Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
2531 Κτυπεῖ: κομπάζει, μεγαλορρημονεῖ. ὁ δὲ τῇ διηγήϲει κτυπεῖν νομίϲαϲ τὸν ἄνδρα φηϲίν· ἀγνοεῖϲ, ὦ πάτερ, τῆϲ ἐρημικῆϲ ὁδοῦ τὸ ἀνήμερον, τῶν ἐν τῷ τόπῳ ἐπιτηδείων τὸ ἄπορον.
2532 Κοίαϲ: ὁ ϲτρογγύλοϲ λίθοϲ.
[*](Δ)2533 Κοιαίϲτωρ. τὴν τοῦ κοιαίϲτωροϲ διέπων ἀρχήν, ἣν οἶμαι [*](Δ) ἀπὸ τοῦ ἀναζητεῖν ὧδε λελέχθαι παρὰ Ῥωμαίοιϲ.
[*](EL)2534 Κοικύλλειϲ: περιβλέπειϲ, ἢ κακοτεχνεῖϲ. τί αὖ ϲὺ κυρκανᾷϲ, ἢ [*](Ar.) τί κοικύλλειϲ ἔχων; περιττὸν τὸ ἔχων Ἀττικῶϲ.
2535 Κοῖλα: τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ οἷον ἐπὶ τοῦ προϲώπου [*](Σ) μῆλα.
2536 Κοιλάδα κλαυθμῶνοϲ: ἐν ᾧ φανεὶϲ ἄγγελοϲ τὴν τοῦ λαοῦ [*](Thdr.) ἤλεγξε παρανομίαν καὶ εἰϲ κλαυθμὸν τὸ πλῆθοϲ ἐκίνηϲε. κυρίωϲ δὲ καὶ ἀληθῶϲ ὁ παρὼν βίοϲ.
2537 Κοιλάδα ϲκηνῶν: τὴν τῶν Ἰϲραηλιτῶν χώραν, ὡϲ ἔρημον [*](Thdr.) γεγενημένην καὶ ποιμενικὰϲ τηνικαῦτα ϲκηνὰϲ δεξαμένην.
2538 Κοιλᾶναι.
[*](Δ)2539 κοιλάϲ: τὸ πλῆθοϲ, ἢ τὸ βάθοϲ.
[*](Δ)2540 Κοιλέμβολον καλεῖται, ἐπειδὰν ἡ δίϲτομοϲ διφαλαγγία τὰ [*](Tact.) μὲν ἑπόμενα κέρατα ϲυνάψῃ, τὰ δὲ ἡγούμενα διαϲτήϲῃ.
[*](2524 Harp. ═ P 2525 ═ Ambr. 1741 cf H (in κ 335) 2526 ═ P, Ba 284,6, Et. Gen. cf. Et. M. 542, 33, An. 0x 1, 237, 20; Ap. S. 104, 30 ex quo H (in 196) 2527 ═ Ambr. 1753, Ps. Herodian. 69 2528 aliter Ambr. 1743 2529 ═ Synt. Gud. et Laur. 2530 ═ Ambr. 1751 2532 ═ Ambr 1255 Ps Herodian. 74 cf. Theognost. An. Ox. 2, 21, 25, H 2533 l. ═ L cf. Ambr. 1216 τὴν sq. Men. Prot. fr 39, F HG 4, 241 ═ EL 198, 27 —29 2534 Ar. Th. 852 c. sch. cf. H 2535 cf. H vv. κοικύλλειν et κύλα, P s. κυ-, sch. Theocr. 1. 38 2536 Thdr. in Ps. 83, 7, PG 80, 1541 b 2537 Thdr. in Ps. 59, 8 PG 80, 1320 ab 2539 τὸ βάθοϲ ═ Ambr. 1377 cf. Ps. Herodian 74, H 2540 Tact 54)[*](2526 cf. v. Ε 651 2535 cf. 2674 2540 cf. post litt Ψ)[*](1 δώδεκα GVM 2 παρὰ GM 3 τοῦ om. GVM 11 ὁ— 13 ἄπορον A(GFVM) om. V 13 τῷ om. GM; locus corruptus sec. Bhd. 14 λίθοϲ ex F, Ambr. Ps. Herodian.: om. rell. Theognost. 15 κοιαίϲτοροϲ F, Exc. sed cf Ambr. 1328 I περιβλέπῃ GVM 2538 om. AFV 27 πλῆθοϲ] πεδίον coll H v. κοιλάδεϲ Kust. πλάτοϲ coll. 2791 Bos)2541 Κοιλία. Κοῖλον, βαθύ. οὕτω δὲ ἦν ἄρα μέτριοϲ καὶ [*](EV) λιτὸϲ ὡϲ μηδὲ κοῖλον ἄργυρον εἰϲ πλῆθοϲ κεκτῆϲθαι.
2542 Κοιλόϲυρτοϲ: ὁ χωλόϲ.
2543 οίλου κρατῆροϲ: τοῦ μυχοῦ· τὰ γὰρ κοῖλα οὕτωϲ ἐκάλουν ἐκ μεταφορᾶϲ· ὅθεν καὶ τὰ ἐν τῆ Αἴτνῃ κοιλώματα κρατῆρεϲ καλοῦνται. Σοφοκλῆϲ· κοίλου πέλαϲ κρατῆροϲ.
2545 Κοιλιδιᾶν: οἷον τὰ κοῖλα τῶν ὀφθαλμῶν οἰδεῖν. Θεόκριτοϲ· δηθὰ κοιλοιδιόωντο.
2546 Κοιμίϲαι τὸν λύχνον· Νικοφῶν Πανδώρᾳ.
2547 Κοιμίϲαι: ἐπὶ θανάτου Σοφοκλῆϲ· Πομπαῖον Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίϲαι. καὶ Ὅμηροϲ· κοιμήϲατο χάλκεον ὕπνον.
2548 Κοιμῶ: τὸ ὑπνῶ. Κοιμίζω δέ· αἰτιατικῇ· τὸ καταπαύω.
2549 Κοινὰ τὰ τῶν φίλων: Τίμαιόϲ φηϲιν ἐν τῷ θ΄ ταύτην λεχθῆναι κατὰ τὴν μεγάλην Ἐλλάδα, καθ’ οὓϲ χρόνουϲ Πυθαγόραϲ ἀνέπειθε τοὺϲ ταύτην κατοικοῦνταϲ ἀδιανέμητα κεκτῆϲθαι. κέχρηται τῇ παροιμίᾳ Μένανδροϲ Ἀδελφοῖϲ. οὐ δήπου τὰ χρήματα λέγων μόνον ἀλλὰ καὶ τὴν τοῦ νοῦ καὶ τῆϲ φρονήϲεωϲ κοινωνίαν.
2550 Κοινὰ τὰ τῶν φίλων: φαϲὶν ὅτι τοὺϲ προϲιόνταϲ Πυθαγόρᾳ μαθητὰϲ ἔπειθεν ὁ φιλόϲοφοϲ κοινὰϲ τὰϲ οὐϲίαϲ ποιεῖϲθαι. ὅθεν ἡ παροιμία.