Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2070 Κορβῖνοϲ: ὁ Bαλέριοϲ. ἀπὸ τοῦ κόρακοϲ· κορβοὺϲ γὰρ καλοῦϲι Ῥωμαῖοι τοὺϲ κόρακαϲ, καὶ ἴϲωϲ ἀπὸ τοῦ κρ]ζειν· ἐπεὶ ὁ κόραξ ἐν τῇ πρὸϲ Κελτὸν μονομαχίᾳ ϲυνέπραξε. καὶ ζήτει τὴν ἱϲτορίαν ἐν τῷ ἀμύϲϲει.

[*](Σ + Δ)

2071 Κορδακίζει: αἰϲχρὰ ὀρχεῖται. Κόρδαξ γὰρ εἶδοϲ ὀρχήϲεωϲ κμικῆϲ. καὶ ὁ Κορδακιϲμόϲ.

[*](Δ)

2072 Κορδυαῖοι: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Prov.)

2073 Κορδύλη: πᾶν τὸ ἐξέχον καὶ ϲυνεϲτραμμένον. καὶ ὁ περὶ τὸν ὧμον δεϲμόϲ. καὶ παροιμία, Κορδύληϲ οὐκ ἄξιοϲ.

[*](Δ)

2074 Κορέαϲ: πόλιϲ.

[*](Anth.)

2075 Κορείαϲ: παρθενίαϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· χρύϲεοϲ ἀψαύϲτοιο διέτμαγεν ἅμμα κορείαϲ.

[*](Σ)

2076 Κορεῖν: κοϲμεῖν βίβλουϲ, ἢ ϲαίρειν.

[*](Δ)

2077 κόρη: ἡ Περϲεφόνη. Δηὼ δὲ ἡ Δημήτηρ.

[*](Eel. + Phil.)

2078 Κόρη: ἡ παρθένοϲ. παρὰ τὸ κορῶ, τὸ καθαίρω. καὶ κόρη, ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ· διʼ ἦϲ τὸ ὑγρὸν προβέβληται ὥϲτε διʼ αὐτοῦ ἀντίλαμβάνεϲθαι τῶν ὁρατῶν. κόρη δ’ ἂν λέγοιτο καὶ τὸ τρῆμα τὸ ἐν τῷ ῥαγοειδεῖ χιτῶνι, παρὰ τὸ διʼ αὐτῆϲ χεῖϲθαι τὸ διορατικὸν πνεῦμα, χόρη τιϲ οὐϲα, καὶ κόρη. κόρη οὖν τὸ τρῆμα τοῦ ῥαγοειδοῦϲ [*](2066 δὴτωρ cf. Alex Aphr. 114, 10- 11 2067 ═ Paroem. ed Gsf. 65 n. 546, H 2068 cf. H v. κοράξαι 2069 θηϲαυρόϲ cf. Ambr. 1254 ═ Ps Herodian. 70 Πιλάτοϲ  sq. los. Bell. 2,175 —7 cf. Byz. Zt 23, 84 2070 κορβοὺϲ- κόρακαϲ ═ Dionys. Hal. 15, 1, 4 2071 — ἀρχεῖται ═ Ba 281, 18 cf H. Κόρ- δαξ sq. cf Bk. 267, 26 et 101, 16, Harp, sch. Ar. Mu. 540, sch Luc. 9, 7, H. Ambr. 1258 2072 l. cf. Ambr. 1364 ═ 1375 2073 ═ Paroein. ed Gaf 62 n. 525 2074 cf. L 2075 χρύϲεοϲ sq Anth. 5, 216, 1 2076 ═ Σa, Ba 281,19 cf. H 2078 — ὀφθαλμοῦ + vs. 28 παρὰ— 29 κόρη pr. cf sch. Theoer. 1, 47 a, ex quο Orion 80, 25, ex quo Et M 529, 32 et Et. Gud.; ὀφθαλμοῦ cf. Ps Herodian 70, Ambr 1399; — πάρθενοϲ cf. H, Bk. 272, 31 vs 26 δι’ pr.— 28 χιτῶνι + vs 29 κόρη alt p. 157, 4 ἀκούειν Philop. 366, 10—13 + 368, 27) [*](2066 cf 171 2069 cf. v Πιλᾶτοϲ 2070 cf. 2112 et v. Ε 2841. Z 433 2075 cf. v. Α1510 2076 cf. v Z 9 2077 cf v Δ 483 2078 extr. hinc v N 228 extϲ) [*](ArF( GV M)) [*](6 θήραϲ F περιπετομένων παραπετωμένων F καὶ μὴ ἀποχωρούντων om V 7 ὁ om. V 8 καταγωγὴν F, los.; καταγωγὰϲ rell. 9 περιϲτήϲαϲ A 12 ἐπεὶ— 14 ἀμύϲϲειν om. F 13 καὶ 14 ἀμύϲϲειν om. V 16 ὁ om. post 2071 lac. parva in AM 18 περὶ F, Paroem : παρὰ rell. 25 ἡ alt. om. F 27 τρίμμα F 29 τοῦ] τῆϲ A)

