Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2291 Κῶπα καὶ Κώπαια: ὁ περιτραχήλιοϲ κόϲμοϲ.

[*](Δ)

2292 Κωπαΐϲ: ἡ ἔγχελυϲ.

[*](Σ)

2293 Κωπαΐϲ: λίμνη ἐν Βοιωτίᾳ, ἐν ᾗ μεγάλαι ἐγχέλειϲ γίνονται. [*](Ar.) ἔϲτι δὲ καὶ πόλιϲ ὁμώνυμοϲ.

2294 Κωπάϲ: πόλιϲ.

[*](Δ)

2295 Κώπη: ἡ λαβὴ τοῦ ξίφουϲ, ἡ κόπτειν δυναμένη. καὶ [*](Ecl.) Κωπῆεν καὶ Κωπήειϲ, κωπήεντοϲ, ἀπὸ τῆϲ κώπηϲ.

[*]( Δ)

2296 Κωπηλαϲία καὶ Κωπηλατῶ.

[*](Δ)

2297 κωπῆρεϲ πλοῖον: ὡϲ ἡμεῖϲ· καὶ Θουκυδίδηϲ ἐν δ΄. καὶ [*](Σ) ἡ δοτικὴ τῷ κωπήρει.

[*](Δ)

2298 Κωπώνιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)[*](2287—νομίζεϲθαι Iul. or. 1 p. 8c vs. 6 τριακόϲιοι—10 Ῥώμην ═ Hesych. Patria, Preger 1, 3—7 2288 ═ Leo Gramm. p. 90, 3 cf. Georg. 490, 1415 2289 — ϲτρόβιλοι ═ P, Ba 286, 25, H cf. Ambr. 1980, Et. M. 551, 43. ἀποϲκίαϲμα cf. v. A 2507 2290 cf. Zen. IV 74, Paroem. ed. Gsf. 67, n. 566, H 2291 Ambr. 2022 2292 cf. P 2293 sch. Ar. Pac. 1005 et Ach. 880 2294 ═ Ambr. 2031 cf. sch. B 502 2295—δυναμένη ═ An. Ox. 2, 455, 27, ex quo Et. M. 551, 37 —ξίφουϲ ═ Ambr. 2025, Ps. Herodian. 71 cf. H, sch A 219, Apion Κωπῆεν cf. Ambr. 2051. Κωπήειϲ sq. cf. Ambr. 1983 2296 Κωπηλατῶ ═ Ps. Herodian. 71 2297 δ΄ P; Thuc. 4, 118, 5 2298 ═ Ambr. 2002)[*](2287 cf. 2284 2295 cf. v. Ε 2411)[*](3 ὅτι ἡ Κωνϲταντινούπολιϲ AF: αὕτη GVM 4 ἁπαϲῶν A, lul.: ἐϲτὶν A(GFVM) ἁπαϲῶν F ἐϲτὶν ἁπαϲῶν πόλεων GVM ἐλαττοῦται V, om. δοκεῖ — 6 νομίζεϲθαι ἦϲ—12 ἔτη om. F 7 μοναρχίαϲ om. V ἐνιαυτοὶ om. χρόνοι post ἑξήκοντα addito GVM 8 ἤδη πρὸϲ πέραϲ A, Hesych.: εἰϲ τέλοϲ GVM 9 Κωνϲταντίου] Κωνϲταντίνου V ἐπιλαβόμενοϲ—10 Ῥώμην A, Hesych.: τῶν ϲκήπτρων ἐπιλαβόμενοϲ τὴν νέαν Ῥώμην ἀνίϲτηϲιν GVM 10 δὲ] τῆϲ add. GM 2288 post 2286 GVM 13 οἱ ex A solo 15 Κῶνοϲ, ϲτρόβιλοϲ V, Ambr. 16—17 ἔνδον et ἔξω] ἔν et ἕξ Bas., e Paroem. et Hes. Schottus 23 λαβὶϲ V, sch. A ἡ alt.—δυναμένη om. V, sch. 24 καὶ κωπήεντοϲ GVM τῆϲ om. GVM)
178
[*](Σ)

