Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

302 Κανδήλα: παρὰ τὸ καίειν δῆλα.

[*](Ecl.?)

303 Κάνδυλοϲ: βρῶμα διὰ μέλιτοϲ καὶ γάλακτοϲ ϲκευαζόμενον· ὡϲ [*](Σ) καὶ ἀβυρτάκη ἐρύκων βρῶμα. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀκρόδρυα.

304 Κάνδυϲ: χιτὼν Περϲικόϲ. ἀποδύϲαντεϲ δὲ τὸν κάνδυν καὶ [*](Σ) τὰϲ ἀναξυρίδαϲ ἐξελκύϲαντεϲ καὶ τὸν πῖλον ἀφελόντεϲ.

305 Κάνναιϲ καὶ καλάμαιϲ χρῶνται οἱ νομάδεϲ εἰϲ τὴν ϲκηνοποιΐαν.

[*](Ε)

306 Κάνεον: τὸ κανίϲκιον. καὶ Κάνειον ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

307 Κάνηϲ: ὁ ψίαθοϲ. καὶ κλίνεται κάνητοϲ.

[*](Ar.)

308 Κανηφόροι· Φιλόχορόϲ φηϲιν, ὡϲ Ἐριχθονίου βαϲιλεύοντοϲ [*](Harp.) πρῶτον κατέϲτηϲαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ, ἐφ᾿ ᾧ ἐπέκειτο τὰ πρὸϲ τὴν θυϲίαν, τοῖϲ τε Παναθηναίοιϲ καὶ ταῖϲ ἄλλαιϲ πομπαῖϲ.

309 Κάνθαροϲ, Ἀθηναῖοϲ, κωμικόϲ. μνημονεύεται τούτου δράματα [*](Hesy.) Μήδεια, Τηρεύϲ, Συμμαχίαι, Μύρμηκεϲ, Ἀηδόνεϲ.

310 Κάνθαροϲ: παρὰ τὸν κάνθωνα, τουτέϲτι τὸν ὄνον· καὶ παρὰ [*](Ar.) τὸν ὀρόν, τουτέϲτι τὸ ϲπέρμα. φαϲὶ γὰρ ὅτι ὁ κάνθαροϲ οὕτω τίκτεται. ἐπὰν εὕρῃ ὄνου κόπρον ϲτρογγύλην, μένει κυλίων τοῖϲ ποϲὶ καὶ ἐν τῷ κυλίειν ἀποϲπερμαίνει· καὶ ἐκ τούτου ὁ κάνθαροϲ τὸ ζῷον γίνεται. ὅθεν καὶ τὴν ὀνομαϲίαν ἔχει παρὰ τὸν κάνθωνα καὶ τὸν ἀρόν, τουτέϲτι τὸ ϲπέρμα, κάνθωρόϲ τιϲ ὤν. ἢ παρὰ τὸν θορόν, ὃ [*](295 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. 296 ═ sch. A (Aristonic.) in Φ 502 297 ═ P; fr. com. ad. 1024 302 cf. Orion 178, 99 303 — βρῶμα ═ Et. Gen., Et. M. 488, 53 cf. Poll. 6, 69, H, P v. κάνδυτοϲ 304 Περϲικόϲ ═ P, Ba 267, 16, H, sch. Luc. 229, 23 cf. Poll. 7, 58 305 Livius 30, 3 contulit Bhd. fort. Polyb. 306 cf. L, Ambr. 364, sch. α 148 et κ 355, H 307 sch. Ar. Vap, 394 cf. Et. M. 489, 7 308 Harp. ═ P cf. H 310 — p. 26, 3 ὄνοϲ sch. Ar. Pac. 82 cf. Et. M. 489, 1. vs. 3 κάνθαροϲ —ποτηρίου sch. Ar. Pac. 144—5; εἶδοϲ ποτηρίου ═ P cf. H) [*](300 Z 1179 301 fort. ex v. Α 1121 (p. 103, 4) 310 cf. vv. Ο 620 et Ν 28 p. 26, 4 ὅτι sq. ex v. Ο 366) [*](295 om. F 2 λύγον A 3 τὰ om. GI 4 πεπτηγότα πεπιότα F ArF(GIVM) πεπτεῶτα sch. 298 om. F post 296 V 9 μετὰ] κατὰ F 301 om. F post 207 V 10 ζήτει] ἔϲτιν V 13 καὶ pr. om. F ἀρυτάκη V 16 καλάμοιϲ Schneider τὴν om. F 21 ᾦ IVacMac Harp. Phot.: οἶϲ AGVec Mec ὧν οἷϲ F ἀπέκειτο A 23 μνημονεύεται— 24 Ἀηδόνεϲ om. F 24 Συμμαχία Pors. 25 τὸν pr.] τὸ GacIVM 26 τὸν] τὸ IV ὁ om. FI 30 κάνθαροϲ V κάθαροϲ F κάνθοροϲ sch.)

