Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

376
[*](E)

784 Μέτειϲιν· αἰτιατικῇ. ἀμύνεται, ἐπεξέρχεται. μέτειϲι τοὺϲ Ἀθηναίουϲ ὑπὲρ τῶν ἀθέϲμων φόνων ἡ δίκη, καὶ ἀφορίαιϲ ϲυνείχοντο.

[*](Σ |)

785 Μετῇ: ἐξῇ. μέτειϲι.

[*](Suid.)

786 Μετῄει: ἀφυϲτερεῖ ἢ ἀποτυγχάνε: κλήρου.

[*](Σ)

787 Μετῆλθε τὴν ἄλοχον: ἀντὶ τοῦ προϲωμίληϲεν αὐτῇ.

[*](Δ)

788 Μετήοροϲ: ὑψηλόϲ.

[*](Ε)

789 Μετῄεϲαν: μετήρχοντο, ἐδίωκον. καὶ ὡϲ κατειργάϲατο τὸ κάλλιϲτον ἔργον, ἔφευγεν ὤκιϲτα εὐθὺ τοῦ ἐραϲτοῦ. μετῄεϲαν δὲ αὐτὸν οἱ δορυφόροι, καὶ διέφυγεν ἂν ἐκεῖνοϲ, εἰ μὴ προβάτοιϲ ϲυνεζευγμένοιϲ περιπεϲὼν καὶ ϲυμπλακεὶϲ ὡϲ πέδῃ κᾆτα ἀνετράπη.

[*](Synt.)

790 Μετίημι· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

791 Μετ᾿ ἴχνια: κατὰ ἴχνη πορεύεϲθαι.

[*](Σ)

792 Μετοκλάζει: μετακαθίζει.

[*](Suid.)

793 Μετ᾿ ὀλίγον χρόνον· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

794 Μετόν: ἐξόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐδ᾿ ἂν κλέπτηϲ οὐδεὶϲ ἔϲται. [*](Ar.) πῶϲ γὰρ κλέψαι; μετὸν αὐτῷ. ἀντὶ τοῦ μέτεϲτι.

[*](Σ)

795 Μετόπιϲθεν: ἐν ὑϲτέρῳ, μετὰ ταῦτα.

[*](Δ)

796 Μετόρχιον: τὸ φθινόπωρον, ὁ μετὰ τὴν ὀπώραν καιρόϲ.

[*](Ar.)

797 Μετόρχιον: τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν· ἢ τὸ μεταξὺ τῶν χωρίων, ὅπερ λέγεται ὄρχοϲ. μεταϲτήϲειε, φηϲί, τὰ φυτὰ ἀπὸ τῶν ἀρουρῶν τῶν ϲπειρομένων. ἢ μετόρχιόν ἐϲτι τὸ μεταξὺ τῶν ϲυμφύτων πεδίον, ἐν ᾧ ἢ ϲῖτοϲ ἢ ἄλλο τι ἔϲπαρται.

[*](Σ)

798 Μετουϲία: κοινωνία.

[*](Σ)

799 Μετοχετεύειν: μετακομίζειν.

800 Μετοχή: ὁ περίβολοϲ. Δαβίδ· ἧϲ ἡ μετοχὴ αὐτῆϲ ἐπιτοαυτό.

[*](Prov.)

---801 Μέτων: ὁ μαθηματικόϲ. καὶ Μέτωνοϲ ἐνιαυτόϲ. οὗτοϲ ὁ [*](Ar.) Μέτων ἄριϲτοϲ ἐγένετο ἰατρὸϲ καὶ ἀϲτρονόμοϲ. τούτου ἐϲτὶν ὁ λεγόμενοϲ Μέτωνοϲ ἐνιαυτόϲ. Καλλίϲτρατοϲ δέ φηϲιν εἶναι αὐτοῦ ἐν Κολωνῷ ἀνάθημά τι ἀϲτρονομικόν, Εὐφρόνιοϲ δέ, ὅτι τῶν δήμων ἦν ἐκ Κολωνοῦ. πρὸ Πυθοδώρου δὲ ἡλιοτρόπιον ἦν ἐν τῇ νῦν οὔϲη ἐκκληϲίᾳ πρὸϲ τῷ τείχει τῷ ἐν Πνυκί. ἢ ὅτι ἐν Κολωνῷ κρήνην τινὰ κατεϲκευάϲατο· [*](784 μέτειϲι τοὺϲ sq. Aelian. fr. 73 785 — ἑξῇ ═ P, Ba 300, 5, H 787 ═ P (in Pind. I. 7, 10) 788 cf. Ambr. 312, sch. ψ 369 789 καὶ ὡϲ sq. Aelian. fr. 70 790 ═ Synt. Gud. 791 ═ P, Ba 300, 6 (in β 406) 792 ═ P, Ba 300, 8, sch. N 281 794 — ἐξόν ═ P, Ba 300, 9 cf. H, sch. Pl. Leg. 10, 900 e οὐδ᾿ sq. Ar. Eccl. 667 c. sch. 795 ═ P, Ba 300, 10 cf. H, sch. A 82 796 ὁ sq. ═ Ps. Herodian. 83, Zon. 1348 cf. H 797 sch. Ar. Pac. 568 cf. Jb. Suppl. 16, 729 798 ═ P, Ba 300, 11 799 ═ P, Ba 300, 12 800 Ps. 121, 3 c. explic. 801 — ἐνιαυτόϲ pr. cf. ad v. E 1331 οὗτοϲ sq. sch. Ar. Av. 977; Phryn. com. fr. 21) [*](786 ex 699 788 cf. 764 795 hinc 738 801 init. cf. v. E 1331) [*](A(GFVM)) [*](3 Μετῇ, ἐξῇ om. A 786 om. AFV 788 om. V post 789 GM 789 ord. corr. M 7 Μετῄεϲαν om. V καὶ — 10 ἀνετράπη om. F 8 ἔφευγεν G: ἔφεγγεν AVM μετίεϲαν V 793 om. AFV mg. Ar 20 μεταϲτήϲειε— 22 ἔϲπαρται om. V 21 τῶν alt. om. F πεδίων GM 26 οὗτοϲ — p. 377, 4 κατεϲκευάϲατο] καὶ Μέτων, ὄνομα κύριον F 27 ἐϲτὶν] δὲ V 28. 29 φηϲὶν ἐν Κολωνῷ εἶναι αὐτοῦ ἀ. GVM cf. sch. 31 Πυκί V Πυκνί G)

377
φηϲὶν ὁ Φρύνιχοϲ Μονοτρόπῳ· τίϲ δ’ ἐϲτὶν ὁ μετὰ ταῦτα φρονπίζων; Μέτων ὁ Λυκονοιεύϲ. οἶδα, ὁ τὰϲ κρήναϲ ἄγων. ἢ ἴϲωϲ, ὅτι ἐν τῷ Κολονῷ κρήνην τινὰ κατεμηχανήϲατο, ἢ ἄγαλμα ἢ ἀνάθημα ἀϲτρονομικὸν κατεϲκευάϲατο.

802 Μετωνυμικῶϲ: μετωνομαϲμένωϲ.

803 Μέτωπον· καὶ Μετωπίδιον, τὸ ἐπὶ τοῦ μετώπου.

[*](Δ)