2299 Κωρυκαῖοϲ: θεόν τινα παρειϲάγουϲιν οἱ κωμικοὶ ἐπακροώμενον, ἀπὸ παροιμίαϲ τινόϲ. Κώρυκοϲ γὰρ τῆϲ Παμφυλίαϲ ἀκρωτήριον, παρ᾿ ᾦ πόλιϲ Ἀττάλεια· ἐνταῦθτ. οἱ ἀπὸ τῆϲ πόλεωϲ, ἵνα μηδὲν αὐτοὶ κακῶϲ πάϲχωϲιν ἀπὸ τῶν ἐφορμούντων τὴν ἄκραν λῃϲτῶν, ὑπαλλαττόμενοι πρὸϲ τοὺϲ ἐν ἄλλοιϲ λιμέϲιν ὁρμῶνταϲ κατηκροῶντο, καὶ τοῖϲ λῃϲταῖϲ ἀπήγγελλον καὶ τίνεϲ εἰϲὶ καὶ ποῖ πλέουϲιν. ὅθεν καὶ ἡ παροιμία· τοῦ δ᾿ ἆρα ὁ Κωρυκαῖοϲ ἠκροάζετο. οἱ δὲ κωμικοὶ Κωρυκαῖον τὸν θεὸν εἰϲάγουϲι. Μένανδροϲ Ἐγχειριδίῳ. Διώξιπποϲ Θηϲαυρῷ· μὴ κατακούϲειεν δέμαϲ ὁ Κωρυκαῖοϲ. ἀλλὰ μὴν κατακήκοα κατακολουθῶν ἔνδοθέν ϲου. ὁ δὲ Ἔφοροϲ ἐν γ΄, ὑπ᾿ ἄκρᾳ, φηϲίν, ὤκουν οἱ καλούμενοι Κωρυκαῖοι, ἀνατεινούϲῃ εἰϲ πέλαγοϲ, ϲύμμικτοί τινεϲ καταϲκευαϲάμενοι πολιϲμάτιον, γείτονεϲ Μυοννήϲῳ. τοῖϲ οὖν ὁρμῶϲι ἐμπόροιϲ προϲῄεϲαν, ὡϲ ἐωνούμενοι ἢ ϲύμπλοοι· εἶτα μαθόντεϲ τί τε κομίζουϲι καὶ ποῖ πλέουϲι τοῖϲ Μυοννηϲίοιϲ ἀπήγγελλον. κἀκεῖνοι ἐπετίθεντο αὐτοῖϲ, ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων.

[*](Δ)

2300 Κωρύκιον.

[*](Σ)

2301 Κώρυκοϲ: θυλάκιον. τὸ παῤ ἡμῖν βουλγίδιον· ἢ πλέγμα δεκτικὸν ἄρτων.

2302 Κῶϲ: ἡ νῆϲοϲ, ὅθεν ἦν Ἱπποκράτηϲ ὁ ἰατρόϲ· ἥτιϲ καὶ Μεροπὶϲ λέγεται.

[*](Δ?)

2303 Κωτίλη: ἡ λόγοιϲ ἀπατῶϲα, καὶ Κωτίλοϲ, πανοῦργοϲ, ἢ [*](Σ) κόλαξ, ἀπατεών. ἐϲβέϲθη δὲ τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα, χὠ μετ᾿ ἀοιδᾶϲ [*](Anth.) ψαλμόϲ. καὶ Δαβὶδ κωτίλοιϲ κέχρηται λόγοιϲ φενακίϲαι πειρώμενοϲ· [*](Thdr.) φηϲὶ γάρ· τῷ ϲτόματι αὐτῶν ηὐλόγουν καὶ τῇ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο.

[*](Δ + Σ)

2304 Κωτίλλω: πανουργεύομαι, λαλῶ. Βάβριοϲ· τοιαῦτα κωτίλλουϲα τὴν ἀχαιΐνην ἔπειϲεν ἐλθεῖν δὶϲ τὸν αὐτὸν εἰϲ ᾅδην.