26
δηλοῖ τὸ ϲπέρμα. ἢ ὁ θορὼν παρὰ τὸν κάνθωνα· ἀντὶ τοῦ περὶ τὴν κόπρον τοῦ ὄνου. ἢ ὁ ἐκ τοῦ κάνθωνοϲ ὀρούων. κάνθων δὲ κυρίωϲ ὁ ὄνοϲ. κάνθαροϲ δὲ τὸ ζῷον, καὶ ὄνομα λιμένοϲ ἐν Ἀθήναιϲ, καὶ [*](Suid.) εἶδοϲ ποτηρίου. ὅτι κάνθαροϲ θῆλυϲ οὐ γίνεται, ἀλλὰ πάντεϲ ἄρϲενεϲ γεννῶνπαι.

[*](Σ)

311 Κανθάρου μελάντεροϲ: παροιμία. Μένανδροϲ Θηϲαυρῷ. [*](Prov.) καὶ Κανθάρου ϲοφώτεροϲ, ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων.

[*](Δ)

312 Κανθήλη: πόλιϲ.

[*](Σ Δ)

313 Κανθήλιοϲ: βραδὺϲ νοῆϲαι, ἢ ἀφυήϲ. ἢ ὄνοϲ μέγαϲ. Ξενοφῶν [*](Ε) λέγει· ὅτι ἐν Βαβυλῶνι οἱ φοίνικεϲ οὐ μεῖον ἢ πλεθριαῖοι τὸ μέγεθοϲ γίνονται· οἳ δὴ πιεζόμενοι ὑπὸ βάρουϲ ἄνω κυρτοῦνται, [*](Ε) ὥϲπερ ὄνοι κανθήλιοι. καὶ Πολύβιοϲ· ἐν γὰρ τοῖϲ ἐπιδεδεμένοιϲ φορτίοιϲ τὰ κανθήλια λαβόνταϲ ἐκ τῶν ὄπιϲθεν προθέϲθαι πρὸ αὐτῶν ἐκέλευϲε τοὺϲ πεζούϲ. οὗ γενομένου, ϲυνέβη παρὰ πάνταϲ χάρακαϲ ἀϲφαλέϲτατον γενέϲθαι τὸ πρόβλημα.

[*](Σ)

314 Κάνθων: ὄνοϲ.

315 Κανόνιον: οὕτω καλεῖται ἡ οἱαδήποτε πραγματεία, κἂν πλειόνων τυγχάνῃ πτυχίων ἢ ϲτίχων ἤγουν παγινῶν. ϲτίχον δὲ τὸ κατὰ τὸ κοινὸν ἔθοϲ ὀνομαζόμενον, ἀπὸ ἀριϲτερῶν ἐπὶ δεξιῶν ἀναγινωϲκόμενον. ϲελίδιον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ἄνωθεν ἀναγινωϲκόμενον ἐπὶ τὰ κάτω.

[*](Δ)

316 Κανονίϲ: ἐργαλεῖον καλλιγραφικόν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ [*](Anth.) κανονῖδ᾿ ὑπάτην.

[*](Suid.)

317 Κάννοϲ καὶ Βύβλιϲ: ὀνόματα κύρια· ἀμφότεροι δυϲτυχήϲαντεϲ.

