Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ?)

522 Λίθοϲ: θηλυκὸν ἡ λίθοϲ. οἱ δὲ Ἄβαροι χρυϲόν τε καὶ ἄργυρον [*](Ε) καὶ λίθων τὰϲ ἐριτίμουϲ ἀποφέρεϲθαι ἠξίουν.

[*](Harp.)

523 Λίθοϲ· Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Κόνωνοϲ· τῶν τε παρόντων καθ᾿ ἕνα ἡμῶν οὑτωϲὶ πρὸϲ τὸν λίθον ἄγοντεϲ καὶ ἐξορκοῦντεϲ. ἐοίκαϲι οὖν Ἀθηναῖοι πρόϲ τινι λίθῳ τοὺϲ ὅρκουϲ ποιεῖϲθαι, ὡϲ Ἀριϲτοτέληϲ καὶ Φιλόχοροϲ ὑποδηλοῦϲι.

[*](Σ)

524 Λιθουλκῆϲαι: τὸ ϲτῆϲαι ἐπὶ τῆϲ βάϲεωϲ τὸ ἀνάθημα.

[*](Σ)

525 Λιθουργόϲ: λιθογλύπτηϲ.

[*](Rhet.)

526 Λιθουργικὴ καὶ λιθοτριβικὴ διαφέρει. ἡ μὲν λιθουργική, ἣν ἐν τοῖϲ μετάλλοιϲ ἐργάζονται οἱ τέμνοντεϲ τοὺϲ λίθουϲ, ἡ δὲ λιθοτριβική ἐϲτι, ἣν μετίαϲιν οἱ καταξαίνοντεϲ καὶ κοϲμοῦντεϲ τοὺϲ λίθουϲ ὥϲτ’ ἀπειληφέναι τὴν εὐπρέπειαν ἕκαϲτον τῶν ἔργων. Λυϲίαϲ ἐν τῷ πρὸϲ Ναυϲίαν περὶ τοῦ τύπου· ἀλλὰ διὰ τὸ τρεῖϲ τέχναϲ ἐργάζεϲθαι, τήν τε λιθουργικὴν καὶ λιθοτριβικὴν καὶ πρὸϲ τούτοιϲ τὸ τετρυφηκέναι.

[*](Ar.)

527 Λίθῳ: τῷ βήματι. Ἀριϲτοφάνηϲ· τονθορύζοντεϲ δὲ τῷ γήρᾳ. τῷ λίθῳ προϲέϲταμεν.

[*](Σ)

528 Λίθων ποτίμων: μήποτε τῶν πώρων λέγει, οἳ πίνοντεϲ τὸ ὕδωρ ἰϲχυρότεροι γίνονται· ἢ τῶν τὴν ϲάρκα τῶν ἐντιθεμένων καταναλιϲκόντων ϲωμάτων.

[*](Σ)

529 Λίθων χοαί: ἄργυροϲ καὶ χρυϲόϲ. καὶ γὰρ Εὐριπίδηϲ φηϲί· λευκοὺϲ λίθουϲ ἔχοντεϲ αὐχοῦϲι μέγα.

[*](Δ)

530 Λικίνιοϲ.

[*](Δ)

531 Λικμητήρ: ὁ τὸ πτύον κατέχων.

[*](Δ + Σ)

532 Λικμήϲονται· Λικμῶ διὰ τοῦ κ ἐπὶ τῆϲ ἅλω. Λιχμήϲονται δὲ διὰ τοῦ χ, ἀντὶ τοῦ λείξουϲι.

[*](Δ)

533 Λικμᾶν: τὸ ϲῖτον καθαίρειν. Δηοῖ Λικμαίῃ καὶ ἐναυλακοφοίτιϲιν [*](521 πειρωμένων cf. Paroem. ed. Gsf. 72, n. 605 ἀδυνάτων sq. cf. P, sch. Ar. Vsp. 279, sch. Pl. Eryx 405 b 523 Harp. ═ P; Dem. 54, 26; Aristot. Ath. Pol. 55, 5; Philoch. fr. 65, F H G 1, 394 524 ═ P 525 ═ P, Ba 290, 26 cf. H 526 — εὐπρέπειαν cf. Bk. 277, 33; Lys. fr. 186 527 Ar. Ach. 683 c. sch. 528 ═ P (in Pl. Leg. 12, 947d Gsf. ms.) 529 ═ P, Paroem. ed. Gsf. 72, n. 606 Eur. fr. 1007 530 ═ Ambr. 475, Ps. Herodian 77 531 cf. Ambr. 461 (in Ν 590?) 532 Λικμῶ ═ Ambr. 562 Λιχμήϲονται-λείξουϲι cf. H s. v.; λείξουϲι cf. P ═ Ba 290, 27, H v. λικμήϲονται, L, Et. M. 568, 8 533 καθαίρειν cf. H, sch. Ε 499 Δηοῖ sq. Anth. 6, 98, 1—3) [*](529 cf. 336 532 cf. 632 533 Anth. cf. v. O 153) [*](A(G F V M)) [*](1 κατεργάϲαϲθαι F 2 ἀδυνάτῳ Phot. 3 θηλυκῶϲ F cp. A 4 λίθον ἐντίμουϲ A 523 om. F 525 post 526 G M, ordo poscit 13 ἐϲτιν om. V 19 πόρων A οἳ] οἷον A 22 γὰρ om. V 23 λευκοὺϲ] ἀργυροῦϲ μέγαν V 530 om. F 531 post vs. 28 καθαίρειν G M; extra ord, 26 Λικμήϲονται om. F 27 δὲ om. G V M ἀντὶ τοῦ oui. G V 28 Λικμᾶν A Λικμᾶν δέ, non nov. gl rell, ordo poscit τὸ] τὸν F Δηοῖ — p. 271, 2 τε om. F, post 530 praemisso Λικμαία G M)

271
Ὥραιϲ Ἡρώναξ πενιχρῶν καὶ ἐξ ὀλιγηροϲίηϲ μοῖραν ἁλοεῖται Anth. ϲτάχυοϲ πάνϲπερμά τε.

534 Λικμώντων. Λικμῶ, τὸ κοϲκινεύω, διαϲκορπίζω. πτυάζω.

[*](Δ Σ Δ)

535 Λίκνον: κόϲκινον, ἤτοι πτύον. οἱ δὲ διὰ διφθόγγου γράφουϲιν. [*](Σ Ecl.) ἡ δὲ ἀναϲτρέψαϲα τὸ λίκνον ἐπὶ τῶν γονάτων κείμενον [*](Ε) ἔθει. καὶ Λικνοειδήϲ, ὁ ῥυπαρόϲ.

536 Λικνοφροϲ: τὸ λίκνον πρὸϲ πᾶϲαν τελετὴν καὶ θυϲίαν ἐπιτήδειόν [*](Harp.) ἐϲτιν. ὁ δὲ τοῦτο φέρων λικνοφόροϲ λέγεται.

537 Λικριφίϲ: εἰϲ πλάγιον.

[*](Δ)

538 Λίλαια: πόλιϲ. καὶ Λίλαιον, τόποϲ.

[*](Δ)

539 Λιλαίομαι: προθυμοῦμαι.

[*](Δ)

540 Λιμαγχονῶ: πνίγω. καὶ Λιμάϲϲω.

[*](Δ)

541 Λιμβρόϲ: ἡ νύξ. ἡ ϲκοτεινή.

[*](Δ Etym)