Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

2049 Κονῶ: τὸ ἀγωνιῶ.

[*](Σ)

2050 Κονϲιϲτώριον: θεῖον ϲυνέδριον.

[*](Suid.)

2051 Κονϲούλουϲ: αὐτοκράτοραϲ αὐτοὺϲ οἱ τὴν τῶν Ῥωμαίων πολιτείαν διοικοῦτεϲ ὑνόμαϲαν οἷα δὴ προβούλουϲ καὶ προηγόρουϲ τινάϲ· οῦϲ Ἕλληνεϲ μετὰ ταῦτα διὰ τὴν ὑπεροχὴν τῆϲ ἐξουϲίαϲ ὑπάτουϲ προϲηγορεύκαϲι. ζήτει ἐν τῷ ὕπατοι πλατύτερον.

[*](Prov.)

2052 Κόντῳ πλεῖν: παροιμία· οἷον προϲηκόντωϲ ζῆν.

2053 Κόξα: τὸ ὀπίϲω τοῦ γονατίου μέρουϲ.

[*](Δ?)

2054 Κόορτιϲ: Ῥωμαῖκὴ ϲπεῖρα. ἄθρουϲ ἄγων ἐκ τῆϲ παρεμβολῆϲ [*](Ε) ἐπὶ τέτταραϲ κοόρτιϲ.

[*](Ar.)

2055 Κοππατίαϲ ἵππουϲ ἐκάλουν, οἷϲ ἐγκεχάρακται τὸ κ ϲτοιχεῖον, ὡϲ ϲαμφόραϲ τοὺϲ ἐγκεχαραγμένουϲ τὸ ϲ καὶ τὸ ν χαραϲϲόμενον ϲὰν ἔλεγο· αἱ δὲ χαράξειϲ αὖται ἔτι καὶ νῦν ϲῳζονται ἐπὶ τοῖϲ ἵπποιϲ· ϲυευγυμένου γὰρ τοῦ κ καὶ τοῦ ϲ τὸ ϲχῆμα τοῦ ἀριθμοῦ καταοεῖϲθαι, οὗ προηγεῖται τὸ κόππα· παρὰ γὰρ τοῖϲ γραμματιϲταῖϲ [*](2043 οὐδ’ sq. cf. Pisid. fr. 78 2044 ═ Zon 1236; παλαίϲτρα ═ Ps He- rodian 70; κυλίϲτρα ═ Ambr. 1379 2046 cf. Eusebii Chron. p. 32, 1011 ed. Karst, Georg Syncell. 1 p. 312 2047 ἐδωρεῖτο—μαχαίγαϲ Polyb. 10, 18, 6 2048 sch. Ar. sp. 675 2049 ═ Ambr. 1502 (═ 1509) 2050 ═ Ba 281, 17 cf. Σ ═ H; Ambr. 1481 2052 cf. Paroem. ed. Gaf. 65, n 545, H 2054 ἄθρουϲ sq. Polyb. 11, 33, 1 2055 sch. Ar. Nu. 23 cf. H) [*](2043 cf. v. Αl 97 2050 cf. 2282 2051 ex v. ὕπατοι 2 2055 cf. v ϲαμφόρα,) [*](ArF( GV M)) [*](3 παροιμία mg. AGM 4 Κόνοϲ κονκόλοροϲ F ονκόλεροϲ Syncell. 5 ὃϲ— 8 Μήδουϲ om. F 8 εἰϲ Μήδουϲ μετέθηκεν V 9 ἐδωρεῖτο A, Polyb ἐλοιδορεῖτο rell. τοῖϲ] ταῖϲ Polyb. 10 κόνουϲ Polyb ψέλια F 14 τὸ] τῷ A 2051 om. F post 2054 V 16 τὴν ex V at v. ὕπατοι πολιτείαν coll. v. ὕπατοι Kust.: πολιτ V πόλτοι AG M 17 διοικοῦντεϲ v. ὕπατοι· διοικοῦνο ταϲ AGM 18 ὑπεροχὴν] τὸ ὕψοϲ ss. V ζήτει— 19 πλατύτερον om. 21 Kοὲʼ F τὸ- μέρουϲ om. in lac. F μέροϲ G 22 ϲπεῖρα. ἄθρουϲ] κοϲτωδία πλῆθ πολλούϲ ss. V παρεμβολῆϲ] τοῦ ϲτρατοπέδου ss. V 24 Κοπ· πατίαϲ bis F 25 ἐγκεχαραγμένουϲ] τῶν ἵππων add. F 26 αἱ— p. 155, 1 ϲ, om V 26 αἱ-ἵπποιϲ om. F 28 κατανοεῖται F δύναται νοεῖϲθαι sch. παρὰ—ραμματιϲταῖϲ om. F γὰρ ex G M solis)