[*](Σ)

318 Κανοῦν: κανίϲκιον. παρὰ τὴν τῶν Διονυϲίων ἑορτὴν Ἀθήνη [*](Ar.) ϲιν αἱ εὐγενίδεϲ γυναῖκεϲ ἐκανπηφόρουν. ἦν δὲ ἐκ χρυϲοῦ πεποιημένα τὰ κανᾶ, ἐφ᾿ ὧν τὰϲ ἀπαρχὰϲ πάντων ἐτίθεϲαν. κανοῦν δὲ ἀπὸ τοῦ κνεῖν. ἐν τῷ κανῷ γὰρ ἐκρύπτετο ἡ μάχαιρα καὶ ταῖϲ ϲολαῖϲ καὶ τοῖϲ ϲτέμμαϲιν. κανοῦν δ᾿ ἔχοντε καὶ χύτραν καὶ μυρρίναϲ πλανώμεθα ζητοῦντεϲ τόπον ἀπράγμονα· Σοφοκλῆϲ. τὰ πρὸϲ θυϲίαν κομίζουϲιν, ἵνα οἰκήϲαντεϲ ἐπὶ τῇ ἱδρύϲει θύϲωϲι. χύτραιϲ γὰρ ἵδρυον. οἱ δέ [*](311 Θηϲαύρῳ ═ P; Men. com. fr. 239 Κανθάρου alt. sq. Zen. IV 65 313 — ἀφυήϲ ═ P, Ba 267, 17 cf. sch. Pl. Conv. 221 e ὄνοϲ μέγαϲ cf. sch. Ar. Vsp. 170; ὄνοϲ ═ H. μέγαϲ ═ Ambr. 20 ὅτι — κανθήλιοϲ Xen. Cyr. 7, 5, 11 ἐν sq. Polyb. 8, 38, 1 314 ═ P, Ba 267, 22 316 καὶ sq. Anth. 6, 62, 3 318 κανίϲκιον ═ P, Ba 267, 23, H, Et. M. 489,12 παρὰ—ἐπίθεϲαν sch. Ar. Ach. 242. vs. 27 κανοῦν—29 ϲτέμμαϲιν sch. Ar. Pac. 948. vs. 29 κανοῦν sq. Ar. Av. 43—4 c. sch.) [*](313 cf. v. Ο 409 et v. πλέθρον 315 cf. vv. ϲελίδιον et ϲτίχοϲ 317 ex v. B 586) [*](ArF(GIVM)) [*](1 παρὰ F, sch.: περὶ GM πρὸϲ A om. IV 2 ὁ om. F V, sch. κάθωνοϲ V κάνθωροϲ G ὀρούων] cp. A ὀροῦ V 3 ἐν Ἀθήνηϲι GIVM 4 ὅτι—5 γεννῶνται om. F 6 μελάντερον FV 11 ὑπὸ F, Xen.: ἀπὸ rell. 15 γενέϲθαι Fl: γενήϲεϲθαι AGVM 314 om. F 18 ἢ ϲτίχων om. F 317 om. F post vs. 27 ἐτίθεϲαν V 26 ἐκανοφόρουν F 27 δὲ] γὰρ GI 28 ϲολαῖϲ] ὀλαῖϲ sch. 29 κανοῦν—p. 27, 3 ἀποϲοβεῖν om. F 29 ἔχοντεϲ A 30 Σοφοκλῆϲ] Ἀριϲτοφάνηϲ ed. pr.)

27
φαϲιν, ὅτι ἀμυντήρια τῶν ὀρνέων ἐβάϲταζον· ἀντὶ ὅπλου μὲν κανοῦν, ἀντὶ δὲ περικεφαλαίαϲ χύτραν, ἵνα μὴ ἐφιπτάμενα τὰ ὄρνεα τύπτῃ αὐτούϲ. τὰϲ δὲ μυρρίναϲ, πρὸϲ τὸ ἀποϲοβεῖν.

