Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

486 Καταβραβευέτω· αἰτιατικῇ. καταλογιζέϲθω, κατακρινέτω, καταγωνιζέϲθω. [*](Σ) τὸ ἄλλου ἀγωνιζομένου ἄλλον ϲτεφανοῦϲθαι λέγει ὁ Ἀπόϲτολοϲ καταβραβεύεϲθαι.

487 Κατὰ βραχύ.

[*](Suid.)

488 Καταβροντῶ· γενικῇ καὶ αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

489 Καταβροχθίϲαϲ: ἐκροφήϲαϲ, καταπιών. ἐπὶ δὲ τῶν ἀθρόωϲ [*](Ar.) ῥοφουμένων καὶ ἀπλήϲτωϲ λέγεται τὸ καταβροχθίϲαϲ. ἐγὼ δ’ ἤνυϲτρον βοὸϲ καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίϲαϲ, λαρυγγιῶ τοὺϲ ῥήτοραϲ.

490 Κατάγελωϲ· ταῦτ᾿ οὐ κατάγελώϲ ἐϲτιν ἀνθρώποιϲ πλατύϲ; [*](Ar.) καὶ ἡ δοτικὴ τῷ καταγέλωτι. καὶ Καταγελῶ ϲου· γενικῇ.

[*](| Synt.)

491 Καταγγέλλω· γενικῇ. μήποτέ ϲου καταγγείλῃ ἐπὶ τοῦ νομοθέτου. δοτικῇ [*](Synt.) δέ· εὐφροϲύνηϲ καὶ χαρᾶϲ ἡμέρα καταγγέλλει τοῖϲ ἰδίοιϲ ἐκ τῶν νηϲτειῶν.

492 Καταγγέλτουϲ· οἱ δὲ ἔλεγον ἀπαλλαγῆναι αὐτούϲ, πρὶν [*](Ε) καταγγέλτουϲ τιϲίν, ὅτι πάρειϲι, γενέϲθαι.

493 Καταγέμων: δαψιλῶϲ ἔχων. ὁ δὲ λείαϲ καταγέμων ἐπανῆλθεν [*](Ε) εἰϲ τὴν πόλιν.

494 Καταγευϲθείϲ: τῇ γεύϲει νικηθείϲ.

[*](Σ)

495 Κατάγειν· ἄνδραϲ ἐπιφανεῖϲ ϲτεφηφορεῖν καὶ ϲτεφάνουϲ [*](Ε) κατάγειν, τέκνων αὐτοῖϲ ἀπολωλότων. Κατάγειν καὶ τὸ τοὺϲ [*](Σ?) πεφευγόταϲ εἰϲ τὰϲ ἑαυτῶν πατρίδαϲ ἀποκαθιϲτᾶν. ὁ δὲ ἐπειρᾶτο [*](Ε) κατάγειν τοὺϲ ἐκπεπτωκόταϲ.

[*](483 ἐκ — νεωρίων Polyb. fr. 168b. οἱ — ἀναχώρηϲιν Polyb. 21,12 θυϲία sq. cf. H, sch. Pl. Hipp. min. 372 e 484 — κατακραυγάζω cf. H. γενικῇ ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 295, 18 485 ═ Ambr. 9 486 αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. καταλογιζέϲθω—καταγωνιζέϲθω ═ P, Ba 268, 23 cf. H Ἀπόϲτολοϲ Col. 2,18 488 cf. Synt. Laur. et Gud. 489 Ar. Eq. 356—8 c. sch. 357 490 — πλατύϲ Ar. Ach. 1126 Καταγελῶ sq. cf. Synt. Laur., Bk. 153, 15 491 — γενικῇ + δοτικῇ cf. Synt. Laur. et Gud. 493 ὁ sq. Polyb. altt. Bhd. 494 ═ P, Ba 268, 25 495 — ἀπολωλότων fort. Aelian. ὁ sq. Xen. An. 1, 1, 7)[*](489 cf. v. Η 404)[*](3 χρωμάτων V 4 ἐκ—7 ἀναχώρηϲιν om. F 5 τῶν ὑπαρχουϲῶν καθέλκειν ArF(GVM) Schweigh. 7 μεταβολῆϲ Schweigh. cf. p. 40, 28 καὶ om. V 484 om. F 487 om. F post 483 V 15 καὶ om. V 16 ἐκροφήϲαϲ — 17 καταβροχθίϲαϲ om. A 17 ἐγὼ — 18 ῥήτοραϲ om. F 20 καὶ pr.—γενικῇ om. F 491 om. F post 492 V 28 ϲτεφανηφορεῖν F)
42
[*](Δ + Ε)

496 Κατάγαιον οἴκημα καὶ Κατάγειοι: ὑπὸ γῆν, αἱ δ’ οἰκίαι ἦϲαν κατάγειοι.

[*](x + Prov.)

497 Καταγηρᾶϲαι Τιθωνοῦ βαθύτερον καὶ τοῦ Κινύρου πλουϲιώτερον καὶ Σαρδαναπάλου τρυφερώτερον, ὅπωϲ τὸ τῆϲ παροιμίαϲ ἐπὶ ϲοὶ πληρωθῇ· δὶϲ παῖδεϲ οἱ γέροντεϲ: ἐπὶ τῶν πολυχρονίων λεγόμενον. ὁ δὲ Τιθωνὸϲ ὑπέργηρωϲ γενόμενοϲ κατʼ εὐχὴν εἰϲ τέττιγα μετέβαλε· Κινύραϲ δέ, ἀπόγονοϲ Φαρνάκηϲ, βαϲιλεὺϲ Κυπρίων, πλούτῳ διαφέρων· Σαρδανάπαλοϲ δέ, Ἀϲϲυρίων βαϲιλεύϲ ἐπʼ ἀκολαϲίᾳ καὶ τρυφῇ διαβιοὺϲ ἐτελεύτηϲεν.

[*](Σ)

498 Καταγιγαρτίϲαι: ϲυνουϲιάϲαι. ἢ ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν [*](Ar.) γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ καταμηρίϲαι. τὸ δὲ ῥῆμα πρόϲκαιρον, ἵνα ἀπὸ τῶν γιγάρτων τὸ μόριον ᾖ πεπλαϲμένον· οὐ γὰρ διαπαντὸϲ ϲυνουϲιάϲαι δηλοῖ τὸ καταγιγαρτίϲαι. ἢ καταθλίψαι. γίγαρτα δὲ τὰ τῆϲ ϲταφυλῆϲ ὀϲπριώδη. Ἀριϲτοφάνηϲ· εὑρόνθʼ ὡρικὴν ὑληφόρον μέϲη λαβόντ᾿ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίϲαι.

[*](Hdt.)

499 Καταγινέων: καταλύων. Ἡρόδοτοϲ.

[*](Synt.)

500 Καταγινώϲκω· γενικῇ. καταγινώϲκω ϲου ῥᾳθυμίαν πολλὴν καὶ νωθρότητα.

[*](Synt.)

501 Καταγλυκαίνω· αἰτιατικῇ.

502 Κατὰ γλῶϲϲαν· ζήτει ἐν τῷ ἀκαριαῖον.

[*](Σ)

503 Καταγλωττίζειν: τὸ βλαϲφημεῖν. ὡϲ ἐν Ἀχαρνεῦϲι· ψευδῆ καταγλώττιζέ μου.

[*](Σ)

504 Καταγλωττίϲματα: περίεργα φιλήματα. καταπλάϲματα, παντοῖαι μυραλοιφίαι, ἢ περιλαλήματα. ἢ εἶδοϲ φιλήματοϲ περιεργότερον [*](Ar.) τὸ καταγλώττιϲμα· ἢ κολάκευμα.

[*](Σ)

505 Κάταγμα: ἐρίου κατάπαϲμα, ἢ μήρυμα.