157
καὶ τὸ διὰ τοῦ νεύρου προῖὸν ὀπτικὸν πνεῦμα· τὸ δὲ ἐπὶ ταύτῃ δέρμα κερατοειδὴϲ χιτών. ὅταν οὖν παχυνθῇ οὗτοϲ ἢ ἀπὸ οὐλῶν τινῶν ἐκ τραυμάτων ἐνϲκιρωθειϲῶν ἐν αὐτῷ, ϲυμβαίνει τὸ μὴ ὁρᾶν· οὕτω καὶ ἡ μήνιγξ παθοῦϲα τὸ μὴ ἀκούειν. ὅτι ἐπὶ τῶν κριτῶν τῶν Ἰουδαίων ἐβαϲίλευϲε Μολοϲϲῶν Ἄδηϲ, ὃϲ ἔϲχε θυγατέρα, ἥν ἐκάλεϲε Κόρην· τὰϲ γὰρ εὐπρεπεῖϲ γυναῖκαϲ οἱ Μολοϲϲοὶ κόραϲ ἐκάλουν. ταύτην ἐφίληϲεν ὁ Πειρίθουϲ καὶ ἐβουλήθη νυκτὸϲ ἁρπάϲαι. γνοὺϲ δὲ τοῦτο ὁ πατὴρ αὐτῆϲ Ἄδηϲ ἔδηϲεν ὃν εἶχε πρὸ τῆϲ θύραϲ κύνα, ὃν ἐκάλει διὰ τὸ μέγεθοϲ ρικέρβερον, καὶ ἐλθόντα κατὰ ϲύνταξιν τὸν Πειρίθουν διεχρήϲατο· ἐξελθούϲηϲ δὲ τῆϲ κόρηϲ πρὸϲ βοήθειαν καὶ αὐτὴν διεχρήϲατο. περὶ ἦϲ φαϲιν, ὅτι ὁ Πλούτων αὐτὴν ἦρπαϲε. λέγεται δὲ Κόρη καὶ Κόροϲ, ὁ νεώτατοϲ, ἀπὸ τοῦ κορῶ Σ τὸ ἐπιμελοῦμαι· πολλῆϲ γὰρ ἐπιμελείαϲ δέονται οἱ νεώτεροι. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ ὁμοίωϲ. νεωκόροϲ δὲ οὐχ ὁ ϲαρῶν τὸν νεών, ἀλλ’ ὁ ἐπιμελούμενοϲ αὐτοῦ.

2079 Κόρημα: τὸ ϲάρον, τὸ κόϲμητρον. μὴ κόρει τὴν Ἐλλάδα. [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ ἔρημον οἰκητόρων ποιῶν διὰ τῶν πολέμων. ἦν δὲ καὶ ἀρά τιϲ αὕτη τοῖϲ ἀρχαίοιϲ, ὡϲ που καὶ Μένανδρόϲ φηϲιν· ἐκκορηθείηϲ ϲύ γε, βουλόμενοϲ τὸ ἄρδην ἀπολέϲθαι ϲημᾶναι.

