Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

502 Λιγνύϲ: ἡ ἀνάδοϲιϲ τοῦ καπνοῦ. Ἀριϲτοφάνηϲ· λιγνὺϲ δὲ [*](Ar.) ϲῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰϲ καταιθαλώϲει Λικυμνίαιϲι βολαῖϲ. οὗτοϲ [*](493 ═ Ambr. 516, Ps. Herodian. 77 494 cf. Paroem. ed. Gsf. 71, n. 602 497 ἀλλὰ sq. Babr. p. 221 498 ═ P, Ba 290, 21 cf. H, sch. χ 278 499 — κηρύϲϲων ═ P, Σᵃ cf. Ba 290, 20 ═ Et. Gen., sch. Λ 684, H ὑμνῶν cf. Ambr. 548 ═ Ps. Herodian 242; H 500 cf. Ambr. 571, sch. 214, H 501— κύριον ═ Ambr. 480 502 — καπνοῦ ═ P, Ba 290, 22 cf, Et. Gen. ═  Et M. 565, 24, sch Ap. Rh 4, 1188, H, sch Nic Al. 50 λιγνὺϲ δὲ sq. Ar. Av. 1241—2 c. sch) [*](501 ῆν sq. cf. v. Β 279) [*](A (G F V M)) [*](4 μάλιϲτα] ⟨ἐδόκει⟩ add. Dr. εῖναι ex A solo 4, 5 τοῖϲ ὑπὸ τῶν ἱερέων λεγομένοιϲ Wolf (τοῖϲ Eec 8 ἀρετὴ A 13 Λίβερον G V M 14 Βιργίλλιοϲ Gae Mec 15 ὄνομα ἔθνουϲ] ἔθνοϲ A 19 πότον A F V; τόπον M 23 τριηρατικόν G V M 25 ἄπιϲτοι Bhd. 33 καταιθαλώϲειν κυμνίαιϲι A)

269
ὁ Λικύμνιοϲ ἐνεπύριϲέ τινων οἰκίαϲ. καὶ δρᾶμά ἐϲτιν Εὐριπίδου Λικύμνιοϲ.

503 Λίγόκρυτον.

[*](Δ)

504 Λιγότεροϲ: ὀξύτεροϲ.

[*](Δ)

505 Λιγύμοχθοϲ: ἀηδὼν οὕτω λέγεται διὰ τὸν μόχθον καὶ τὸν [*](Ar.) θρῆνον τὸν ἡδυτάτωϲ ἐξ αὐτῆϲ εἰϲ τὸν παῖδα γινόμενον.

506 Λιγυρώτατον: λιγύκροτον.

507 Λιγὺϲ καὶ Λιγυρόϲ: ἡδύϲ, ὀξύϲ.

[*](Σ + Δ)

508 Λιγυϲτικὸν πέλαγοϲ. καὶ Λιγυϲτικόϲ, τόποϲ ἐν Ἰβηρίᾳ. καὶ [*](Δ) ζήτει ἐν τῷ ἀθέατοϲ.

[*](Suid.)

509 Λιγυφθόγγοιϲ: ἀντὶ τοῦ ἡδυφώνοιϲ. οὐκέτι δὴ πτερύγεϲϲι [*](Hom.) λιγυφθόγγοιϲιν ἀείϲειϲ, ἀκρί, κατ’ εὐκάρπουϲ αὔλακαϲ ἑζομένα.

[*](Anth.)

510 Λιγύφωνοϲ: ἡδύφωνοϲ.

[*](Σ)

511 Λιαινούϲηϲ: πραϋνούϲηϲ.

[*](Σ)

512 Λιθάζω· αἰτιατικῇ. καὶ τὸ ὁπωϲοῦν διά τινοϲ εἴδουϲ βάλλω. Ἀρριανόϲ· κελεύϲαντοϲ δὲ Τατίου, τὸν χρυϲὸν ἐϲ τὴν παῖδα ἐλίθαζον, [*](E) ἔϲτε τιτρωϲκομένη κατεχώϲθη.

513 Λιθείαϲ: πολυτελείαϲ, τὰϲ λιθέαϲ λεγομέναϲ.

[*](Δ)

514 Λίθειοϲ πύλη· Λίθιοϲ δὲ θῶκοϲ.

[*](Δ)

515 Λίθιναι ὑδρίαι· διότι τὰ τριγενῆ προπαροξύνονται, λίθινοϲ, λιθίνη καὶ λίθινον.

516 Λιθοδικτῶ: ἐκ τοῦ δίκω, τὸ βάλλω.

[*](Δ)

517 Λιθοκοπία: ἡ ἐκ λίθων βολή.

[*](Δ)

518 Λιθόλευϲτοϲ: λιθοβόλητοϲ.

[*](Σ)

519 Λιθολόγοι: οἰκοδόμοι.

[*](Σ)

520 Λιθομυλία ὅτι Ἄππιοϲ, Ῥωμαῖοϲ τιμητήϲ, λιθομυλίᾳ τὴν Ῥώμην κατέϲτρωϲε [*](Suid) καὶ ὕδατοϲ ὀχετοὺϲ κατεϲκεύαϲε.

[*](504 cf. Ambr. 488 505 sch. Ar. Av. 1381 503 l. cf. Ambr. 485 507 praeter καὶ Λιγυρόϲ ═ P, Ba 290, 23, H cf. sch. 248, unde Et. M. 564, 56 L, Apion. Λιγυρόϲ sq. cf. sch. Ε 526, H v. λιγυρῶϲ, sch.  Luc. 6, 21, Et. M. 565, 3 508— πέλαγοϲ cf. Ambr. 540 509 ἡδυφώνοιϲ sch. B 50 οὐκέτι sq. Anth. 7,192, 1—2 510 ═ P, Ba 290, 24 511 ═ P, Ba 290, 17 512 — αἰτιατικῇ Synt. Gud. cf. Laur. κελεύϲαντοϲ sq App. Bas. fr. 4 cf. Byz Zt. 21, 417 513 — πολυτελείαϲ cf. Ambr. 522 514 Λίθειοϲ cf. Ambr. 495; Λίθιοϲ sq. cf. L. 515 in Εν. lo. 2, 6 516 ═ Ambr. 564 518 ═ P, Σᵃ, Ba 290, 25 cf. H (in Soph. Ai 254) 510 Tim. ═ P, H cf. sch Pl. Leg. 858 b)[*](504 cf. 507 507 cf. 504 508 Λιγυϲτικόϲ sq. ex v. Α 711 512 App. cf. v. Ε 3204 520 ex v. Α 3199)[*](503—4 inverso ord, V 3 Λιγόκρυπτοϲ F; λιγύκροτον add, G V M 4 λιγόκροτον A (G F V M) add, F cf. ad vs. 7 5 Λιγύμογδοϲ F Λιγόμοχθοϲ V 6 ἡδυτάτηϲ F αὐτῆϲ] αὐτοῦ Aac 506 non nov. gl. M 7 λιγύκροτον A: om. G F V M, cf. ad vs. 3 et 4; e duplici scriptura 503 ortum esse prespexit Kust. 9 καὶ pr. — 10 ἀθέατοϲ om. A F mg. Ar 9 καὶ pr. om. Ar καὶ alt. — 10 ἀθέατοϲ om. V 16 Ἀππιανὸϲ Kust. cf. v. φυλάξαντεϲ 17 κατεχώϲθαι V post 512 seq. 411 in F V 513—4 post 517 V 515 om. A F mg. Ar post 521 V 520 om. A F mg. Ar post 515 V 26 Ῥώμην V: cp. Ar Ῥωμαίων G M)
270
[*](Prov.)

521 Λίθον ἕψειϲ: ἐπὶ τῶν ἀδύνατόν τι κατεργάζεϲθαι πειρωμένων. [*](Σ) οἷον ἀδυνάτων ἐπιχειρεῖϲ.