Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2118 Ἐ πειθή: ἔϲτι μὲν ϲύνδεϲμοϲ παραϲυναπτικόϲ, λαμβάνεται δὲ καὶ ἀντὶ τοῦ ἀφʼ οὖ· ὡϲ καὶ Θουκυδίδηϲ πολλάκιϲ ἐχρήϲατο καὶ Ὅμηροϲ πρότερο. ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεϲι λέλοιπε, περὶ τοῦ ϲκήπτρου.

[*](Prov.)

2119 Ἐπειδὴ τὸν αντάλου λίθον τῆϲ κεφαλῆϲ ἀπετιναξάμεθα: λέγεται ἐπὶ κινδύνου τινὸϲ ἐπηρτημένου καὶ παρελθόντοϲ· ἢ ἐπὶ τοῦ ἀρξαμένου τινὸϲ πράγματοϲ, εἶτα ὀλιγωρήϲαντοϲ.

[*](Ar.)

2120 πειδὴ τὸν οἶνον ἠξίουϲ πιεῖν, ϲυνεκ ποτʼ ἐ ϲτί ϲοι καὶ τὴν τρύγα.

[*](Δ)

2121 Ἐ πειή: ἐπειδή.

[*](Soph.)

2122 πεικάζω: ϲτοχάζομαι. Σοφοκλῆϲ· ἢ καὶ δάμαρτα τήνδ’ ἐπεικάζων κυρῶ.

[*](Δ)

2123 Ἐπείκτηϲ: ὁ κατεπείγων. Πιϲίδηϲ· ὅπωϲ ὑφέξει τοῖϲ ἐπείκταιϲ ἀγγέλοιϲ τοὺϲ ϲυλλογιϲμοὺϲ τῶν χρεῶν καὶ τῶν τόκων. Ἐπεἰκτηϲ λέγεται καὶ ὁ τὴν κογχύλην ἀπαιτῶν.

[*](Δ)

2124 Ἐπεικτόϲ.

[*](2110- φύλατϲε ═ Ba 228, 10, Σa Πλάτων- ἐπέχει Laert. 3, 52. ὅτι- ϲυέγγραψεν Laert. 4, 32 Ἐπέχω· αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. Ἐπέχομαι, γενικῇ ═ Synt. Laur. 2111 ═ Σ; ϲυνεχωρήθη ═ Ba 228, 13; Arr. Parth. vel Exc. fr. 15 2112 - ἐκτενίϲθη ═ Ambr. 1577 ἐκάρη sq. Ar. Nu. 1356 c. sch. 2113 ═ Ba 227, 7, Et. M 356,14, H 2114 ═ Ambr. 1697, Ps Herodian. 35 et 244, H cf. Ambr. 1582 2116 ═ Ambr. 1454, Ps. Perodian. 35, Et M 356, 34 cf. H 2117 Ps. 91,12 2118 — πρότερον ═ Σ, Ba 227, 4 vs. 17 ἐπειδὴλέλοιπε Α 235 2120 Ar. Pl 1084-5 2121 ═ Arnmbr. 1782a, sch. Δ 56 cf. H 2122 Soph. El. 663 . sch. 2123 - κατεπείγων aliter Ambr. 1357 ὅπωϲτόκων Pisid. Hexaem 1480— 1 (═ fr. 93) 2124 cf. L)[*](2110-1 Z 832 2112 cf. 2019 et 2063 2116 Z 700 2118 Z 854 2120 cf. v. ϲυνεκποτέʼ 2121 Z 854 2422 Z 833 2123 Pisid. cf. v. Λ 398)[*](A(GIFVM))[*]( 3 περιπατῶν] περὶ πάντων Laert. H Wolf 4 τι] τινα A cf. Laert. καὶ-5 γραφέωϲ oum. F V 2111 —12 inverso ord. 7 καὶ τὰ ὅμοια om F Ba 2117 om F V post 2113 A 20 ἐπηρτιμένου V ἐπηρμένου GI M 27 ὀρέξῃ GIFV5M cf. v. Λ 398 28 ἐποίκταιϲ A cf. Pisid.)
343

2125 Ἐπειλέγη καὶ ατειλέγῃ καὶ Συνειλέγῃ.

[*](Δ)

2126 πειλεγμένοϲ, Ἐπιλελεγμένοϲ δέ.

[*](Δ)

2127 Ἐπ πείλημμαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

2128 Ἐπ πειλημμένη: ἀντιλαμβάνουϲα.

[*](Δ)

2129 Ἔπειξιϲ.

2130 πειόϲ: ὄνομα ἐθνικόν. Ἐπηόϲ δὲ ὁ ϲυγγενήϲ.

[*](Δ)

2131 Ἐπειοῦ δειλότεροϲ: οὕτωϲ ἐλέγετο Κρατῖνοϲ ὁ κωμικόϲ, [*](Prov.) ἴϲωϲ διὰ τὸ ταξιαρχῆϲαι τῆϲ Ὀἰνηῖδοϲ φυλῆϲ καὶ δειλότερόϲ τε φανῆναι καὶ γὰρ ὁ Ἐπειὸϲ δειλὸϲ ἦν.

2132 Ἐπείρα: αἰϲχρῶϲ προϲέβαλλεν. Ἀϲτυδάμεια ἠράϲθη Πηλέωϲ [*](Σ) τοῦ Αἰακοῦ, ὁ δὲ ἀναίνεται. ἡ δὲ φοβηθεῖϲα μὴ κατείπῃ αὐτῆϲ, ϲοφώτερα] ἢ ἀληθέϲτερα λέγει, ὅτι αὐτὴν ἐπείρα ὁ Πηλεύϲ, εἰποῦϲα ἐπείρα χρήματα πέμπων τῆϲ διαφθορᾶϲ δέλεαρ.

[*](Ε)

2133 Ἐπειράϲατο: ἀπόπειραν ἐποιήϲατο.

[*](Δ)

2134 ξπειρεν: ἐϲούβλιζεν.

2135 Ἐπειρωνευόμενοϲ: χλευάζων, ἐπεγγελῶν. ὁ δὲ ἄντικρυϲ [*](Ε) Ῥωμαίων προαχθεὶϲ ἀναιρεῖται. τοῦτο δ’ ἔπραττεν ὁ Σίμων ἐπείρων ευόμεοϲ, εἴ τι βοηθήϲουϲιν αὐτῷ, πρὸϲ οῦϲ ἐξελθεῖν εἴλετο.

2136 Ἐπειϲάκτουϲ: ἀλλοτρίουϲ.

[*](Σ)

2137 Ἐπειϲέφρηϲεν: εἰϲῆλθεν.

[*](Δ)