155
οὕτω διδάϲκεται, καὶ καλεῖται κόππα τὸ ϥ΄ τινὲϲ δὲ κοππατίαν ἐξηγήϲαντο τὸν κόπτοντα ταῖϲ ὁπλαῖϲ τὸ ἔδαφοϲ, οὐ δεόντωϲ ὑποτιθέμενοι· οὐδὲ γὰρ βουκεφάλαϲ καλοῦμεν διὰ τὸ μορφὴν τοιαύτην ἔχειν, ἀλλὰ διὰ τὸ οὕτω κεχαράχθαι· οἷοϲ οἶμαι καὶ ὁ τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνοϲ ἵπποϲ ἦν, ᾦ τελευτήϲαντι τὴν Βουκέφαλον Ἀλεξάνδρειαν ἔκτιεϲεν, ἐντάφιον αὐτῷ τῆϲ ἀρετῆϲ χαριζόμενοϲ πόλιν.

2056 Κοπιοδόρπιον: τρύφοϲ τι.

[*](Δ)

2057 Κοπίϲ: ἡ μάχαιρα. οὐ φονίην ἤγαγε πρὸϲ κοπίδα, αἰδεϲθεὶϲ [*](Σ Anth.) ἔργον. περὶ βοὸϲ ὁ λόγοϲ. ὁ δὲ παίεται κοπίδι τὴν κεφαλὴν ὡϲ [*](Ε) οὐ βιωϲόμενοϲ εἶναι.

2058 Κ όπιϲ: ὁ λάλοϲ, ὁ ῥήτωρ.

[*](Δ)

2059 Κοπρία: ὁ πηλόϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· κοπροφορήϲω ϲ, εἴ [*](Δ) τι γρύξειϲ. ἀντὶ τοῦ εἰ λαλήϲειϲ, κόπρον ϲου καταφορήϲω. τουτέϲτι [*](Ar.) κόπρου πληρώϲω.

2060 όπριοϲ ἀνήρ: ὡϲ ἀπὸ δήμου· λέγει δὲ τὸν κοπρολόγον· ἢ κηπουρόϲ· [*](Suid.) παρὰ τὴν κόπρον. λύϲιϲ ὀνείρου· κόπρῳ καθεϲθεὶϲ ζημίαϲ ἔξειϲ τρόπουϲ. ἰλὺν [*](On.) πεπλευκὼϲ τοῦ νοὸϲ νόει βλάβην. ἔκδηλόϲ ἐϲτι βόρβοροϲ ψυχῆϲ ῥύποϲ.

2061 ό πτοντεϲ· τὰ ὑποζύγια κόπτοντεϲ οὕτω τῇ ἀπορίᾳ ἀντεῖχον. [*](Ε) ἀντὶ τοῦ χρώμενοι τούτοιϲ πρὸϲ ἐδωδήν.

2062 Κόπτω· Ἀριϲτοφάνηϲ εφέλαιϲ· ἀλλ’ οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν. [*](Ar.) ἐπὶ μὲν τῶν ἔξωθεν κρουόντων τὸ κόπτειν λέγεται, ἐπὶ δὲ τῶν ἔϲωθε ψοφεῖν. ἱκανῶϲ δὲ τοῦτο διέϲτειλε Μένανδροϲ ἐπὶ μὲν τῶν ἔξωθεν λέγων, κόψω τὴν θύραν. ἐπὶ δὲ τῶν ἔϲωθεν· ἀλλ’ ἐψόφει καί τιϲ τὴν θύραν ἐξιών. εἰ νὴ Δία τὰϲ γνάθουϲ αὐτῶν δὶϲ ἢ τρὶϲ ἔκοψε ὥϲπερ βουπάλου, φωνὴν ἂν οὐκ εἶχον. καὶ αὖθιϲ· λάβετέ μου θοἰμάτιον· κόψω βουπάλῳ τὸν ὀφθαλμόν.

