Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1967 Κολοιόπτερα ζῷα: ὁ κάνθαροϲ καὶ ἡ μηλολόνθη, καὶ εἴ τι ἄλλο.

1968 Κολοιὸϲ ποτὶ κολοιὸν ἱζάνει: φιλάλληλον γὰρ τὸ ζῷον [*](Σ) καὶ ϲυναγελαϲτικόν. τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν τοῖϲ ὁμοίοιϲ προϲομιλούντων.

1969 Κολοιούϲ: ὀνόματα ὀρνέων μικρῶν.

[*](Σ)[*](1956 l. ═ L 1957 cf. Et. M. 525, 30. χορδή cf. Tim., sch Pl. Rep. 531b. Κόλλοπαϲ cf. Bk. 102, 33 1930 gl. in Call fr 40, 1 K., 428,1 S. 1961 Harp.; — εἱϲτήκεϲαν ═ An. Ox. 2, 496, 30 1962 ═ Aumbr 1432 1963 — μεγάλη ═ Ba 280, 20, H cf. Ap. S. 102, 5, L 1934— ὑψηλόϲ ═ Ba 280, 21 cf. H, Ap. S. 102, 3; Ambr.1221 ═ Ps. HerodIan. 70 st 213 ἐπειδὰν διανυκτερεύειν Proc. Bell. 4, 12, 17 καθεώρωνsq Arr fr. Parth. vel Exc 19 1965═ L, Ambr. 1211 (cf. 1229), Et M 525, 52 cf.sch. Α575, H 1966 Κολπίζω ═ Ambr.1524(═ 1530) κόλποϲ sq. Thdr. in Ps 73, 11, PG 80, 1460a 1937 Ar. Byz. Epit. p. 4, 7 1968 ═ sch Pl Hep. 329a 1969 ═ Ba 280,12 cf Ambr 1232, H)[*](1964 Arr. cf v A1223 1965 cf. v. ξ526 1967 hinc 1935 fin.)[*](2 Κόλοψ V M 6 κολώνηϲ] κωλήνηϲ F 7 οὕτωϲ— 8 εἱϲτήκεϲαν om. F ArF(GVM) 9ἐκαλεῖτο 11 ἰππέων om. V 9 οὖτοϲ om F 10 ῆν— 11 ἱππέων om. F 1962 post 1943 F V 12 Κολωνία F 13 ὁ — 14 ἐϲκόπει om. V 15 τόποϲ— 20 ἐκκεκαθαρμένον om. V; ἐπειδὰν— 20 ἐκκεκαθαρμένον om. F 16 ἡϲυχάζον— τταϲ Proc 1 cp. GM ἡϲυχάζοντα A 18 νενημένουυϲ Toup μείουϲ G 22 Κόλ- ποϲ] nov. gl. F; Δαυΐδ add. post gl. P, ante ἵνα vs. 23 G mg. AM 25 λο- Aοιόπτερα] Κυλεόπτερα ss. V μιλολόνθη μηλολίνθη A μηλοκόνθη F 28 τοῖϲ om. V 29 ὄνομα F V)
148
[*](Metaphr.?)

1970 Κόλυβα: ϲἰτοϲ ἑψητόϲ.

[*](Σ)

1971 Κολυβιϲτήϲ: τραπεζίτηϲ.

[*](Δ)

1972 Κόλυθρον: εἶδοϲ φυτοῦ.

1973 ολυμβ άδα· ζήτει ἐν τῷ γεργέριμον.

[*](Δ)

1974 Κολυμβή θρα: ὸ κόλυμβοϲ.

[*](Δ)

1975 Κόλυμβοϲ: ὁ τοῦ λουτροῦ.

[*](Σ)

1976 Κολύμβων: εἶδοϲ νομίϲματοϲ.

[*](Ar.)

1977 Κολλύρα: εἶδοϲ ἄρτου. ἢ ὁ μικρὸϲ ἄρτοϲ, ὃν τοῖϲ παιδίοιϲ [*](Δ?) διδόαϲιν. ἢ εἰδοϲ πλακοῦντοϲ. καὶ Κολλυρίζω, τὸ τὰϲ λαλάγγαϲ τηγανίζω. καὶ ἐπιχωρίωϲ κολλούρια, τὰ λαλάγγια.

[*](Δ)

1978 Κολυτεύϲ· παρὰ Λουκιανῷ εἰϲ τὸ Τίμων ἢ Μιϲάνθρωποϲ. [*](Harp.) Κολυτεὺϲ δὲ δῆμοϲ τῆϲ Αἰγηΐδοϲ.

[*](Δ)

1979 Κολχική: ἡ Λαζική.

[*](Σ)

1980 Κομᾷ: γαυριᾷ, μέγα φρονεῖ, ϲτεφανοῦται, χλοηφορεῖ, τριχῶν [*](Ar.) ὑπερβολή κοϲμεῖται. ἢ περιουϲίᾳ χρημάτων μεγαλαυχεί μή φθονεῖϲθ’ ὑμῖν κομῶϲιν. ἀντὶ τοῦ τρυφῶϲι, πλουτοῦϲι. τὸ γὰρ κομᾶν ἔλεγον ἐπὶ τοῦ τρυφᾶν καὶ γαυριᾶϲθαι καὶ μέγα φρονεῖν. ἄλλωϲ τε καὶ τὸ ταῖϲ θριξὶ κομᾶν.

[*](Ar.)

1981 Κόμμα· Ἀριϲτοφάνηϲ· ἔοικε δ’ εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματοϲ. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν νομιϲμάτων, ἐξ ὅλου χρυϲίου ἀποκεκομμένου. ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, φαύλου ϲυϲτήματοϲ. πονηρὸν κόμμα, ὁ παρακεκομμένοϲ ἄργυροϲ.

[*](Δ)

1982 Κομμαγηνή: ὄνομα τόπου. καὶ Κομμαγηνόϲ, ὁ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ τόπου.

1983 Κόμανα: πόλιϲ, ἔνθα ὁ Χρυϲόϲτομοϲ ἐτάφη πρῶτον.

[*](Ar.)

1984 Κομάρουϲ: θηλυκῶϲ· ἀρϲενικῶϲ δὲ κοτίνουϲ. εἴδη δὲ δένδρων ταῦτα.

[*](Harp.)

1985 Κόμματα καὶ Κυρήβια· τὰ μὲν κυρήβιά ἐϲτι τὰ πίτυρα, τὰ δὲ κόμματα ἔοικε μέρη τινὰ ἢ τῆϲ καλάμηϲ, ἢ τῶν περὶ τὸν ϲῖτον αὐτὸν ἐν τῷ ϲτάχυϊ γενομένων ἢ τῶν ἀνθερίκων.

[*](1970 ═ Zon. 1240; fort Metaphr. vita St Theodori Tironis, Les Legendes grecquues des Saints militaires ed. Delehaye p. 150, 4 (cf. porro Ducange s V.) 1971 ═ Σ, Ambr. 1244, Ba 280, 18, H 1972 cf Ambr. 1446 ═ Zon. 1240 1974 ═ Ambr. 1380 1976 ═ Σ cf. Ba 280, 19 1977 πλακοῦντοϲ sch. Ar Pac. 123 1978 l ═ Ambr. 1294; Luc. Tim 50 Κολυτεὺϲ alt. sq. Harp. 1979 cf. Agath. 2, 18 p. 103,11; aliter L 1980 — κοϲμεῖται ═ Σa cf. Ba 280, 23 H, sch. Ar. Vsp. 1317 περιουϲίᾳ —μεγαλαυχεῖ fort. sch Ar. Pl. 170. μὴ sq Ar Eq. 580 c. sch. 1981 Ar. Pl. 862 c sch 1982 τόπου ═ Ambr. 1421. Κομμαγηνόϲ sq cf. Ambr. 1279 at 1357 1983 πόλιϲ cf. Ambr. 1459 1984 sch. Ar. A 620 1985 Harp. cf. Brk. 272, 24)[*](1978 cf. 2250 1080 cf. v. Δ 572 1981 cf. v πόνηροϲ 2 1985 cf 2753)[*](Ar(GVM))[*](1970 om. F V 1 ϲῖτα ἑψητά GM 1975—6 inνerso ord, F V 7 Κο- λύμω F νομιϲμάτων V 8 ἢ 9 καὶ] μικροῦ V 9 τὸ τὰϲ λαλάγγα om. V 10 ἐπιχωρίωϲ om. V κουλλούρια V 12 Κολυπεὺϲ F GM, v l. 2250 15 περιουϲίᾳ 18 κομᾶν] πλουτεὶ V 17 γαυριοῦϲθαι F GM γαυροῦϲθαι sch. 20 κεκομμένου V 21 ἀντὶ 22 ἄργυροϲ om. V 26 θηλυκὸν· ἀρϲενικὸν A)
149

1986 Κομβέντον.

1987 Κόμβοϲ· ὁ κόμβοϲ τῶν δύο χειριδίων, ὅταν τιϲ δήϲῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον.