Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2371 Κρεμόω: κρεμάϲω. κρεμάϲαι τὴν ἀϲπίδα. ἀντὶ τοῦ εἰρηνεῦϲαι· [*](Δ) ἐν γὰρ εἰρήνῃ κρέμανται αἱ ἀϲπίδεϲ.

2372 Κρέξ: ὄρνεον δυϲοιώνιϲτον γαμοῦϲιν. ὀξὺ πάνυ τὸ ῥύγχοϲ [*](Hdt. Ar.) καὶ πριονῶδεϲ ἔχον. Κρεκὸϲ κλίνεται.

[*](Δ)

2373 Κρεωδαιϲία: ὁ μεριϲμὸϲ τῶν κρεῶν. καὶ Κρεωδαίτηϲ καὶ [*](Δ) Κρεωδότηϲ. καὶ Κρεωδόχον ἀγγεῖον. |

[*](Suid.)

2374 Κρεώδηϲ ἱερουργία: ἡ διὰ κρεῶν θυϲία. Κρέων δέ ϲοι πῆμ οὐδέν, ἀλλ᾿ αὐτὸϲ ϲὺ ϲοί· ἀντὶ τοῦ ϲεαυτῷ. καὶ Κρεωθοινία.

[*](Soph.)

2375 Κρεωφαγία. καὶ Κρεωπώληϲ.

[*](Δ)

2376 Κρεώφυλοϲ, Ἀϲτυκλέουϲ, Χῖοϲ ἢ Σάμιοϲ, ἐποποιόϲ. τινὲϲ δὲ [*](Hesy.) αὐτὸν ἱϲτόρηϲαν Ὁμήρου γαμβρὸν ἐπὶ θυγατρί. οἱ δὲ φίλον μόνον γεγοέναι αὐτὸν Ὁμήρου λέγουϲι καὶ ὑποδεξάμενον Ὅμηρον λαβεῖν παρ αὐτοῦ τὸ ποίημα τὴν τῆϲ Οἰχαλίαϲ ἅλωϲιν.

2377 Κρεϲφόντῃϲ· ὄνομα κύριον. ἦν δὲ πανοῦργοϲ. καὶ γὰρ βῶλον ὑγρὰν [*](Suid) εἰϲ τὴν ὑδρίαν ἐνέβαλε, κληρουμένων περὶ Μεϲϲήνηϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ δραπέτηϲ κλῆροϲ.

2378 Κρεῖον: τὸ κρεωδόχον ἀγγεῖον. παρὰ τὸ κρέαϲ, κρέον, καὶ [*](Δ) κρεῖον, καὶ κρεῖοϲ.

2379 Κρείττονοϲ: τοῦ θεοῦ. προνοίᾳ δὲ δή τινι τοῦ κρείττονοϲ. [*](Ε) ϲτοχαζόμενοϲ τοῦ ϲυνοίϲοντοϲ τὰ τοιάδε ἐπετέλει ὁ Καῖϲαρ.

2380 Κρείων: βαϲιλεύϲ. ἢ ἄρχων, κρατῶν μεγάλωϲ.

2381 Κρείϲϲων δόξηϲ ἀτίμου εὐτέλεια εὐκλεὴϲ καὶ μικροπρεποῦϲ ἀρχῆϲ μεγαλοφυὴϲ μετριότηϲ καὶ ὕψουϲ ἐπιϲφαλοῦϲ ταπεινότηϲ ἀκίνδυνοϲ.