2063 Κορακήϲιον.

[*](Δ)

2064 Κορακίαϲ: μέλαϲ.

[*](Δ)

2065 Κορακῖνοϲ: εἰδοϲ ἰχθύοϲ.

[*](Ar.)[*](2056 cf. Ambr. 1461 2057 — μάχαιρα cf sch. Luc. 30, 14 οὐ φονίην- ἔργο Anth 6, 228, 2—3 ὁ sq. fort. lambl. vel Aelian. 2058 — λάλοϲ Ambr 1239, Ps. Herodian. 70 cf. sch Eur Hec. 131, ex quo Et. M. 529, 27 ὁ ῥήωρ ═ Tzetz. in Lyc. 1464 2059 πηλόϲ ═ Ambr. 1378 κοπρο- Φορἡϲω sq. Ar Eq. 295 c. sch. 2060 κόπρῳ sq. Astramps. 2061 τὰ-ἀντεῖχων Xen An. 2, 1, 6 cοntnlit Gaf 2062 ἐξιών Ar. Mou 132 c. sch cf. Ammon., Hellad. ap. Phot. Bibl. 535b 27—31, Thom. 194, 14, sch. Luc 40, 20; Menn com Periceir. 64 (═ fr 860) et Epitrep. 453— 4 (═ fr. 861) vs 24 εἰ sq. Ar Lys. 360 —1 c. sch. plenior; λάβετέ  sq. Hipponact. fr 83, 1 2063 cf. Ambr. 1472, L 2064 cf. PH 2065 sch. Ar. Eq. 1051)[*](2057 Anth. cf. v. τετρυμένον 2060 κόπρον ex v A 2437. Astramps. cf v. B 392 2062 Ar. Lys. cf. v B 452)[*](1 διδάϲκεται καὶ] γὰρ F κόππα] τὸ κ. A τινὲϲ— 6 πόλιν om. F ArF(GVAM) 1. 2 ἐξηγήϲαντο] καλοῦϲι V 2 τῇ ὁπλή V οὐ— 6 πόλιν om. V 5 ἦν om. A 6 αὐτῷ ed pr., sch.; cp. A αὐτοῦ GM 8 οὐ— 10 εἶναι om. V 7 περὶ- 10 εἶναι om. F 10 εῖναι] ἔτι kust. (diutius vertit Port.); scriptoris nomen latere temere putat Bhd, 2060 om. F V 16 λύϲιϲ- 17 ῥύποϲ mg. A 16 λύϲιϲ ὀνείρου om. G 22 ἔϲωθεν] ἔνδωθεν F ἔνδοθὲν Thom. 195, 3 22 ἰκανῶϲ— 26 ὀφθαλμόν om. F V)
156
[*](Σ?)

2066 Κόραξ: εἶδοϲ ὀρνέου. καὶ ὁ ὐήτωρ, ὁ τῆϲ ὐητορικῆϲ εὑρετήϲ, περὶ οὗ καὶ τὸ κακοῦ κόρακοϲ κακὸν ῴὸν εἰρημένον. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ μηχανήματοϲ.

[*](Prov.)

2067 Κόραξ ὑδρεύει: ἐπὶ τῶν δυϲχερῶϲ τινων τυγχανόντων.

[*](Σ)

2068 Κοράττειν: τὸ ἄγαν προϲμένειν, καὶ λιπαρεῖν. ἀπὸ τῶν περὶ τὰϲ θύραϲ κοράκων περιπετομένων καὶ μὴ ἀποχωρούντων.

[*](Δ)

2069 Κορβανᾶϲ: παρὰ ουδαίοιϲ ὁ ἱερὸϲ θηϲαυρόϲ. Πιλᾶτοϲ τὸν [*](Ε) ἱερὸ θηϲαυρὸν εἰϲ καταγωγὴν ὑδάτων καταναλίϲκων ταραχὴν ἐκίνηϲε. κατῆγε δὲ ἀπὸ υ΄ ϲταδίων. καὶ παραϲτήϲαϲ ϲτρατιώταϲ πολλοὺϲ ἀπέκτεινεν.