκην: προβάτων δοράν.

[*](Suid.)

18 Νάκην: πόλιϲ περὶ Ἡλιούπολιν· ἐν ᾗ τὰ καλούμενα Ἄφακα. ζήτει περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ χ εἰϲ τὸ Χριϲτόδωροϲ.

[*](Δ)

19 Νακώλεια: ὄνομα τόπου. ἰϲτέον δέ, ὅτι κοινῶϲ μὲν τεθήλυνται ἡ [*](Etym. ?) Φρυγιακὴ αὕτη πόλιϲ ἀπὸ Νακώληϲ νύμφηϲ· ἐξ ἦϲ καὶ Νακώλαιον, ἡ αὐτή· ὡϲ ἀπὸ νύμφηϲ νύμφαιον. ἐθνικὸν αὐτῆϲ Νακωλεύϲ, ὡϲ Σελευκεύϲ. εὕρηται δὲ καὶ οὐδετέρωϲ τὰ Νακώλεια.

[*](Etym. ?)

20 Νακώνη: πόλιϲ Σικελίαϲ, κατὰ τὸν Ἐθνικογράφον.

[*](8 cf. H 10 — μοναχόϲ cf. Zon. 1383, H 11 cf. Ambr. 32 12 cf. Ambr. 35; l. — Ps. Herodian. 164 13 ═ P, Ba 305, 26, H cf. sch. ζ 292 (═ Zon. 1387), Ambr. 63, Byz. Zt. 16, 63, 29 14 ═ P, Ba 305, 27 cf. Zon. 1386, H 16 — Ἀριϲτοφάνηϲ Harp. ═ P cf. Ath. 13, 592c; Lys. fr. 245, Ar. fr. 170 ἐν Πλούτῳ (179) sq. cf. Ath. 13, 592c unde Harp. Plen. 17 ═ Σα, P (in ξ 530) cf. Ba 306, 3, H v. νάκεϲι, Ap. S. 114, 31 19 — τόπου ═ Zon. 1386 cf. Ambr. 52 ἰϲτέον sq. Steph. Byz. 20 Steph. Byz.)[*](10 ἰϲτέον sq. ex v. Χριϲτιανοί 14 cf. 305 18 ex v. Χριϲτόδωροϲ)[*](A(GFVM))[*](1 δὲ om. G 3 εἰϲ A, Georg.: εἰϲ τὴν GVM μου pr. om. V καὶ — 4 μου pr. om. V 6 οὖν om. G καὶ ὑπερυψῳ om. A 10 Ναβέται F οἱ om. A 13 ἰϲτέον — 15 Χριϲτιανοί om. AF mg. ArV 13 ἰϲτέον δὲ om. ArV Ῥωμαίων Mcp, v. Χριϲτιανοί 19 παρὰ] π. τὸ F διατρίβεϲθαι ss. ϲαι F 20 Νάιον Bhd. 21 ἐν—23 ἐπιϲημαίνεται om. AFV mg. M 21 ἐν G: ἐν τῷ M 18 om. AF mg. Ar post 23 V 25 ζήτει—26 Χριϲτόδωροϲ om. V 25. 26 περὶ τούτου καὶ om. Ar 19 post 22 G, ordo poscit, mg. M (qui gl. Post 18 delevit) 27 Νακόλεια G. Steph. ἰϲτέον—31 Ἐθνικόγραφον om. AFV 29 δέ om. G 30 Νακώλια M)
435

21 Νάκοϲ: ἔντριχον δέρμα, ἤτοι δορὰ προβάτου. κυρίωϲ δὲ τὸ [*](Σ) τῆϲ αἰγὸϲ δέρμα. καὶ κῴδιον καὶ κῶοϲ κῶαϲ δὲ τὸ τοῦ προβάτου. Ἴώϲηποϲ· ἕρπειν τὰ πολλὰ κελεύϲαϲ τοῖϲ εἰϲιοῦϲι καὶ τὰ νῶτα καλύπτειν [*](Ε) νάκεϲιν, ὡϲ εἰ κατίδοι τιϲ αὐτοὺϲ νύκτωρ, φανταϲίαν παρέχοιεν κυνῶν. ἡ δοτικὴ νάκει. ἡ ἀναλογία, ὡϲ βλάβη, βλάβοϲ· δίψα, δίψοϲ· [*](Δ) νάπη, νάποϲ· οὕτω νάκη, νάκοϲ, ὥϲπερ δέ, φαϲίν, ἡ ἀήτη, καὶ ἀρϲενικὸν ἀήτηϲ, [*](Etym.) ἀήτου· καὶ ἡ ἀράχνη, ἀράχνηϲ, ἀράχνου, οὕτω καὶ ἡ νάκη, ὁ νάκοϲ, τοῦ νάκου τριχῶϲ οὖν ὁ νάκοϲ, ἡ νάκη, τὸ νάκοϲ.

22 Νακοτίλται: οἱ τῶν προβάτων κουρεῖϲ.

[*](Σ)