Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp.)

862 Λυϲίμαχοϲ: οὗ μὲν Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ Περὶ τῶν ἀτελφῶν μνημονεύει, Ἀριϲτείδου ἦν υἱὸϲ τοῦ δικαίου· οὗ δὲ Λυκοῦργοϲ, μελοποιὸϲ ἦν εὐτελήϲ.

[*](Hesy.)

863 Λύϲιπποϲ· τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτι Βάκχαι, ὡϲ Ἀθήναιοϲ λέγει ἐν γ΄ Δειπνοϲοφιϲτῶν καὶ ἐν τῷ η΄· καὶ ἕτερα αὐτοῦ δράματα Θυρϲοκόμοϲ.

[*](Suid.)

864 Λύϲιϲ.

[*](Phil. + Σ)

865 Λυϲιτελέϲ: ἀγαθὸν, ὠφέλιμον, ἢ ϲυμφέρον· ὅτι λύει τὰ τελούμενα εἰϲ αὐτὸ, ὥϲτε τὴν ἀντικατάλλαξιν τὴν ἐκ τῆϲ πραγματείαϲ [*](EL) ὑπεραίρειν τῇ ὠφελείᾳ. καὶ Διόδωροϲ ὁ Σικελιώτηϲ φηϲίν· ὁ δὲ Τρύφων Νίκην χρυϲῆν καταϲκευάϲαϲ ἐξαπέϲτειλεν εἰϲ τὴν Ρώμην· ὑπε γὰρ τοὺϲ Ῥωμαίουϲ, ἅμα μὲν διὰ τὸ λυϲιτελέϲ, ἅμα δὲ διὰ τὸ εὐοιώνιϲτον εἶναι, προϲδέξαϲθαι τὴν Νίκην.

[*](Synt.)

866 Λυϲιτελῶ· δοτικῇ.

[*](Σ)

867 Λύϲιοι τελεταί: αἱ Διονύϲου. Βοιωτοὶ γὰρ ἁλόντεϲ ὑπὸ Θρᾳκῶν καὶ φυγόντεϲ εἰϲ Τροφωνίου, κατ᾿ ὄναρ ἐκείνου Διόνυϲον ἔϲεϲθαι βοηθὸν φήϲαντοϲ, μεθύουϲιν ἐπιθέμενοι τοῖϲ Θρᾳξίν, ἔλυϲαν ἀλλήλουϲ, καὶ Διονύϲου Λυϲίου ἱερὸν ἱδρύϲαντο, ὡϲ Ηρακλείδηϲ ὁ Ποντικόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ δὲ διὰ τὸ λυτρώϲαϲθαι Θηβαίουϲ παρὰ Ναξίων ἄμπελον.

[*](Ar.)

868 Λυϲίϲτρατοϲ καὶ. Θούμαντιϲ: πένητεϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· μηδὲν ἐϲ Λυϲίϲτρατον, μηδὲ Θούμαντιν τὸν ἀνέϲτιον αὖ λυπεῖν ἑκούϲῃ καρδίᾳ.

[*](Anth.)

869 Λυϲϲομανεῖϲ: ὑπὸ μανίαϲ λελυϲϲηκόταϲ. ῥομβητοὺϲ δονέων λυϲϲομανεῖϲ πλοκάμουϲ.

