Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2351 Κραυγὴ Σοδόμων· ἡ μυϲαρωτάτη καὶ λυϲϲώδηϲ αὕτη παρὰ [*](Ε) φύϲιν ἁμαρτία ὑπὸ Σοδομιτῶν διαπραττομένη, ὥϲπερ τιϲ φωνὴ ἀνερχομένη καὶ βοῶϲα τὸ μέγεθοϲ τῆϲ ἀϲεβείαϲ εἰϲ τὰ ὦτα κυρίου Σαβαώθ. καὶ ὁ μακροθυμήϲαϲ ὕϲτερον διὰ τὸ ἀμετανόητον αὐτῶν καὶ ἀνεπίϲτροφον τῆϲ ἀδιακρίτου καὶ ἀκολάϲτου γνώμηϲ ἐπάξαϲ μάλα δικαίωϲ τὴν τιμωρίαν ἔφαϲκε, κραυγὴ Σοδόμων καὶ ομόρραϲ πεπλήθυνται πρόϲ με.

2352 Κραῦρα: νόϲοϲ περὶ τὰϲ ὗϲ γινομένη. τρία δέ ἐϲτι πάθη· βράγχη, κραῦρα, διάρροια. καὶ ζήτει ἐν τῷ διάρροια.

2353 Κραῦρον: ξηρόν, καπυρόν· εὔθραυϲτον.

[*](Σ)

2354 Κραίνουϲι: τελειοῦϲι, πληροῦϲι, βαϲιλεύουϲι, κυριεύουϲι.

[*](Σ)

2355 Κραιπαλᾶν: ἐπὶ τοῦ ἀλαζονεύεϲθαι. τὸν δὲ Σέϲωϲτριν ἐπὶ [*](EL) τοϲοῦτο κραιπαλᾶν, ὥϲτε ἁρμάμαξαν ϲυμπήξαϲθαι χρυϲοκόλλητον λίθοϲ τε τιμίουϲ ταύτῃ περιβαλεῖν καὶ ἐφιζάνων ζευγνύειν τοὺϲ ἡττημένουϲ βαϲιλεῖϲ.

2356 Κραιπαλαίκωμοϲ: μετωνυμικῶϲ ὁ κατὰ μέθην γινόμενοϲ [*](Ar.) ὕμνοϲ.

[*](2344 cf. Kaibel fr. com. p. 7, 27. φιλοπότηϲ cf. sch. Ar. Pac. 702 ἦν— κωμῳδίαϲ sch Ar. Eq. 400 2345 ad Ar. Eq. 30 rettulit Gsf. 2346 cf. Synt. Laur. αἰτιατικῇ sq. cf. Bk. 151, 4. καὶ sq. fort. Dem. 19, 264 2348 Laert. 9, 47 2349 Harp. ═ P 2350 Thdr. in Ps. 5, 3, PG 80, 896 c 2351 Georg. 645, 14—646, 4 2352 cf. P; verisim Ar. Byz. Epit. cf. Studi italiani 12, 444 2353—καπυρόν ═ Σa cf. P, Ba 283, 8, H. εὔθραυϲτον cf. Tim., P 2354 ═ Ba 283, 3 cf. H, Erotian. 53, 21; τελειοῦϲι ═ sch. Luc. 35, 28 cf. Ps. Herodian 64, sch. θ 391, Et. M. 536, 1 2355 τὸν sq. Th. Simoc. 6, 11, 11 ═ EL 224, 26—30 2356 sch. Ar. Ran. 216)[*](2344 Ar. cf. 2216)[*](2 φιλοποτίαϲ V 2345—7 om. V 2346 om. AF, mg. Ar 5 ἐπὶ αἰτιατικὴν A(GFVM) Ar 2347 om. AF 8 Ἀβδηρίτου F 9 προγραφέντων M cf. Laert. 10 Κραυαλλίδαι (G)M, Harp. Phot. Κραβαλλῖδαι AFV 2350 om. V 18 ἐπάξειν F 19 Γομόραϲ AF, v. 371 sed vid. v. Σόδομα ad 2352 νόϲοϲ χοιρεία mg. add. VM 23 εὔθραϲτον AV 24 καὶ κυριεύουϲι GVM)
184
[*](Σ)

2357 Κραιπάλη: ὁ ἐκ πολλῆϲ οἰώϲεωϲ παλμόϲ. καὶ Κραιπαλῶν, [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ ἐκ μέθηϲ ἀτακτοῦντα, μεθύοντα. ἀπὸ τοῦ κάρα [*](Σ Ar.) πάλλειν τοὺϲ μεθύονταϲ. ἢ ἀπὸ τοῦ ϲφάλλεϲθαι τῶν καιρίων.

[*](Ε)

2358 Κραιπαλώδηϲ· τῆϲ ψυχῆϲ τὰ ἐλαττώματα κατηπίϲταντο, εἴτε κραιπαλώδηϲ τιϲ εἴη καὶ μέθυϲοϲ εἴτε φιλήδονοϲ καὶ ἐν τοῖϲ αἰδοίοιϲ ἔχων τὸν ἐγκέφαλον.

[*](Δ)

2359 Κραιπνόϲ: ταχύϲ.

[*](Ar.)

2360 Κρεάγρα· τί δῆτα κρεάγραϲ τοῖϲ κάδοιϲ ὠνοίμεθ᾿ ἄν, ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονί, ἐκ τῶν φρεάτων τοὺϲ κάδουϲ ξυλλαμβάνειν; ἐπὶ τῶν πορνικῶν καὶ ἀϲελγῶν γραῶν.

