Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

842 Λύω· γενικῇ. νῦν δὲ ποταμοὶ χειμερίων ὁδῶν λυθέντεϲ. αἰτιατικῇ δέ· λύε πάντα ϲύνδεϲμον ἀδικίαϲ.

843 Λύπη· καὶ τὸ πληθυντικὸν αἱ λῦπαι. ϲυϲτολὴ ἄλογοϲ ψυχῆϲ. [*](Phil.) διὸ οὐ λυπηθήϲεϲθαι τὸν ϲπουδαῖον δεῖ. εἴδη δὲ αὐτῆϲ φθόνοϲ, ζῆλοϲ, [*](Soph.) ζηλοτυπία, ἄχθοϲ, ἐνόχληϲιϲ, ἄνοια, ὀδύνη, ϲύγχυϲιϲ. τί γάρ με λυπεῖ τοῦθ᾿ ὅταν λόγῳ θανὼν ἔργοιϲι ϲωθῶ κἀξενέγκωμαι κλέοϲ; δοκῶ μὲν ὡϲ οὐδὲν ῥῆμα ϲὺν κέρδει κακόν.

844 Λύπη, τὸ λυ μακρόν.

[*](Σ)

845 Λυπηρότεροι ϲταλαγμοῦ: διὰ τὴν ἐν τῷ ϲυνεχῶϲ καταϲτάζεϲθαι δυϲχέρειαν λέγεται.

[*](Δ)

846 Λυπρά: εὐτελήϲ, πενιχρά. οὕτω δὲ ἦν Κύντιοϲ Κικιννάτοϲ ὁ [*](EV) γεγονὼϲ δικτάτωρ μέτριοϲ καὶ ϲώφρων, ὡϲ ἐπὶ καλύβῃ λυπρᾷ καὶ ὀλίγῳ γῆϲ μέτρῳ ζῆν τὸν αὐτουργόν ἀγαπᾶν τε βίον. ὃϲ δικτάτωρ προβαλλόμενοϲ ἔτυχεν ἀρότρῳ πονούμενοϲ. ὃϲ ἀπονιψάμενοϲ ἐπάν ειϲι καὶ ϲυμβαλὼν τοῖϲ πολεμίοιϲ νικᾷ κατακράτοϲ καὶ τὸν ϲτρατηγὸν τῶν πολεμίων ἄγει αἰχμάλωτον. λυπρά τε ϲιτούμενοϲ καὶ ϲκληρῶϲ ἐγκαθεύδων καὶ πᾶϲι κεχρημένοϲ πολὺ ἐνδεέϲτερον ἢ πρὸϲ τὴν ἐξουϲίαν.

[*](Δ + Anth.)

847 Λυπρή: πενιχρά. πέπατο γὰρ οὐ μέγα τοῦτο κλήριον ἐν λυπρῇ τῇδε γεωλοφίῃ.

[*](838 — αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur., Bk. 154, 23; αἰτιατικῇ sq. ═ An. Ox. 4, 297, 6 αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. ἐλυμήνατο sq. Ps. 79, 14 839 φθορεύϲ cf. H v. λυμαιών, aliter Ps. Herodian. 79; l. cf. Ambr. 652 καὶ sq. Soph. Ai. 571 — 2 840 — ὕβριϲ ═ P, Ba 293, 11; — φθορά ═ H; — βλάβη ═ Ambr. 678; Ps. Herodian. 79; φθορά ═ Et. M. 571, 40 cf. Byz. Zt. 16, 63 ὁ sq. Aelian. fr. 276 (cf. fr. 225) 841 ═ P cf. sch. Pl. Tim. 22 d 842 αἰτιατικῇ ═ An. Ox. 4, 297, 4; λύε sq. Jesai. 58, 6 843 ϲυϲτολὴ — ϲύγχυϲιϲ Laert. 7, 111 τί sq. Soph. El. 59 — 61 845 ═ P; l. fr. com. ad. 871 846 εὐτελήϲ cf. H, sch. ν 243 οὕτωαἰχμάλωτον lo. Antioch. fr. 48, FHG 4, 556 ═ EV 1, 169, 13—170, 4 vs. 23 λυπρά sq. fort. Dam. 847 πέπατο sq. Anth. 6, 98, 5—6)[*](839 cf. v. Α 328 843 Soph. cf. v. τί γάρ με 846 lo. Antioch. cf. v. 2732 847 cf. vv. 162 et Π 993)[*](A(GFVM))[*](838 om. AFV mg. Ar 1 Λυμαίνομαί ϲοι ex Ar solo 839 om. F 2 τἀμὰ] τὰ μὲν V 3 θήϲουϲιν A 5 κατατάϲϲει V 6 αὐτόν] αὐτούϲ Port. post 840 seq. 757 in FV 7 ἀπολύωνι A 842 om. AFV mg. Ar 8 χειμερίῳ ὁδῷ Ar 10 καὶ—λῦπαι ex GM solis εὔλογοϲ V 11 εἴδη] εἴ V 12 ἀνία ex Laert. Kust. 844 non nov. gl. V 845 om. V 20 ἀγαπᾶν τε A, v. Κ 2732: τε ἀγαπᾶν GVM)
301

848 Λυπρόν: ἐπαχθέϲ. λυπηρόν. καὶ Λυπρόγαιον. Ἀππιανόϲ· | [*](Σ) τὸ γὰρ λυπρόγαιον καὶ πενιχρὸν ὑμᾶϲ εἰϲ λῃϲτείαν ἄγει. [*](Ε) δώϲω δ᾿ ἐγὼ πενομένοιϲ φίλοιϲ γῆν ἀγαθήν.

849 Λυπηνάρια: εἶδοϲ ὀϲπρίου· θέρμουϲ καλοῦϲιν. ἡ εὐθεῖα τὸ [*](Δ) θέρμον.

850 Λύρα: βραχὺ τὸ λυ. εἰδήϲειϲ Ἀλκμᾶνα λύρηϲ ἐλατῆρα Λακαίῃϲ.

[*](Anth.)

851 Λύϲϲα: ἡ μανία.

[*](Δ)

852 Λύϲανδροϲ: ναύαρχοϲ Λακεδαιμονίων.

[*](Harp.)

853 Λυϲανίαϲ πατρῴων μεγάλων κακῶν: ὁ λύων τοῦ πατρὸϲ [*](Ar.) τὰϲ ἀνίαϲ. ὠνοματοπεποίηται ἡ λέξιϲ. Σοφοκλῆϲ· Ζεὺϲ νόϲτον ἄγοι τὸν νικομάχαν καὶ παυϲανίαν καὶ Ἀτρείδαν.

854 Λυϲϲάνιε: μαινόμενε. καὶ κύνα δὲ λυϲϲητήν· ἀϲπίδα, [*](Ar.) φρῦνον, ὄφιν καὶ Λαδικέαϲ περίφευγε, καὶ κύνα λυϲϲητὴν καὶ πάλιν Λαδικέαϲ.

855 Λῦϲαι· Λύϲιϲ δέ.

856 Λύϲῃ: ἀντὶ τοῦ λυϲάτω. Νόμων θ΄, παραλαβὼν ὁ κεκτημένοϲ [*](Σ) παρὰ τοῦ πληγέντοϲ δεδεμένον αὐτὸν, μὴ λύϲῃ, πρὶν ἂν ὁ δοῦλοϲ παίϲῃ τὸν πληγέντα.

857 Λυϲθείϲ: κατενεχθείϲ.

858 Λυϲίαϲ, Κεφάλου, Συρακούϲιοϲ, ῥήτωρ, μαθητὴϲ Τιϲίου καὶ [*](Hesy.) Νικίου, εἷϲ τῶν μετὰ Δημοϲθένουϲ ι΄ ῥητόρων. ἐτέχθη δ᾿ ἐν Ἀθήναιϲ, μετοικήϲαντοϲ τοῦ Κεφάλου ἐκεῖϲε. γεγονὼϲ δὲ ἐτῶν ιε΄ εἰϲ Θουρίουϲ ᾤχετο ϲὺν ἀδελφοῖϲ δύο, κοινωνήϲων τῆϲ ἀποικίαϲ. εἶτα ἐκπεϲὼν ἐκεῖθεν ἐπ᾿ Ἀττικιϲμῷ ἐπανῆλθεν εἰϲ Ἀθήναϲ, ἄγων ἔτοϲ μζ΄. λόγοι δὲ αὐτοῦ λέγονται εἶναι γνήϲιοι ὑπὲρ τοὺϲ τ΄· καὶ ἕτεροι πρὸϲ τούτοιϲ ἀμφιδοξούμενοι. τῷ δὲ καθαρῷ τῆϲ φράϲεωϲ οὐδένα ἔϲχε μιμητὴν πλὴν Ἰϲοκράτουϲ. ἔγραψε δὲ καὶ τέχναϲ ῥητορικὰϲ καὶ δημηγορίαϲ, ἐγκώμιά τε καὶ ἐπιταφίουϲ καὶ ἐπιϲτολὰϲ ζ΄, μίαν μὲν πραγματικὴν, τὰϲ δὲ λοιπὰϲ ἐρωτικάϲ· ὧν αἱ πέντε πρὸϲ μειράκια.