[*](2370 sch. Ar. Nu. 218 2371 — κρεμάϲω ═ L. Ambr. 1701, sch. H 83 cf. Et. M. 536, 42 κρεμάϲαι sq. Ar. Ach. 58 c. sch. 2372— γαμοῦϲιν gl. Hdt. 2, 76 cf. H, Tzetz. in Lyc. 513 (═ Call. fr. 100 c 9 S.) ὀξὺ—ἔχον sch. Ar. Av. 1138 2373 — μεριϲμὸϲ ═ Ambr. 1668 2374 Κρέων— ϲεαυτῷ Soph. OT 379 c. sch. plenior. Κρεωθοινία ═ Ambr. 1673 2375 Κρεωφαγία ═ L cf. Ambr. 1667 Κρεωπώληϲ cf. Ambr. 1648 2376 cf. sch. Pl. Rep. 600 b, P 2377— κύριον ═ Ambr. 1587 2378—ἀγγεῖον ═ Ambr. 1691, sch. D et Aristonic. in sch. A in 1 206 (═ Et. M. 536, 57), Apion, Ap. S. 103, 35 cf. H παρὰ sq. cf. Et. M. 536, 54, Eust. l 747, 26 (cf. Paus. Att. fr. 237) 2380 ═ P, Ba 283,10 cf. H; — βαϲιλεύϲ ═ sch. B 100, Ambr. 1558, Ps. Herodian. 69, Et. M. 537, 7 cf. Apion, Ap. S. 103, 35; κρατῶν μεγαλῶϲ ═ sch. A 285 cf. An. Ox. 1, 230, 23 ex quo Et. M. 537, 10 2381 Dam. fr. 73 sed cf. Brinkmann, Rh. Mus. 65, 622, 1)[*](2373 Κρεωδόχον ἀγγεῖον ex 2378 2374 Soph. cf. v. πῆμα 2375 hinc fort. 2411 2377 ex v. Δ 1504 2378 hinc 2373 fin., Eust. O. 1899,4)[*](7 τοῖϲ γαμοῦϲιν gl. Hdt., Hes. ῥέγχοϲ V 8 καὶ κλίνεται κρεκόϲ F A(GFVM) 37 καὶ pr.—19 ἀγγεῖον om. AF 12 καὶ Κρεωθοινία om. AF 13 καὶ Κρεωπώληϲ om. AFV 14 τινὲϲ—17 ἅλωϲιν om. F 2377 om. AF post 2380 V 19 καὶ—20 κλῆροϲ om. V 21 κρέον καὶ om. G 22 καὶ κρεῖοϲ om. F, Et. 2379 om. V post 2380 GM, extra ord. 27 μελοφυὴϲ A)
186
[*](Σ Ecl.)

2382 Κρήγυον: ἀληθέϲ, ἀγαθόν. καλογήρυον. γῆρυϲ γὰρ ἡ φωνή.

[*](Σ)

2383 Κρήδεμνον: κεφαλοδέϲμιον, ἢ μαφόριον.

[*](Δ)

2384 Κρηθεύϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Κρηθηΐϲ, νύμφη.

[*](Δ)

2385 Κρήμνη: ῥηματικόν, ἐκ τοῦ κρήμνημι· ὡϲ ἵϲτη.

[*](Δ)

2386 Κρημνίϲαι· αἰτιατικῇ. ἐκ τοῦ κρημνίζω.

[*](Σ + Ar.)

2387 Κρημνοκοπεῖν: κομπάζειν, ἀλαζονεύεϲθαι· μεγάλαϲ λέξειϲ ποιεῖν.

[*](Δ)

2388 Κρημνόϲ: φάραγξ. Ἀριϲτοφάνηϲ· κρημνοὺϲ ἐρείδων. τουτέϲτι [*](Ar.) κρημνοὺϲ ἐπιπέμπων καὶ ἀκοντίζων. ἀπὸ τοῦ ἐλαϲίμβροτα εἴληφε, καὶ ταῦτα ὑπέρογκα. Ὅμηροϲ καὶ τὴν ὄχθην κρημνὸν λέγει· ἐπειδὴ [*](On.) πάντα τὰ ὑψηλὰ κρημνοὶ. λύϲιϲ ὀνείρου· κρημνοῦ πεϲόντα δυϲτυχῆ δηλοῖ τύχην.

[*](Ar. + Δ)

2389 Κρημνώδη κατανίφει: εἰ μὲν διὰ τοῦ η ἀντὶ τοῦ μεγάλα, εἰ δὲ διὰ τοῦ ι κρίμνα εἶδοϲ ἀλεύρου, ἐξ οὗ ἡ παιπάλη γίνεται, τουτέϲτι τὸ ἄλευρον· καὶ τὸ λευκαίνειν παλύνειν. Ὅμηροϲ· ὅτε πέρ τε χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούραϲ.

[*](Σ)

2390 Κρημνοί: ἐξέχοντεϲ τόποι. καὶ Κρημνοποιόν φηϲιν Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) τὸν Αἰϲχύλον, ὡϲ μεγάλαϲ λέξειϲ ποιοῦντα.