2080 Κόρηϲ, Κόρητοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

2081 Κόρηϲ, κόρεωϲ. ἀρϲενικῶϲ διὰ τοῦ η. Ἀριϲτοφάνηϲ. κόριϲ δὲ θηλυκῶϲ, κόριδοϲ.

2082 ορήϲατε: ἐπιμελήθητε.

[*](Δ)

2083 Κορηϲόϲ: ὄνομα τόπου, ἢ ποταμοῦ. καὶ Κορηϲία, πόλιϲ.

[*](Δ)

2084 Κοριαννοῖ. Φερεκράτηϲ κέχρηται.

[*](Σ suid)

2085 Κορρίδηϲ ὁ Σόλων ἐκέκλητο πατρωνυμικῶϲ.

2086 Κορικῶϲ: γυναικικῶϲ, ὡϲ κόρη.

[*](Σ)

2087 Κορίννα, Ἀχελῳοδώρου καὶ Προκρατίαϲ, Θηβαία ἢ αναγραία, [*](Hesy.) μαθήτρια Μύρτιδοϲ· ἐπωνόμαϲτο δὲ Μυῖα· λυρική. ἐνίκηϲε δὲ πεντάκιϲ [*](2078 vs. 11 ὅτι —ἥρπαϲε cf. Malal. p 62, 7 — 63, 2, ex quo [10. Antioch.] fr. 13, 2 FHG 4, 547 vs. 12 κορῶ sq. cf. Et. M 600, 52 2079 Ar. Pac 59 c. sch.; ϲάρον ═ Phryn. 22, 11, Et. M. 529, 45 cf. H, Phryn. Ecl. 83; Men com. fr. 903 2080 ═ Ambr. 1288 2081 cf. Theodos. Gramm. Gr. 4, 1, 199, 25 —27 (ex quo Et. Sym. ap Gsf. ad 530, 3); Ar. Ran. 115 2082 cf. Ambr.1494, aliter sch. u 149 2083 τόπου ═ Ambr. 1419 Κορηϲία ═ L 2086 ═ Ba 281, 22, H) [*](2079 Me cf. v. Ἐ 537 2084 Φερεκράτηϲ sq. ex v. Α 2782 vel v τοῦ (simi- liter 2327, v. Μ1443, v. Φερεκράτηϲ) 2087 cf v Μ 1361) [*](2 δέρμα om. F ὅταν- 11. 12 ἥρπαϲε om. F 3 ἐνϲκιρωθειϲῶν ἐν αὐτῷ ArF(GV AM) om V 4 ὅτι] Κόρη: ή Περϲεφόνη· ὅτι V 6 Κόρην] Περϲεφόνην A, Malal. 9 ϲύναξιν V 12 δὲ] οὖν F 13 πολλῆϲ— 14 ὁμοίωϲ om. F 14 ναιοκόροϲ F τὸν om. F 16 κορεῖ] κόρρη F 18 ἐκκορηϲθείηϲ F ἐκκοριϲθείηϲ V 19 βουλόμενοϲ τό F, sch.: ἀντὶ τοῦ rell. ἀπολέϲθαι F, sch.; ἀπολεϲθείηϲ rell ϲημᾶναι ex F' (coni. Dindorf) cf. sch 2081 om. F V 21 ἀρϲενικὸν A 22 θηλυκόν A 24 Κορητόϲ V τόπου ἢ ποταμοῦ] ποταμοῦ in πότου corr. V ἢ ποταμοῦ del. Bhd. καὶ —πόλιϲ om. F V 2084 post 2090 V 25 Φερε- κράτηϲ κέχρηται om. F 2085 om. F V 26 Κοδρίδηϲ Hemst. 2087 om. F 28 Παναγραία GM)

158
ὡϲ λόγοϲ Πίνδαρον. ἔγραψε βιβλία ε, καὶ ἐπιγράμματα καὶ νόμουϲ λυρικούϲ.

[*](Hesy.)

2088 Κορίννα Θεϲπία, λυρική· οἱ δὲ Κορινθίαν εἰρήκαϲι. νόμουϲ λυρικούϲ.

[*](Hesy.)

2089 Κορίννα νεωτέρα, Θηβαία, λυρική, ἡ καὶ Μυῖα κληθεῖϲα.