319 Κάνωβοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

320 Κάνωποϲ: ὁ ἐν Αἰγύπτῳ. ποτέ, ὡϲ λόγοϲ, Χαλδαῖοι τὸν ἴδιον [*](Ε) θεόν, ὅπερ ἐϲτὶ τὸ πῦρ, ἀποϲεμνύνοντεϲ πανταχοῦ περιέφερον, ὥϲτε τοῖϲ θεοῖϲ παϲῶν τῶν ἐπαρχιῶν ϲυμβεβληκέναι καὶ τὸν νικῶντα ἐκεῖνον παρὰ πάντων νομίζεϲθαι θεόν. τῶν μὲν οὖν ἄλλων ἐπαρχιῶν οἱ θεοὶ ἀπὸ χαλκοῦ ἢ ἀργύρου ἢ ξύλου ἢ λίθου ἢ ἄλληϲ τοιαύτηϲ ὕληϲ ἐτύγχανον ἱδρυμένοι, ἡ δὲ τοιαύτη ὕλη εὐχερῶϲ ὑπὸ τοῦ πυρὸϲ διεφθείρετο, ὥϲτε πανταχοῦ τὸ πῦρ ἀναγκαίωϲ νικᾶν. τοῦτο ἀκούϲαϲ ὁ τοῦ Κανώπου ἱερεὺϲ πανοῦργόν τι τοιοῦτον ἐνεθυμήθη. ὑδρίαι ἐν τοῖϲ μέρεϲι τῆϲ Αἰγύπτου εἰώθαϲι γίνεϲθαι ὀϲτράκιναι τρήϲειϲ ἔχουϲαι λεπτὰϲ ϲυνεχεῖϲ, ὥϲτε διὰ τῶν τρήϲεων ἐκείνων τὸ τεθολωμένον ὕδωρ διυλιζόμενον ἀποδίδοϲθαι καθαρώτατον. ἐκ τούτων τῶν ὑδριῶν μίαν λαβὼν ὁ ἱερεὺϲ τοῦ Κανώπου καὶ τὰϲ τρήϲειϲ ἐκείναϲ ἀποφράξαϲ κηρῷ, καὶ διαφόροιϲ ζωγραφήϲαϲ χρώμαϲι, πληρώϲαϲ ὕδατοϲ ἔϲτηϲεν ὡϲ θεόν, καὶ ἀποτεμὼν παλαιοῦ ἀγάλματοϲ τὴν κεφαλήν, ὅπερ ἐλέγετο Μενελάου τινὸϲ κυβερνήτου γεγενῆϲθαι, ἐπιμελῶϲ ἐπιθείϲ, ἥρμοϲεν αὐτὴν τῷ ἀγάλματι. παρεγένοντο μετὰ ταῦτα οἱ Χαλδαῖοι, ἀνήφθη τὸ πῦρ, καὶ ὁ κηρόϲ, δι᾿ οὗ αἱ τρήϲειϲ ἐτύγχανον πεφραγμέναι, διελύετο. τῆϲ δὲ ὑδρίαϲ ἱδρώϲηϲ, καὶ τὸ ὕδωρ διὰ τῶν τρήϲεων ἐκβαλλούϲηϲ, ἐϲβέννυτο τὸ πῦρ. οὕτω τε τῇ πανουργίᾳ τοῦ ἱερέωϲ ὁ Κάνωποϲ τῶν Χαλδαίων νικητὴϲ ἀνεδείχθη καὶ ἀπὸ τότε λοιπὸν ὡϲ θεὸϲ ἐτιμᾶτο. ὅτι ὁ ἑκατὸν ϲταδίουϲ ἀπέχων Κανώβου καὶ ὁ ἕνα ἐπίϲηϲ [*](Suid.) οὐκ εἰϲὶν ἐν Κανώβῳ· οὕτω καὶ πλέον καὶ ἔλαττον ἁμάρτημα ἐπίϲηϲ οὐκ εἰϲὶ ἐν τῷ κατορθοῦν. ζήτει ϲαφέϲτερον ἐν τῷ ἀμπλάκημα.

321 ἄν τι ϲφαλῆτ᾿ ἐξ ἀξίου γοῦν· Ἄριϲτοφάνηϲ· ζήτει ἐν τῷ ἀπὸ καλοῦ [*](Suid.) ξύλου.