Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

742 Λωτόϲ: βοτάνη εὐώδηϲ· ἣν ἔνιοι μυρόλωτον καλοῦϲι. καὶ [*](Σ) Λωτοί, ἐπιθαλάμιοί τινεϲ αὐλοί. λωτοὶ ἄχευν, καὶ θαλάμων ἐπλαταγεῦτο θύραι. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. καὶ αὖθιϲ· διδύμουϲ τε λωτοὺϲ [*](Anth.) κερωβόαϲ, ἐφ᾿ οἷϲ ποτε ἐπωλόλυξεν αὐχένα ϲτροβιλίϲαϲ. καὶ αὖθιϲ· ἄρτι γὰρ ἑϲπέριοι νύμφαϲ ἐπὶ δικλίϲιν ἄχευν λωτοί. καὶ αὖθιϲ· ἄρτι μὲν ἐν θαλάμοιϲ Νικιππίδοϲ ἡδὺϲ ἐπήχει λωτόϲ, καὶ γαμικοῖϲ ὕμνοϲ ἔχαιρε κρότοιϲ.

743 Λωτοφάγοϲ.

[*](Δ)

744 Λωφήϲαντοϲ: ἀναπαυϲαμένου, ἡϲυχάϲαντοϲ.

[*](Σ)

745 Λωφῆϲαι· ἦν δὲ Ἰουϲτινιανὸϲ ἐϲ μὲν ἀνθρώπων φθορὰν ἑτοιμότατοϲ, [*](Ε) [*](738 — βέλτιϲτοϲ ═ P, Ba 293, 23, H ὄνομα κύριον ═ Ambr. 718 740 Ambr. 729, sch. Μ 283, Et. M. 571, 2, H cf. Ap. S. 109, 21 741 cf. Ambr. 725 742 — καλοῦϲι ═ P, Ba 293, 25 cf Ambr. 714 Λωτοὶ pr. — αὐλοί cf. Ath. 4, 182 d λωτοὶ ἄχευν — θύραι Anth. 7, 182, 3—4. διδύμουϲ -ϲτροβιλίϲαϲ Anth. 6,, 94, 3—4 ἄρτι γὰρ—λωτοί Anth. 7, 182, 3—4 ἄρτι μὲν sq. Anth. 7, 186, 1—2 743 cf. L 744 ═ P, Ba 293, 30 cf. Et. M. 571, 15, H, Ambr. 728 745 — p. 290,1 ἀμήχανοϲ Proc. h. a. 15, 5) [*](745 cf. 704) [*](737 ex F solo 2 βέλτιοϲ A καὶ om. A 7 διαφοράν A 10 ἐπιϲτραφεῖϲα A(GFVM) GVM ὡϲ A: εἰϲ GVM 12 δὲ A: τε GVM 15 Ἰϲραὴλ om. V 19 Ζαμβρῆ GMec, v. Z 14 cf. v. Φινέεϲ 24 μυρέλωτον V καὶ— 30 κρότοιϲ om. F 5 λωτοὶ ἄχευν — 30 κρότοιϲ om. V 25. 26 ἐπλαττεῦτο A 26 θόραι GM 743 om. FV)

290
[*](Σ) ἐϲ δὲ τὸ λωφῆϲαι ἀμήχανοϲ. κυρίωϲ δὲ εἴρηται λωφῆϲαι ἐπὶ βοῶν, τὸ τὸ βάροϲ ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἀποθέϲθαι. λόφοϲ γὰρ ὁ τράχηλοϲ.

[*](Σ)

746 Λώφηϲιϲ: παῦϲιϲ, πτῶϲιϲ.

[*](Σ)

747 Λωφήϲομεν: ἀντὶ τοῦ παύϲομεν.

[*](Δ)

748 Λοιβεῖον: τὸ θῦμα. ἐκ τοῦ λείβω.

[*](Σ)

749 Λοιβή: ϲπονδή, θυϲία.

[*](Δ)

750 Λοίγια: ὀλέθρια. καὶ Λοίγιοϲ, ὁ ὀλέθριοϲ.

[*](Σ Δ)

751 Λοιγόν: φθοράν, ὄλεθρον. καὶ Λοιγόϲ, ὄλεθροϲ.

[*](Harp.)

752 Λοιδίαϲ: ποταμὸϲ Μακεδονίαϲ. Αἰϲχίνηϲ μέμνηται.

[*](Ar.)

753 Λοιδορεῖϲθαι τοὺϲ πονηροὺϲ οὐδέν ἐϲτ᾿ ἐπίφθονον, ἀλλὰ τιμὴ τοῖϲι χρηϲτοῖϲ, ὅϲτιϲ εὖ λογίζεται: τουτέϲτι τὸ τοὺϲ πονηροὺϲ λοιδορεῖϲθαι τιμὴ γίνεται τῶν ἀγαθῶν. εἰ μὲν οὖν ἄνθρωποϲ, ὃν δεῖ πόλλ᾿ ἀκοῦϲαι καὶ κακά, αὐτὸϲ ἦν ἔνδηλοϲ, οὐκ ἂν ἐμνήϲθην φίλου. νῦν δ᾿ Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶϲ ὅϲτιϲ οὐκ ἐπίϲταται, ὅϲτιϲ ἢ τὸ λευκὸν οἶδεν ἢ τὸν ὄρθιον νόμον. παρὰ τὸ λεγόμενον, εἴ τιϲ οἶδε τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν. οἱ δὲ λέγουϲιν Ἀρίγνωτον κιθαρωδὸν ὄντα ᾄδειν τὸν ὄρθιον καλούμενον νόμον καὶ τὸν λευκόν· οἵτινεϲ ἐθαυμάζοντο κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. τοῦ δὲ Ἀριφράδουϲ παρὰ φύϲιν ἀϲελγαίνοντοϲ ταῖϲ γυναιξί.

[*](Δ)

754 Λοιδορηϲμόϲ: ἡ λοιδορία.

[*](Δ Synt.)

755 Λοιδορία. καὶ Λοιδορῶ δοτικῇ· τὰ δὲ παθητικὰ αἰτιατικῇ.

[*](Σ Δ)

756 Λοιμεύεται: φθοροποιεῖ, βλάπτει. καὶ Λοιμόϲ, ἡ φθοροποιὸϲ νόϲοϲ. δυϲκραϲία ἀέροϲ καὶ τροπὴ λοιμικὴ κατάϲταϲιϲ λέγεται.

757 Λοιμόϲ: ὁ φθορεύϲ.

[*](Δ)

758 Λοιμώδηϲ: ὁ ὀλέθρου παραίτιοϲ.

[*](Thdr.)

759 Λοιμοί: οἱ μὴ μόνον ϲφᾶϲ αὑτοὺϲ λυμαινόμενοι, ἀλλὰ καὶ ἑτέροιϲ τῆϲ λύμηϲ μεταδιδόντεϲ.

[*](Δ)

760 Λοιπάϲ καὶ Λοιπαδάριον.

[*](745 κυρίωϲ sq. ═ P, Σa cf. Ba 293, 27, H, sch. Ap. R. 2, 485, Et. M. 571, 8 746 ═ P, Ba 293, 29 cf. H 747 ═ P, Ba 293, 27 748 — θῦμα cf. L 749 ═ P, Ba 292, 4 cf. H; Ambr. 611 ═ Ps. Herodian 80; sch. Δ 49 750— ὀλέθρια ═ sch. Α 573, H. Λοίγιοϲ sq. ═ Ambr. 576 cf. H, Ps. Herodian. 80 751 ὄλεθρον ═ P, Ba 292, 5, sch. A 398 Λοιγόϲ sq. ═ Ambr. 575, Ps. Herodian. 80, Et. M. 568, 19, H 752 Harp. ═ P; Aeschin. 2, 124 753 Ar. Eq. 1274—9 c. sch. 754 ═ Ambr. 579 cf. P Λοιδορῶ sq. contra Synt. Laur. et Gud. 756 — βλάπτει ═ P, Ba 292, 6 cf. H Λοιμόϲ—νόϲοϲ cf. Ambr. 572, H δυϲκραϲία sq. fort. vita Pythag. 757 cf. Boisson. 4, 389 vs. 449 758 aliter Ambr. 582 759 Thdr. in Ps. 1, 1, PG 80, 869a)[*](753 cf. v. El 146)[*](A(GFVM))[*](8 ὀλέθριοϲ] ὄλεθροϲ A 9 ὁ ὄλεθροϲ F 10 ποταμὸϲ] πόλειϲ V 11 ἐϲτ᾿ om. GM 12 τιμὴ] γε μὴ V 13 δεῖ AM, Ar.: δὴ GV 14 ἔνδειλοϲ A 16 τὸν] τὸ A 753—4 inverso ord. GVM 21 Λοιδοριϲμόϲ FV 755 om. F 22 καὶ —αἰτιατικῇ om. A; τὰ—αἰτιατικῇ om. V 757 om. A mg. M post 840 FV)
291

761 Λοιπόν: ἐπίρρημα.

[*](Δ)