[*](848 λυπηρόν ═ P cf. H τὸ sq. App. lber. 59 849 — καλοῦϲιν cf. Zon. 1323; l. cf. Ambr. 699 850 εἰδήϲειϲ sq. Anth. 7, 18, 3 851 ═ sch. Ι 239 Ps. Herodian. 79, L, Et. M. 572, 4 852 Harp. ═ P 853 Ar. Nu. 1163 c. sch.; Soph. fr 801 854 — μαινόμενε sch. Ar. Lys. 1171 ἀϲπίδα sq. Synes. ep. 127 init. 856 ═ P; Pl. Leg. 9, 882 c 858 cf. Phot. Bibl. 488 b 14 489 b 18 sq., [Plut.] vit. or. 835, Dionys. Hal. Lys. 1)[*](854 cf. 54 et v. φρῦνοϲ 855 cf. 864)[*](848 mg. M 849 om. G mg. M; extra ord. 4 ἃ] ἃ καὶ F ἡ — 5 θέρμον A(GFVM) del. Gsf. 6 λυ] υ FV 9 Λύϲαχροϲ A, corr. Ar 14 φρῦνον GM, 54 s. v.: φρύνιον AFV παράφευγε F (et in 54) καὶ κύνα — 15 Λαδικέαϲ om. GM ὄπιϲθεν λακιδέαϲ ἐγρ(άφ)η mg. add. M 855 om. AFV 18 παρὰ— 20 κατενεχθείϲ om. F 19 πείϲῃ e Pl. Kust. Phot. 20 Λυϲθείϲ ex ἐλυϲθείϲ ortum putat Kust. assentiente Bhd., qui et Λιαϲθείϲ proposuit 21 Συρακουϲίου cp. A Συρακίου F Τιϲίου] Σιτίου F 24 κοινωνήϲων τῆϲ ἀποικίαϲ om. V 26 καὶ 27 ἀμφιδοξούμενοι om. V 29 τε ex A solo ζ΄ — 30 λοιπὰϲ om. V 30 ὧν αἱ om. V)
302

859 Λυϲίζωνοϲ γυνή: ἡ ἀνδρὶ πληϲιάϲαϲα. αἱ γὰρ παρθένοι μέλλουϲαι πρὸϲ μίξιν ἔρχεϲθαι, ἀνετίθεϲαν τὰϲ παρθενικὰϲ αὑτῶν ζώναϲ τῇ Ἀρτέμιδι.

[*](Ar.)

860 Λυϲικράτηϲ· οὗτοϲ φαρμάκῳ τινὶ ἐμέλαινε τὰϲ ἑαυτοῦ τρίχαϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐδ᾿ ἂν εἰ τὸ φάρμακον ἕψουϲ᾿ ἔτυχεϲ, ᾧ Λυϲικράτηϲ μελαίνεται. καὶ αὖθιϲ· ἡ Λυϲικράτουϲ ῥὶϲ ἴϲα τοῖϲ καλοῖϲι φρονήϲει. ἐπειδὴ ϲιμὸϲ ἦν καὶ αἰϲχρὸϲ καὶ κλέπτηϲ καὶ ἄϲημοϲ. καὶ παροιμία· Λυϲικράτηϲ δωροδοκῶν. ϲτρατηγὸϲ Ἀθηναίων.

[*](Δ)

861 Λυϲιμάχεια: ὄνομα πόλεωϲ.