[*](Ar.)

2361 Κρεάγρα: μαγειρικὸν ἐργαλεῖον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὁμοῦ [*](Anth.) κρεάγρᾳ τῇ ϲιδηροδακτύλῳ. ὅτι ὁ Ἑρμῆϲ δειλακρίων ἐλέγετο ὡϲ λίχνοϲ· [*](Sid.) κρεαδίων γὰρ ἐπιδεικνυμένων αὐτῷ κατήρχετο αὐτίκα.

[*](Ar.)

2362 Κρέαϲ: οὕτω καλοῦϲι τὸ ϲῶμα οἱ Ἀττικοί. εἰ μὴ περὶ τῶν κρεῶν νεναυμάχηκε.

[*](Σ)

2363 Κρέαϲ: καταχρηϲτικῶϲ καὶ ἐπὶ ὀρνίθων ἐχρήϲατο Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Νεφέλαιϲ· κρέα τ᾿ ὀρνίθεια.

2364 Κρέα χελώνηϲ· ζήτει ἐν τῷ ἢ δεῖ χελώνηϲ κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν.

[*](Call.)

2365 Κρέκα: τὴν τρίχα. πορφυρέην ἤμηϲε κρέκα. ἀντὶ τοῦ ἔκοψε.

2366 Κρέκειν. καὶ Κρεκόντων, κρουόντων τὴν κιθάραν, ἐγγιζόντπω.

[*](Ar.)

2367 Κρέκουϲα: αὐλοῦϲα. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὀρνιϲιν· ἀλλ᾿ ὦ καλλιβόαν κρέκουϲ᾿ αὐλὸν φθέγμαϲιν ἠρινοῖϲ. κυρίωϲ δὲ κρέκειν τὸ τὴν κιθάραν [*](Anth.) κρούειν. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Zηνοφίλα, λιγὺ κρέκειϲ τι μέλοϲ.

[*](Δ Anth.)

2368 Κρέκω: τὸ ἠχῶ. ἀλλ᾿ ὅκα δὴ πλάκτρῳ Λοκρὶϲ ἔκρεξε [*](Ar.) χέλυϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· τοιάδε κύκνοι ϲυμμιγῆ βοὴν ὁμοῦ κρέκονπεϲ ἴαχον.

[*](Suid.)

2369 Κρέμ, ἄρχων βουλγάρων. καὶ ζήτει ἐν τῷ Βούλγαροι.

[*](2357—παλμόϲ ═ Ba 283, 5 cf. gl. Dionys. PG 4, 26 Κραιπαλῶν—μεθύοντα sch. Ar. Pl. 298 cf. Ambr. 1710, Tim., H ἀπὸ pr. —μεθύονταϲ cf. Bk. 273, 31 Et. M. 536, 18 ἀπὸ alt. sq. sch. Ar. Pl. 298 2358 Aelian fr. 284 2359 ═ L, Ambr. 1553; Ps. Herodian. 64, Et. M. 536,10 cf. sch. 505, H 2360 τί sq Ar. Eccl. 1002—4 c. sch. plenior. 2361 — ἐργαλεῖον sch Ar. Eq. 772 ὁμοῦ— ϲιδηροδακτύλῳ Anth. 6, 101, 6 2362 Ar. Ran. 191 c. sch. 2363 κρέα sq. Ar. Nu. 339 2365 Call. (fr. 82 K. an. 39 S.) c. sch. cf. H v. κρέξ 2366 cf. H v. κρέκει, sch. Ap. Rh. 4, 909 (ex quo Et. M. 536, 34) Ambr. 1707 2367 Ar. Av. 682—3 c. sch Ζηνοφίλα sq. Anth. 5, 138, 2 2368— ἠχῶ cf. sch Ar. Av. 772; l. ═ Ambr. 1716 ἀλλ’—χέλυϲ Anth. 6, 54, 4 τοιάδε sq. Ar. A v. 769—772)[*](2360 cf. v. Ε 1800 2368 cf. v. Ε 603 2369 ex v. B 423)[*](A(GFVM))[*](1. 2 Κραιπαλῶντα ed. pr., sch. 2 ἀτακτῶν, μεθύων A 3 καρίων FV 8 ἐξὸν AF, v. 1800: ἐξ ὧν GVM 12 ὅτι—13 αὐτίκα om. AF mg. ArV 12 ὅτι om. V 2363 om. V 16 ὄρνιθοϲ GM cp. A 19 πορφυρίην A 20 Κρέκεν F 23 δέ] γὰρ A 24 λιγὺ] λιγὰρ V cf. Anth. 26 καὶ—27 ἴαχον om. F 2369 om. AF 28 καὶ — Bούλγαροι om. V Bούλγαροϲ G cp. M)
185

2370 Κρεμάθρα: μετέωρόν τι καταϲκεύαϲμα, ἐν ᾧ ἐτίθεϲαν τὰ [*](Ar.) περιττεύοντα ὄψα. κρεμάθρα δὲ εἴρηται διὰ τὸ ἀεὶ κρεμαμένην μετέωρον εἶναι. εἰϲάγει δὲ Ἀριϲτοφάνηϲ τὸν Σωκράτην ἐπὶ κρεμάθραϲ καθήμενον γελοίου χάριν, ὡϲ μετεωρολέϲχην.