Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

521 Ἐκ ξυγκλύδων· ζήτει ἐν τῷ ϲυγκλύδων.

522 Ἐκκοβαλικεύεται· ζήτει ἐν τῷ ὑπέρχεται.

[*](Call.)

523 Ἐκόηϲεν: ἐνόηϲεν. Ἰακῶϲ. παρὰ Καλλιμάχῳ.

[*](Ar.)

524 Ἐκκοκκίϲαϲ: ἐρημώϲαϲ. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν ὀρῶν, τῶν τοὺϲ κόκκουϲ ἐκβαλλουϲῶν· ὥϲπερ γὰρ αἱ πόλειϲ ϲκέτπαι τῶν ἀνθρώπων εἰϲίν, οὕτω καὶ αἱ ῥοιαὶ τῶν κόκκων. ἐχρήϲατο δὲ τῇ μεταφορά ὁ ἄγροικοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ῶ Ζεῦ, λήϲειϲ ϲεαυτοῦ τὰϲ πόλειϲ ἐκκοκν κίϲαϲ.

[*](Ar.+ Δ)

525 Ἐκολάβηϲαϲ: προϲέκρουϲαϲ. τὸ δὲ ὅλον, κατεπάλαιϲαϲ αὐτὸν καὶ ἐκπεριελθὼν καὶ διαϲείϲαϲ ἀργυρίζῃ. παρὰ τὸ ἐπὶ κόλαιϲ βαίνειν. κόλα δὲ ἡ γαϲτήρ. ἢ ἔθραυϲαϲ, ἔκλαϲαϲ, κατέπιεϲ. ἀπὸ τοῦ κολν λάεου, ὅ ἐϲτι ψωμόϲ. βούλεται δὲ λέγειν, ὅτι ὃν ἂν παραλάβῃ, ἄρρην ἀπόλλυϲιν.

[*](510 in Soph. Ai. 1031 511 ἐξῆλθεν ═ BA 213 27, H 512 εἰ sq. Aelian. fr. 10 513 ═ BA 213, 28, Et. M 323,11, Et. Gen. cf. ., ll, Ambr. 334 514 gl. Hdt. 4, 62 515 — καθήψατο — Ba 21,3, 20 Σύφακα sq. App. lbar. 37 516 — ὴϲχύνετο Ar Pl 981 c. sch.; — μεγάλωϲ ═ H, Et. M. 323, 14; 347, 35 517 — Ba 213, 30 519 ═ Ba 213, 31 529 Ar. Th. 481 c. sch 24 ll. (fr. 78 Κ., 53 8.) c. sch. cf. Hellad. ap. Phot. Bibl. 531 13 524 Ar 523 62 3 c. sch. 525 sch. in Ar. Eq. 263 (uberiora))[*](510 Z 669 511 Z 669. διαμεμέγριϲται ex v. νεμήϲαϲθαι 512 Aelian. cf. 3604 et v. χλοῦναι Z 669 514 Z 669 515 hinc v Σύφαξ, Z 660 516 Z 681 517 Z 654 520 Z 669 523 cf. v. κ 1894. Z 670 524 cf v. λήτειϲ. Z 670 525 cf. vv. 1922 —3. Z 671)[*](A(GITFVM))[*]( 2 διαμεμέριϲται om. TF V mg. A ss. M ante gl. GI 4 τὴν πολλήν Bhd., locus corruptus 8 ἔδακεν V M gl. Hdt. (sed ἔδακνεν p. 465 Stein) 12 κυρίωϲ] κοινῶϲ F 13 τὸ] τὸν A ἐκνομίμωϲ V 19 πόθῳ] πτόθο F πτόθῳ V 28 κατεπάτηϲαϲ V)
225

526 Ἐκαλψ α: ἐθορύβει.

[*](Σ)

527 Ἐκκομιδ ήν: ἐκφοράν.

[*](Σ)

528 Ἐκομπάϲθη: ήπάτηται, εἰϲ ὄγκον διετέθη.

[*](Σ)

529 Ἐκομ πολάκουν: κομπώδεϲιν ἐχρῶντο λόγοιϲ.

[*](Ar.?)

530 Ἑκοντήν· Ἀρριανόϲ· τὴν μέϲην τῶν ποταμῶν γῆν ἑκοντὴν ἐνδιδόντων [*](Ε) τῶν ἐποικούντων κατέϲχεν.

531 Ἑκοντί: ἐθελοντί. καὶ παροιμία· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ.

[*]( Σ)

532 Ἐκό ντων εἶναι: βουλομένων. οἱ δὲ ἐπεραιώϲαντο τὸν Ἰϲτρον, [*](Ε) δότω ἑκόντων εἶναι τὴν δίοδον Ἰουθούγγων ἔχθει τῷ πρὸϲ Ῥωμαίουϲ. καὶ Ἑκών γε εῖναι. ὁ δὲ ἐξηπάτητο πρὸϲ τῆϲ γυναικὸϲ [*](Ε) ἐκώ γε εἶναι.

533 Ἐκ ὀ πα ϲεν: ἐπαύϲατο.

[*](Ps.)

534 Ἐκκό πτῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

535 Ἐκκοποϲ: κατάκοποϲ. ὁ δὲ διανύϲαϲ ν΄ ϲταδίουϲ καὶ γενόμενοϲ [*](Δ) ἔκκοποϲ ἐπέμεινεν.

[*](E)

536 Ἐκκορακίζειν: ἀποδιώκειν.

537 Ἐκκορηθείηϲ: παντελῶϲ ἀφανιϲθείηϲ. Μένανδροϲ· ἐκκορηθείηϲ

[*](Σ)

538 Ἐκορἰζετο: ὑπεκορίζετο, εὐφημοτέροιϲ ἐχρῆτο λόγοιϲ.

[*](Σ)

539 Ἐκορίζετο: ἐκολάκευεν· οἷα τοῖϲ μικροῖϲ παιδίοιϲ ἔθοϲ χαριεπιομένοϲ [*](Ar.) προϲπαίζειν τοὺϲ γονεῖϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· τοῦτον τὸν υἱὸν λαμβάνουϲ’ ἐκορίζετο.

540 Ἐκορωνία: ἐγαυρία. τὸ δὲ μειράκιον μετέωρον ὂν τῆ φύϲει [*](Δ) καὶ πάϲηϲ πονηρίαϲ ἔμπλεων ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸϲ τοὺϲ [*](EV) ἐπιφανεῖϲ ἄνδραϲ.