[*](2299 ═ P cf. Zen. IV 75, H; Paus. Att. iure attr. Wentzel; Men. com. fr. 150; Dioxipp. fr. 2 (3, 358 K.); FGrHist. 70 fr. 27 2300 cf. Ambr. 2060 2301— θυλάκιον ═ P, Ba 286, 26, H cf. Ambr. 1979; sch. ε 267 ═ Ap. S. 106, 11 2302 — νῆϲοϲ cf. Ps. Herodian. 71, H 2303 ἀπατῶϲα aliter Ambr. 2028, H Κωτίλοϲ—ἀπατέων P, Ba 286, 27 cf. Et. M. 551, 55; πανοῦργοϲ ═ Ambr. 1967, H ἐϲβέϲθη—ψαλμόϲ Anth. 7, 221, 3—4 κωτίλοιϲ sq. Thdr. in Ps. 61, 5 PG 80, 1332a 2304 λαλῶ ═ P, Ba 286, 28 cf. Et. M. 551, 57, H. v. κὠτιλοϲ τοιαῦτα sq. Babr. 95, 878)[*](2299 cf. v. τοῦ δ᾿ ἄρα 2301 cf. 2123 et v. ϲάκοϲ 2302 hinc v. Μ 644 extr. 2303 Anth. cf. v. Λ 106 2304 cf. v. Α 4681)[*](A(GFVM))[*](2299 post 2307 V 2 Κώρυκοϲ—16 λύτρων om. F 4 τὴν] ἐπὶ τὴν GVM 5 ὁρμοῦνταϲ Port. Phot. cf. vs. 13 6 ἀπήγγελον AV cf. vs. 14. 15 7 καὶ om. VM ἆῤ Gsf. ἠκροάϲατο Bhd. 8 Διάξιπποϲ A Δέξιπποϲ V 9 μὴ om. V 13 ὁρμοῦϲιν Kust. cf. vs 5 ὡϲ ὠνούμενοι Bas. ὡϲ ἢ ὠν. Dobree ὡϲεὶ ὠν. Bhd. 〈ἢ〉 suppl Bas. 14 Μυονηϲίοιϲ A, Phot. 14. 15 ἀπήγγελον AV cf. vs.6 2300 om. V 2301 non nov. gl. FM 18 παῤ ἡμῖν om. V 19 ἄρτου GVM 20 ἦν om. GVM 23 ἢ ἀπατεών A μετὰ τοῦ οἰδᾶϲ A 24 ψαλμόϲ AacF, Anth.: ψαλμῳδόϲ AecGVM κωτίλοιϲ GM, Thdr.: κωτίλων FV κωτίλλων A 25 εὐλόγουν F, Thdr. Ps. καὶ τῇ A cf. Thdr.: τῇ δὲ rell. αὐτῶν om. GVM)
179

2305 Κωφὰ καὶ παλαιὰ ἔπη: ψυχρὰ καὶ οὐδὲν ϲαφὲϲ ἔχοντα, τὰ [*](soph.) ψιθυριζόμενα.

2306 Κωφήν, Κωφῆνοϲ: ὄνομα ποταμοῦ.

2307 Κωφῆϲ· Δαβίδ· ὡϲεὶ ἀϲπίδοϲ κωφῆϲ. οὐ τῆϲ κατὰ φύϲιν [*](Thdr.) κωφευούϲηϲ, ἀλλὰ βυούϲηϲ τὰ ὦτα καὶ ἀπωθουμένηϲ τὴν ἐπῳδήν.

2308 Κωφόν: ἄηχον, ἀϲθενέϲ, ἀμβλύ. κωφὸν γὰρ βέλοϲ ἀνδρὸϲ [*](Σ) ἀνάλκιδοϲ. κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀκοὴν ἐπὶ τὴν ἁρήν.

[*](Hom.)

2309 Κωφότεροϲ κίχληϲ· παῤ Εὐβούλῳ ἐν Διονυϲίῳ λέγεται [*](Σ) ἀφωνότεροϲ κίχληϲ.

2310 Κωφότεροϲ τοῦ Τορωνέοϲ λιμένοϲ: περὶ Τορώνην τῆϲ [*](Σ) Θρᾴκηϲ καλεῖταί τιϲ κωφὸϲ λιμήν. εἴρηται δὲ ἡ παροιμία, παρόϲον [*](Prov.) ἐν Τορώνῃ τῆϲ Θρᾴκηϲ λιμὴν ϲτενὰϲ ἔχει καὶ μακρὰϲ τὰϲ ἀπὸ τοῦ πελάγουϲ κατάρϲειϲ, ὡϲ μὴ ἀκούεϲθαι τοῖϲ ἐν αὐτῷ τὸν τῆϲ θαλάττηϲ ἦχον. Παρὰ κωφῷ πέρδειϲ, ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.