Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2098 Ἐπευκτή: ἐπιθυμητή, εὐχῆϲ ἀξία.

[*](Σ)

2099 πε υωνίζων: κερδαίνων.

[*](Σ)

2100 Ἐπευφήμηϲαν: μετʼ εὐφημίαϲ ϲυγκατέθεντο, ἐπῇνεϲαν.

[*](Σ)

2101 Ἐπεύχεται· δοτικῇ.

[*](Synt.)

2102 Ἐπεφάνη· φηϲὶν ὁ Ἀπόϲτολοϲ· ἐπεφάνη ἡ χάριϲ τοῦ θεοῦ ἡ ϲωτήριοϲ. διὰ τί οὐκ εἶπεν ἐφάνη, ἀλλ’ ἐπεφάνη; ἐπειδὴ ὁ ὢν ἐφάνη. εἰ γὰρ εἶπεν ἐφάνη, ἀρχὴν εἰϲηγεῖτο τοῦ ἀεὶ ὄντοϲ. καὶ διὰ τοῦτο εἶπε ἐπεφάνη, ἶνα τὴν ἄναρχον ὕπαρξιν μηνύϲῃ. ἐξ ὧν δεῖ ϲαφῶϲ εἰδέναι, ὅτι ὁ αὐτὸϲ κύριοϲ ἐφάνη καὶ ἐπεφάνη. ἐφάνη μὲν τῇ οἰκο τῆϲ ἐνανθρωπήϲεωϲ· ἀρχὴν γὰρ ἐδέξατο· ἐπεφάνη δὲ τῇ ἐνεργείᾳ τῆϲ θεότητοϲ· ἄναρχοϲ γὰρ ἡ ὕπαρξιϲ. τὸ δὲ πᾶϲιν εἶπεν δηλῶν, ὅτι οὐ μερικῶϲ, ἀλλὰ πᾶϲιν ἀνθρώποιϲ.

2103 Ἐπεφόρηϲεν: ἐπεϲώρευϲεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὅϲουϲ ἄνωθεν [*](Αr.) ἐπεφόρηϲε τῶν λίθων. καὶ αὖθιϲ· βόθρον ὀρύξαϲα καὶ ἐπιπολῆϲ [*](Ε) ϲτεγάϲαϲα γῆν ἐπεφόρηϲεν, ἐξαδηλοῦϲα τὸ ποιηθέν.

2104 Ἐπεφώρατο γάρ: ἐφανεροῦτο, εὑρίϲκετο, ἠλέγχετο.

[*](Σ)

2105 Ἐπέφραδεν: ἐδήλωϲε, διεϲάφηϲεν. καὶ Ἐπέφραδον. εἶπον.

[*](Σ)

2106 Ἐπεφράϲατο: ἐθεώρηϲεν.

[*](Σ)

2107 Ἐπέφυ: ἀντὶ τοῦ ἐκράτηϲεν. ἀλλὰ τὸ δὴ λεγόμενον ἀμφοῖν [*](EV) τοῖ χεροῖν ἐπέφυ.

2108 Ἐπεφύκει: προϲεπλάκη.

2109 πεφύοντο: ἐπήρχοντο. καὶ ἐπέφυϲάν οἱ ϲυκοφάνται, καὶ [*](Σ) τὸ ἔγκλημα ἦν, Δίωνι ἔφαϲκον εἶναι φίλον.

[*](2095 Ar. Ach 350 —1 c. sch plenior 2006 τιμήν Tim. οἱ-ἡγόραζε Malch. fr 21, F HG 4, 132 2097 cf. Η (in Γ 79) 2098 ═ Σ cf. Η 2099 Ba 228, 5; l. cf. Ambr. 1744 2109 ═ Βa 228, 3 cf. sch. Α 22 2102 Ep ad Tit. 2, 11 c explicat. 2403 λίθων Ar. Pac. 225 c. sch. βόθοον sq. Aelihno attr. de Boor, Rh. Mus 45, 478 2104 ═ Ba 228, 12 2105 διεϲάφηϲεν ═ Σ; ἐδήλωϲε ═ Ba 228, 6; διεϲάφηϲεν ═ H. Ἐπέφρα. δον sq. ═ Ba 228, 7, Et. Gen Et. M. 356,6, sch 127, H 2106 ═ Ba 228, 9 2107 ἀλλὰ sq. Pοlyb. 12, 10, 6 Ε V 2, 128, 24 —5 2109 —ἐπήρχοντο Ba 228, 8, H)[*](2005 cf. v. Λ 124. Z 830 2096 cf. 652 et 2700 Z 831 2097 Z 831 2098 Z 799 2099 Z 831 2102 —3 Z 831 2104 Z 832 2406 -8 Z 832 2109 cf, 2759. Z 832)[*](2 ωϲ ἤγουν οὕτωϲ ss. V 4 φανείϲ F V 18. 19 ἐναργείᾳ ed. pr A(GΙFVM) 20 δηλων A; δηλὸν F om. rell. 25 πέφραδεν] Ἐπέφραϲεν F V)
342
[*](Σ)

2110 Ἐπεχε: ἐπίκειϲο, ἐπίμενε, φύλαϲϲε. Πλάτων περὶ μὲν ὢν [*](Phil.) κατείληφεν ἀποφαίνεται, τὰ δὲ ψευδῆ διελέγχει, περὶ δὲ τῶν ἀδήλων ἐπέχει. ὅτι Ἀρκεϲίλαοϲ ὁ φιλόϲοφοϲ διὰ τὸ περιπατῶν ἐπέχειν οὐδὲ [*](Synt.) βιβλίον τι ϲυνέγραψεν. καὶ Ἐ πέχω αἰτιατικῇ. Ἐκέλευϲα δὲ γενικῇ. καὶ ἡ χεὶρ ἐπέχεται τοῦ πονηροῦ γραφέωϲ.

[*](Σ)

2111 Ἐπεχώρηϲεν: ἀντὶ τοῦ ϲυνεχώρηϲεν. οὕτωϲ Ἀρριανόϲ. καὶ Ἐπεχωρήθη, ϲυνεχωρήθη. καὶ τὰ ὅμοια.

[*](Δ)

2112 Ἐπέχθη: ἐκτενίϲθη. ἐκάρη. Ἀριϲτοφάνηϲ εφέλαιϲ· ἐκέ [*](Ar.) λευϲα ἁϲαι Σιμωνίδου τὸν κριὸν ὡϲ ἐπέχθη.

[*](Σ)

2113 Ἐ πεί: ἐπειδή.

[*](Δ)

2114 Ἐπείγω: ϲπουδάζω.

[*](Synt.)

2115 ξπείγομαι· δοτικῇ.

[*](Δ)

2116 Ἐπειγωλή: ἡ ϲπουδή.

2117 Ἐπεδεν ό όψθαλμόϲ μου.