[*](859 cf. H 860 — μελαίνεται Ar. Eccl. 735—6 c. sch. ἡ — αἰϲχρόϲ Ar Eccl. 630 c. sch. κλέπτηϲ sq. Ar. Av. 513 c. sch. 512 861 ═ Ambr. 686 862 Harp. ═ P; Dem. 20, 115 863 Ἀθήναιοϲ 3, 124 d et 8, 344 e 865 — ϲυμφέρον cf. Laert. 7. 98 — 9. ὠφέλιμον ἢ ϲυμφέρον ═ P, Ba 293, 14 cf. H, An. Ox. 2, 481, 33. ὅτι—ὠφελείᾳ Laert. 7, 99 ὁ δὲ sq. Diod. 33, 28 a ═ EL 406, 1821 866 ═ Synt. Laur. et Gud. 867 ═ P cf. H; Heraclid. fr. 101 Voss. Ἀριϲτοφάνηϲ Nauck, Ar. Byz. p. 240, sed est Thebanus, Wentzel Ἐπίκληϲειϲ VII 43 868 Ar. Eq. 1267 —9 c. sch. 869 ῥομβητοὺϲ sq. Anth. 6, 219, 2)[*](860 cf. v. φάρμακον 864 cf. 855 865 Diod. cf. vv. Α 316 et Ε 3786 868 cf. v. Α 2331)[*](A(GFVM))[*](1 πληϲιάζουϲα F 9 Λυϲιμαχία F 10 ἀτελφῶν] ἀτελείων Harp. Phot. 11 Ἀρίϲτου V 864 om. AFV 27 Διονυϲίου AF 868 ante 867 GM; ordinem corr. M)
303

870 Λυϲόμενοϲ: λυτρωϲόμενοϲ.

[*](Σ)

871 Λῦϲον νόμουϲ ἱερῶν ὕμνων: ἀντὶ τοῦ ᾆϲον.

[*](Ar.)

872 Λῦϲόν ϲου τὸ ὑπόδημα· ὁ θεόϲ φηϲι πρὸϲ τὸν Μωϋϲῆν. ζήτει ἐν τῷ [*](Suid.) ὑπόδημα.

873 Λῦτο: ἐλύθη, ἐπαύθη. Ὅμηρὸϲ· λῦτο δ᾿ ἀγών.

[*](Δ)

874 Λυττῶντεϲ: μαινόμενοι.

[*](Δ)

875 Λύτρα: μιϲθόϲ· ἢ τὰ παρεχόμενα ὑπὲρ ἐλευθερίαϲ, ἐπὶ τῷ [*](Σ) λυτρώϲαϲθαι βαρβάρων δουλείαϲ.

876 Λυτρωτήϲ· ὁ Δαβίδ φηϲι· κύριε, βοηθέ μου καὶ λυτρωτά μου. [*](Thdr.) κύριοϲ ὡϲ ποιητὴϲ καὶ δημιουργόϲ, βοηθὸϲ δὲ ὡϲ τὴν ἐκ τοῦ νόμου βοήθειαν δεδωκώϲ· νόμον γάρ, φηϲίν, εἰϲ βοήθειαν δέδωκε. λυτρωτὴϲ δὲ ὡϲ διὰ τῆϲ παλιγγενεϲίαϲ τοῦ βαπτίϲματοϲ τῆϲ προτέραϲ ἐλευθερώϲαϲ φθορᾶϲ καὶ τῆϲ τῶν δαιμόνων δουλείαϲ λυτρούμενοϲ καὶ ἀφθαρϲίαν καὶ ἀθαναϲίαν δωρούμενοϲ. ὅτι ὁ ἀφεδρὼν καὶ λυτρώνων βάρβαρα. καὶ [*](Suid.) ζήτει ἐν τῷ ἀφεδρών.

877 Λύχνιον: οὐδετέρωϲ λέγεται τὸ λύχνιον. κελεύει τῶν λυχνίων [*](Δ) τῶν ἀνακειμένων αὐτῷ (ἀργυρᾶ δὲ ἦν ταῦτα) τὸ ἕτερον φέρειν [*](Ε) ἀράμενον ἐμφανῶϲ.

878 Λυχνίτηϲ λίθοϲ. καὶ Λυχνιτόϲ.

[*](Δ)

879 Λυχνιτάριον.

[*](Δ)

880 Λύχνον ἐν μεϲημβρίᾳ ἅπτειϲ: ἐπὶ τῶν ἐν καιρῷ ἀνεπιτηδείῳ [*](Σ) τι ποιούντων.

881 Λυχνοῦχοϲ: φανόϲ, λαμπτήρ.

[*](Σ)