Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
501 Ἐκ μεταβολῆϲ· οἱ δὲ μετὰ ταῦτα ἐκ μεταβολῆϲ ὡϲ ἐπ᾿ [*](Ε) Ὀλμτίαϲ τουτέϲτι μεταμελείαϲ τῆϲ προτέραϲ ὁρμῆϲ.
502 Ἐκμει λίϲϲεϲθαι: καταπραύνειν.
503 Ἑκμήνου: τῶν ξξ μηνῶν. τῆϲ δ᾿ ἐπιφερομένηϲ ἑκμήνου παρείλετο.
[*](Ε)504 Ἑκμήνῳ: μηνῶν ἔξ. λαβὼν δούλουϲ ϲὺν τροφῇ ἑκμήνῳ ἡλευθέρωϲεν.
505 Ἐκμηρυομένουϲ· δυϲχερῶϲ ἐκμηρυομένουϲ καὶ μακρῶϲ τὰϲ [*](Ε) δυϲχωρίαϲ ἀντὶ τοῦ ἀναλεγομένουϲ.
506 Ἐκμηρυϲάμενοϲ: ἐξελκύϲαϲ, ἐπεκτείναϲ. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν [*](Σ) μηρυμάτων. ὁ δὲ ἐκμηρυϲάμενοϲ τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυϲχωριῶν [*](Ε) κατεϲτρατοπέδευϲε. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἐκμηρυϲάμενοϲ τῷ πλῷ τὸν [*](Ε) ποταμὸν πάντα κατὰ Χαλδᾶνοϲ ἦν. ἀντὶ τοῦ διαπλεύϲαϲ.
507 Ἐκμηχανώμενοϲ: καταϲκευάζων.
508 Ἐκμυζήϲαϲ: ἐκπιέϲμϲ, ἐκθλίψαϲ.
509 Ἐ κμυκτηρ ιεῖ: βδελύϲϲεται.
[*](495 Harp. cf. Bk. 248, 3 496 οὐκ sq. fort. lambl. vel Aelian. 498 vs. 6 ὁ —8 ἐχρῆτο Men. Prot. attr. Mai, Coll. Vat. 2, 570 vs. 8 καὶ — 9 ἐθεραπεύετο Eunap. fr. 96, FHG 4, 54 vs 10 ὅτι sq. Zos. 4, 50, 2 (falso Eqnap fr. 49) 499 cf Prov. Plutarch. l 60 (ed. Leutsch. 1 p. 330) 500 cf. Thom. 236, 6; 237,7 501 οἱ—Ὀλυμπίαϲ Polyb. 4,10, 5 502 ═ Ba. 213, 24, H 504 λαβὼν sq. Cass. D. 55, 31, 1 505 δυϲχωρίαϲ Polyb. 3, 53, 5 506 vs. 26 ὁ —27 κατεϲτοατοπέδευϲε Polyb. fr 132 507 ═ Ba 213, 25, H, sch. Δ 218 cf Ambr. 423 508 ═ Ba 213, 26, Et Gen Et. M 323, 5 cf. H 509 ═ Ap Ox. 2, 4 41, 14)[*](495 hinc v. μαρτυρίτι, Z 656 496 Z 659 498 Z 659. Zos cf v. θ 144 498 cf 3161 501 Z 656 502 Z 668 505 —8 Z 468)[*](2 ἀπόντων] ἁπάντιων AGl V 3 διαμαρτυρίᾳ A Bhd. οὐκ] τοὐκ A A(GITFVM) δὲ om. T. καὶ om). M 8 τἄλλα] ἄλλα Gl 499 extra ord. 12 τεφυμν μένων FF V 27 τὸν τὸ A om. F V 28 xαλδαίουϲ Τ 509 om F V mg. A)511 Ἐκνενέμηται: ἐξῆλθεν. διαμεμἐριϲται.
512 Ἐκνευρίϲαϲ: ἀντὶ τοῦ ἀδυνάτουϲ καταϲτήϲαϲ. ὁ δὲ ἀπεκρί [*](Ε) νατο κατακόψαϲ πάνταϲ, ἴνα πολλὴν δύναμιν τῆϲ Ῥώμηϲ ἐκνευρίϲῃ. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· εἰ δοίημεν αὐτὸν ἄνδρα εἶναι, διὰ τῶν Ἐπικούρου λόγων τὴν ψυχὴν ἐκνευριϲθεὶϲ καὶ θῆλυϲ γενόμενοϲ.
513 Ἐκνεφὶαϲ: ἐκ νεφῶν ἄνεμοϲ.
514 Ἔκνιζε ν: ἔδακνεν. ἀπὸ τῆϲ πόαϲ. Ἡρόδοτοϲ.
515 Ἔκνιϲεν: ἐκίνηϲε, καθήῳατο. Ἀππιανόϲ· Σύφακα δ’ ἄρα [*](Ε) τὸν δυνάϲτην ἔρωϲ ἔκνιζε τῆϲ παιδόϲ. οἱ δὲ Καρχηδόνιοι ἔδωκαν αὐτήν.
516 Ἐκνομίωϲ: ἀντὶ τοῦ μεγάλωϲ, ὑπερβαλλόντωϲ. κυρίωϲ δὲ τὸ ὑπὲρ τὸ νενομιϲμένον. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· καὶ γὰρ ἐκνομίωϲ μ [*](Δ) ῄϲχύνετο. λέγεται δὲ καὶ Ἐκνόμωϲ.
517 Ἐκνόμοιϲ: παρανόμοιϲ.
518 Ἐκνοον: παρανενοημένον, ἔξω τοῦ νοόϲ, ϲαλόν.
519 Ἐκ νοϲηλεύων: ἐκθεραπεύων.
520 Ἔκνυεν: ἔξυεν ἠρέμα. παρὰ τὸ κνᾶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὑτοϲ πόθῳ μου κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν.