Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

762 Λοίϲθιον: τὸ ἔϲχατον. καὶ Λοίϲθιοϲ ἡμέρα, ἐϲχάτη.

[*](Δ)

763 Λοῖϲθοϲ: ὁ ἔϲχατοϲ. καί Λοίϲθῳ, ἐϲχάτῳ. εἶθ᾿ ὅγε [*](Δ Σ) λοῖϲθοϲ ἄχθοϲ ἀπορρίψαϲ οἴχεται εἰϲ ἀΐδαν. περὶ Ἀλκμᾶνοϲ ὁ λόγοϲ.

[*](Anth.)

764 Λοιϲθώνη: ἡ θραϲεῖα.

[*](Δ)

765 Λύβαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

766 Λύγα: ϲκοτεινά. ἐφάνη γάρ οἱ αὐτὰ ἱϲτοῦ παρὰ κρόκαιϲιν ὡϲ [*](Σ + Anth.) λύγα πυρόϲ.

767 Λύγδην: λύζοντεϲ. ἢ ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ. τοιαῦτ᾿ ἐπ᾿ ἀλλήλοιϲιν [*](Soph.) ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαιον ἅπαντεϲ.

768 Λύγδινα· κἐν ϲτέρνοιϲ ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαϲτῶν ἕϲτηκέ, [*](Anth.) μίτρηϲ γυμνὰ περιτρομάδοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. καὶ αὖθιϲ· οἷά τε λύγδου γλυπτήν, παρθενίων βριθομένην χαρίτων. ἔϲτι δὲ εἶδοϲ λίθου ἡ [*](Δ) λύγδοϲ. καὶ αὖθιϲ· γλύψαϲ ἐπώλει λύγδινόν τιϲ Ἑρμείαν.

769 Λυγαῖοϲ: ἀπὸ τόπου.

[*](Δ)

770 Λυγαίωϲ: ϲκοτεινῶϲ. καὶ Λύγη, ἡ ϲκοτία.

[*](Δ)

771 Λυγιζόμενοϲ: ϲτρεφόμενοϲ, καλυπτόμενοϲ. ἀπὸ τῶν λύγων. [*](Σ) λύγοϲ δέ ἐϲτι φυτὸν ἱμαντῶδεϲ. δείδη μόϲχοιϲι λύγοιϲιν. Ὅμηροϲ. καὶ Πλάτων ἐν Γοργίᾳ· πάϲαϲ ϲτροφὰϲ ϲτρέφεϲθαι, πάϲαϲ δὲ διεξόδουϲ διελθών, ἀποϲτραφῆναι λυγιζόμενοϲ, ὥϲτε μὴ παρέχειν δίκην. τινὲϲ δὲ καὶ τὸ μετὰ τιμωρίαϲ βαϲανίζειν λυγίζειν. καὶ αἱ μάϲτιγεϲ, αἷϲ οἱ ἀθληταὶ τύπτονται, λύγοι καλοῦνται.

772 Λύγιϲμα: αἰϲχρὰ φωνή, βδελυρὸν ᾆϲμα· ὃ λέγουϲιν Ἀλεξανδρεῖϲ. [*](Greg.) Λυγίζει. ὁ δὲ ἔκαμπτεν ᾠδάϲ, ὁπόϲαϲ ὁ Νέρων ἐλύγιζέ τε [*](Σ) καὶ ἔϲτρεφε.

773 Λυγίϲμαϲι: ϲυγκλάϲμαϲι.

[*](Σ)

774 Λυγκαίνουϲα: ἀναλλύζουϲα, ϲτενάζουϲα. ἔϲτι δέ τι πάθοϲ γενόμενον τοῖϲ [*](Suid.) μετὰ ϲυμπαθείαϲ πολλῆϲ κλαίουϲι.

[*](761 Ambr. 637 762 ἔϲχατον ═ Ambr. 627, Ps. Herodian. 80 cf. H 763 — ἔϲχατοϲ ═ Et. M. 568, 42, Ambr. 580, Ap. S.109, 3, sch. Ψ 536 cf. Ps. Herodian. 80 Λοίϲθῳ, ἐϲχάτῳ ═ P, Ba 292, 7 cf. H εἶθ᾿ sq. Anth. 7, 19, 34 764 ═ Ambr. 609 765 ═ Ambr. 644 766 ἐφάνη sq. Anth. 6, 266, 34 767 Soph. OC 1620—1 c. sch. 768 — περιτρομάδοϲ Anth. 5, 12, 3—4. οἷα— χαρίτων Anth. 5, 194, 3—4 γλύψαϲ sq. Babr. 30, 1 769 cf. Ambr. 667 770— ϲκοτεινῶϲ ═ P, Ba 292, 28 cf. H; Orion 91, 8 unde Et. M. 571, 20; sch. Ap. R. 1, 218; 2, 1121; sch. Theocr. 1, 95 h Λύγη sq. cf. sch. Ap. R. 2, 671 771 (praeter Ὅμηροϲ καὶ Πλάτων) ═ P cf. sch. Pl. Rep. 405c; sch. Theocct. 1, 95 g, l, H, Erotian. 58, 2; Λ 105; Γοργίᾳ est Rep. 405c 772 — Ἀλεξαδρεῖϲ sch. Greg. Ann. 256, n. 161 Λυγίζει cf. P ὁ sq. Philostr. 4, 39 773 ═ P, Σa cf. Ba 292, 20, H)[*](766 cf. 770 767 cf. v. Μ 1293 768 Anth. 5, 12 cf. v. 2277 767 cf. 789 et v. Μ 1293 770 cf. 766 et 793 771 cf. 780 772 Philostr. cf. v. Κ 294 774 ex v. Α 1949)[*](3 Λοίϲθῳ] λίθῳ V 4 Ἀλκμάνων A 11 κώνεια AFV cf. v. Κ 2277 A(GFVM) 17 καμπτόμενοϲ Kust., Phot. v. l. sch. Pl. cf. sch. Theocr. 1, 95 e 18 δίδη Kust, Hom. sed cf. p. 292, 14 19 Πλούτων V 24 Λυγίζει] nov. gl. F, contra ord. 774 om. AF post 775 V 27 ἀναλλύζουϲα] ὀλολύζουϲα add. G)
292
[*](Ar.)

775 Λυγκέωϲ ὀξυωπέϲτερον βλέπειν: οὗτοϲ ἐγένετο ἀδελφὸϲ Ἴδα· ὁ δὲ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Δαναΐϲιν υἱὸϲ Αἰγύπτου. τοϲοῦτον δὲ ὀξυωπέϲτατοϲ ἦν, ὡϲ δι᾿ ἐλάτηϲ ἰδεῖν Κάϲτορα δολοφονήϲαντα τὸν ἀδελφόν, ὥϲ φηϲι Πίνδαροϲ. καὶ Ἀπολλώνιοϲ ἐν Ἀργοναύταιϲ· εἰ ἐτεόν γε πέλει κλέοϲ, ἀνέρα κεῖνον ῥηϊδίωϲ καὶ ἔνερθεν ὑπὸ χθονὸϲ αὐγάζεϲθαι.

[*](Hesy.)

776 Λυγκεύϲ, Σάμιοϲ, γραμματικόϲ, Θεοφράϲτου γνώριμοϲ, ἀδελφὸϲ Δούριδοϲ τοῦ ἱϲτοριογράφου, τοῦ καὶ τυραννήϲαντοϲ Σάμου. ϲύγχρονοϲ δὲ γέγονεν ὁ Λυγκεὺϲ Μενάνδρου τοῦ κωμικοῦ καὶ ἀντεπεδείξατο κωμῳδίαϲ καὶ ἐνίκηϲε.

[*](Σ)

777 Λυγκεύϲ: εἶδοϲ θηρίου. ἢ ὀξυδερκήϲ.

[*](Σ)

778 Λυγμόϲ: ὀλολυγμόϲ.

[*](Δ)

779 Λύγξ: τὸ ζῷον.

[*](Σ)

780 Λύγοϲ: τὸ ἱμαντῶδεϲ φυτόν. Ὅμηροϲ· δείδη μόϲχοιϲι λύγοιϲι. [*](Ε) καὶ Ἀρριανόϲ· ὡϲ δὲ ἄποροϲ αὐτοῖϲ ἡ διάβαϲιϲ ἐφαίνετο, ξυναγαγὼν ὁ Βρούτιοϲ τοὺϲ ἐπιχωρίουϲ κελεύει ἡγεῖϲθαι τὴν ὁδὸν, ὅπωϲ εἰώθειϲαν αὐτοὶ παῤ ἀλλήλουϲ φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνοϲ. οἱ δὲ κύκλουϲ ἐκ λύγων τοῖϲ ποϲὶ περιαρμόϲαντεϲ αὐτοί τε ἀβλαβῶϲ ἐπήρχοντο κατὰ τῆϲ χιόνοϲ πιεζομένηϲ ὑπὸ τῶν κύκλων καὶ τοῖϲ Ῥωμαίοιϲ παρεῖχον οὐ χαλεπὴν τὴν πάροδον. ἦν δὲ ἡ χιὼν ὡϲ ιϚ΄ πόδαϲ πολλαχῆ τὸ βάθοϲ.

[*](Δ)

781 Λύγωνοϲ.